AMPHIKTYONBOOKS

TRANSLATION IN MANY LANGUAGES

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 
  


25η ΜΑΡΤΙΟΥ –ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821
http://www.army.gr/default.php?pname=OPLISMOS_ELLHNON&la=1


Ήρωες του 1821 - Η Αχαριστία της Πατρίδας
http://www.youtube.com/watch?v=9phQOYoE_wE

Οι μεγάλες δυνάμεις και η ελληνική επανάσταση

Μεσολόγγι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
http://www.youtube.com/watch?v=1waTI9-T7DQ

Καποδίστριας Διπλωμάτης
Καποδίστριας Σύνορα

http://www.youtube.com/watch?v=372NH4YwLTg


Η επανάσταση του 1821 μέσα από τους ήρωες 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1782-1827 (ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821)

Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ 1770-1843 (ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821)

ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ 1771-1825 (ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ 1795 -1877 (ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ 1769 -1835 (ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821)

Μάρκος Μπότσαρης

Χώματα με Ιστορία
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ 1
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ 2
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ 3

Μάρκος Μπότσαρης
Αθανάσιος Διάκος



ΕΛΑΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΒΙΝΤΕΟ
Ο ΜΠΑΪΡΟΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ (GEORGE GORDON BYRON 1788 -1824)
'Eνα ντοκιμαντέρ των Θάνου Λαμπρόπουλου και Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, για τον μεγάλο φιλέλληνα ποιητή.
ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΞΑΝΘΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ
Η Καταστροφή των Ψαρών
Ιστορικά στοιχεία για τα Ψαρά, ένα από τα πιο ηρωικά νησιά στην ιστορία της Ελλάδας,
για Ψαριανούς ήρωες και για τη καταστροφή των Ψαρών.

Η Μηχανή του Χρόνου S05E19 Η άγνωστη ζωή του λόρδου Βύρωνα
Λόρδος Βύρων-George Gordon Byron(1788-1824)
Εκπαιδευτικά Βίντεο

Σπανουδάκη, Χαίρε Θάλασσά μου!
ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
ΤΑΙΝΙΕΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΘΕΑΤΡΙΚΑ - ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ - Κοσμάς ο Αιτωλός
Γνωρίστε τον βίο του Πατροκοσμά μέσα από το θέατρο! Την εντυπωσιακή παράσταση ετοίμασαν και παρουσίασαν παιδιά του 6ου Γυμνασίου και του 4ου Λυκείου Γαλατσίου.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αξιόλογα ποιήματα για το 1821
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΜΒΑΤΗΡΙΑ
Τραγούδια για την 25η Μαρτίου: πλήρες υλικό
Σπανουδάκη, Χαίρε Θάλασσά μου!

ΥΜΝΟΙ
ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ
XAIRETISMOI THS PANAGIAS

ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ  - ΕΡΓΑΣΙΕΣ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ


ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΜΙΛΙΕΣ

ΤΑΜΠΛΩ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ
ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ 1821
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ-ΗΡΩΕΣ
http://www.geetha.mil.gr/index.asp?a_id=3564
Πρόσωπα της επανάστασης του 1821

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (1794 - 1864)
Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη μέρος α΄
TA ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ A' ΜΕΡΟΣ
ΕΙΚΟΝΕΣ

ΕΜΒΛΗΜΑΤΑ –ΕΝΘΥΜΙΑ

ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ ΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΙΑ  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ
ΠΙΝΑΚΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΦΟΡΑ
Διδάσκοντας ιστορία μέσα από το διαδίκτυο: Η επέτειος της 25ης Μαρτίου
Δραματοποιημένα δημοτικά τραγούδια καὶ κείμενα
γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἐπετείου τῆς 25ης Μαρτίου 1821

Τραγούδια και μουσικά θέματα 25ης Μαρτίου

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΗΧΟΙ
ΧΑΡΤΕΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΚΕΙΜΗΛΙΑ –ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ –ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΕΣ

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ


 ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΑΦΙΣΕΣ



ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΓΙΟ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΗΑΣ ;
(Στο φως άγνωστα στοιχεία)

          Στις 22 Απριλίου 1827 στο Φάληρο τραυματίζεται πολύ σοβαρά ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Στρατηλάτης, ο οποίος έδωσε νέα πνοή στην Επανάσταση. Και στην Αράχωβα, και στην Δόμβραινα και στο Χαϊδάρι και στη Λειψίνα (Ελευσίνα). Μετεφέρθη με πλοιάριο στην Κούλουρη (Σαλαμίνα), όπου λίγες ώρες αργότερα ξεψύχησε και ετάφη στο νέο του Αγίου Δημητρίου, διαβάς την στράτα του θρύλου. Ποιός, όμως, έρριξε το βόλι ; Έλληνας ή Τούρκος ; Και από ποιόν διετάχθη ; Γνωστές οι αντιθέσεις και οι ζηλοφθονίες πολλών με τον Γενναίο Αρχηγό, κυρίως του Μαυροκορδάτου, του Κόχραν και του Τσώρτς.
          Οι μέχρι τώρα γνωστές μαρτυρίες καταγράφονται και συμπυκνούνται στο γνωστό βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου “Ο θάνατος του Καραϊσκάκη, συμπτωματικό γεγονός ή δολοφονία ;”.
          “Σε κείμενο του γραμματικού του Δημ. Αινιάνα αναφέρεται πως την ώρα που βαριά πληγωμένος νουθετούσε τους συμπολεμιστές του, άφησε να εννοηθεί πως είδε να τον πυροβολούν από το μέρος των Ελλήνων. “Λέγουν – γράφει ο Αινιάν – ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανάφερεν εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζε τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον”.
          Ο Κασομούλης διευκρινίζει σχετικά, πως όταν οι διάφοροι οπλαρχηγοί που πήγαν να τον δουν μετά τη συμπλοκή, χτυπημένο “από βόλι εις την βαλανίδαν [κάτωθεν από το προκοίλι] εις το υπογάστριον” κ΄ενώ εκείνοι έκλαιγαν κι ο ίδιος προσπαθούσε να τους παρηγορήσει, τους είπε : “- Μη κλαίγετε, μη απελπίζεσθε, εγώ έλαβα και άλλας πληγάς, και γνωρίζω μόνος μου την θανάσιμον [ποια είναι]. Εάν βράδυ έβγω εις το αναγκαίον, είμαι καλά εάν δεν έβγω, είμαι κακά και πεθαίνω. Γνωρίζω [όμως] τον αίτιον, και αν ζήσω, [τότε] παίρνομεν όλοι [από αυτόν το] χάκι, ειδέ και πεθαίνω, ας μου ... και αυτός. Τι εκέρδισεν ;
[Τέλος] ότι, ακούσαντες τούτο [οι διηγούμενοι], εζήτησαν επιμόνως να ειπή τον άνθρωπον, και [αυτός] σιώπησεν, υποθέτων τι ταραχή έμελλεν να προκύψη αναμεταξύ μας, εάν τον ωνόμαζεν, είτε διακαίως είτε αδίκως”.
          Ο πολεμιστής συγγραφέας σε υποσημείωση λέει πως “όσον και αν εξετάσαμεν έπειτα, και έως τώρα ακόμη, (όταν έγραψε τα Ενθυμήματα, 1832-1841) περί της υποψίας αυτής, εάν επληγώθη από Έλληνα, ως υπώπτευεν, δεν εδυνήθημεν να ξεσκεπάσωμεν τίποτε. Μα είπαν ότι ένας Χιμαργιώτης Κώστας Στρατής, όστις ήτον με τον Τζιαβέλαν [υπηρετών], πιστότερος [εις αυτόν], εξωμολογήθη εις τον θάνατόν του ότι, χωρίς να θέλη, επάνω εις την [απότομον προς τα οπίσω] περιστροφήν [του] έρριξεν προς τους εχθρούς, και εύρεν τούτον. Δεν είναι αληθινόν όμως [τούτο], διότι του Κίτζιου οι άνθρωποι ήτον όλοι πεζοί, καθώς και όλοι [των] οι αρχηγοί – διότι εκίνησαν έξαφνα – Αυτός [μόνος ο Καραϊσκάκης] ήτον ιππεύς, η θέσις του πολέμου ήτον επίπεδος, χωρίς το παραμικρόν ύψωμα χώματος την πληγήν [λοιπόν] την έλαβεν [ως] ιππεύς, και διευθύνετο [αύτη] από απάνω προς τα κάτω. Ώστε η φύσις της ήτον τοιαύτη, όπου ο κτυπήσας αυτόν άφευκτα ήτον εις υψηλότερον μέρος. Αν υποθέσωμεν ότι ήτον από τους ιππείς μας, [και] τούτο ήτον αδύνατον διότι όλοι οι ιππείς μας, τον ελάτρευον ως θεόν, διά τας πολλάς περιποιήσεις από υποψίας τας οποίας ή από την ασθένειάν του εκείνης της ημέρας ή από την φλόγωσιν της πληγής, [ήτις] αύξανεν αυτάς [ο πυρετός] καθώς εκ πείρας γνωρίζομεν όλοι ότι, εις τοιαύτας περιστάσεις, όλα τα κακά έρχονται εις τον λογισμόν μας”.
          Το τελευταίο συμπέρασμα του Κασομούλη είναι προσωπική άποψη και δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστικό. Όσο για την πρόθεσή του ν' αποκλείσει το ενδεχόμενο να τον πυροβόλησε κάποιος από τους καβαλάρηδες, αφού τον “ελάτρευον ως θεόν” κι αυτή δεν είναι ικανοποιητική δικαιολογία. Γιατί αν υποθέσουμε πως οι οργανωτές της δολοφονίας ήθελαν να σιγουρευτούν για την επιτυχία τού σκοπού τους, τότε ίσως θάπρεπε ν' αναζητήσουν το εκτελεστικό τους όργανο σε ανθρώπους στους οποίους ο Καραϊσκάκης είχε ξεχωριστή εμπιστοσύνη”.
          Ας έρθουμε όμως και στις εκτιμήσεις του γραμματικού του Καραϊσκάκη, του Γεωργίου Γαζή. Στη συνοπτική βιογραφία του Μπότσαρη και του Καραϊσκάκη, που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Γενικού Αρχηγού των στρατευμάτων της Στερεάς Ελλάδας, ο Γαζής γράφει πως ο Καραϊσκάκης “εις τας 22 Απριλίου μάχης κροτηθείσης εις τον κάμπον των Αθηνών, εκτυπήθη, και μεθ' ώρας ολίγας έδωκε το μακάριον τέλος της ζωής του”. Δεν αναφέρει ούτε τις συνθήκες του τραυματισμού του, ούτε και διατυπώνει κάποιες υποψίες για δολοφονία του. Χρόνια αργότερα όμως, αναφερόμενος σε πρόσωπα και πράγματα του Αγώνα, μιλώντας για τον Καραϊσκάκη, “τον περίφημο ήρωα της Ελλάδος”, όπως τον αποκαλεί, λέει πως “έγινεν ο μεγαλουργός ανήρ της Ελλάδος, θριαμβεύσας έξωθεν του Μεσολογγίου επί της εσχάτης πολιορκίας, εις την Αράχοβαν φονεύσας τον τρομερόν Ουστάμπεην, και τελευταίον εις την πολιορκίαν Αθηνών, όπου συγκέντρωσε υπό την αρχηγίαν του όλα τα στρατεύματα της Ελλάδος, έδειξε θαυμαστά και εξαίσια κατορθώματα, φονευθείς ή, ως λέγουσι, δολοφονηθείς εις τας 22 του Απριλίου εν μια μικρά και αιφνιδία μάχη εις τα 1827 εν Πειραιώς τω πεδίω”.
          Κι αναρωτιέται δικαιολογημένα ο ερευνητής γιατί ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη ο Γαζής δε μιλά καθόλου ποιος τον πυροβόλησε, Έλληνας ή Τούρκος, και αργότερα δεν αποκλείει και ο ίδιος το ενδεχόμενο να δολοφονήθηκε ; Η απάντηση έρχεται από μονάχη της. Όσο πιο κοντά στα γεγονότα τόσο και πιο επιφυλακτικός, για να μη δημιουργηθούν περιπλοκές που κι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης τις απέτρεψε, μέσα στη μεγαλοψυχία του και την πίστη του στο καλό της πατρίδας και τη διασφάλιση της ενότητας και της ομόνοιας, πεθαίνοντας, χωρίς να κατονομάσει τον άνθρωπο που είδε να τον πυροβολεί και σε προέκταση εκείνον που τον εξουσιοδότησε γι' αυτό. Ακόμα και αργότερα, μέσα στη θολούρα της μεταπελευθερωτικής περιόδου με τον διωγμό των αγωνιστών, ο Γαζής γράφοντας “ως λέγουσι δολοφονηθείς”, δεν παίρνει συγκεκριμένη θέση, ίσως από κάποιο δισταγμό. Η απόσταση όμως από το συγκλονιστικό γεγονός τον υποχρεώνει σε κάποια επανατοποθέτηση του προβλήματος, έστω και με κάποια φανερή επιφύλαξη.
          Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος γράφει πως όταν πήγαν, μετά τον τραυματισμό του, να τον δουν ο Χατζηπέτρος και ο Γρίβας, ο Καραϊσκάκης τους είπε : “Γνωρίζω από πληγές, και δεν είναι πρώτη φορά που ελαβώθην. Δεν με μέλλει, βαστάτε μοναχά στα ταμπούρια, να μη σας πνίξουν οι Τούρκοι. Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω ένα μυστικόν, αν ξεψυχήσω, ελάτε να με θάψετε με τα χέρια σας σεις οι ίδιοι, με τους οποίους τόσες φορές ενίκησα τον εχθρόν”, ενώ ο Κ. Μαργαρίτης γράφει πως ο Καραϊσκάκης “ακούσας τους ακροβολισμούς και τους αλαλαγμούς των στρατιωτών τρέχει έφιππος, διά να πληροφορηθή τι τρέχει, και παρατηρήση τας θέσεις αλλά κατά δυστυχίαν όλου του Ελληνικού Έθνους περιφερόμενος πληγώνεται θανατηφόρως εις την κάτω κοιλίαν από εν βόλι, το οποίον είναι άδηλον πόθεν ερρίφθη πολλοί φρονούσι από τους αντιζήλους του”.
          Ο Βλαχογιάννης στο προλογικό του κατατόπισμα μιας μελέτης του για τον Καραϊσκάκη, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, γράφει πως “τριγύρω στο στρατόπεδο του Πειραιά και γύρω στη σκηνή του πολεμάρχου νικητή παίχτηκε καταχθόνιο παιχνίδι, πού είχε τέλος τραγικό του στρατοπέδου την καταστροφή και του στρατηγού τον θάνατο. Η τραγωδία αυτή θα φανεί στον τόπο που της πρέπει και διάπλατα θ' αφηγηθή”. Αν λογαριάσουμε πως ο Βλαχογιάννης είχε διεξοδικά ασχοληθεί με τη ζωή του Καραϊσκάκη κ' είχε συγκεντρώσει πλούσιο υλικό, πρέπει να είχε, με βάση τις πηγές που κ' εδώ καταγράφουμε, κατασταλάξει στη στέρεη πεποίθηση πως ο πολέμαρχος δολοφονήθηκε.
          Αίτιο της δολοφονίας του ο Βλαχογιάννης θεωρεί τον Μαυροκορδάτο που σε ολόκληρη την πολιτικοστρατιωτική του δραστηριότητα κυνήγησε με κάθε μέσο, με φανατισμό που έφτανε ως το μίσος και την αγριότητα, τον Καραϊσκάκη. “Ο Μαυροκορδάτος – γράφει – μετά τη δίκη τού Καραϊσκάκη δεν επεθύμησε μονάχα τον θάνατό του, δεν τον κήρυξε μονάχα χρήσιμο στο συμφέρον της πατρίδας, αλλά και οργάνωσε καταχθόνιο σχέδιο για τον θάνατό του. Η απόδειξη θα φανεί εκεί που πρέπει ... και γι 'αυτό άμα έπεφτε (ο Μαυροκορδάτος) απάνω σ' άνθρωπο ανυπόταχτο κι ανίκανο να πέσει και να προσκυνήσει, έχανε τα λογικά του και γινόταν άξιος ακόμα και του φόνου, το μεγάλο του κακό να βάλει εμπρός και να τελέψει, καθώς τόκανε με τον άτυχο Καραϊσκάκη”.
          Ο Βλαχογιάννης γράφει πως ο Μαυροκορδάτος γύριζε “πότε στα καράβια του Κόχραν, πότε στη γολέτα του Church [και] δεν έβγαινε στην ξηρά να παρουσιαστή στον παλιόν εχθρόν του, που δοξαζόταν, αλλά με την ίδια την παλιά μανία ν' ανακατεύεται στα πολεμικά, έγραφε τις γνώμες του και τώρα, καθώς συνήθιζε, προς τον Κόχραν και τον Church”. Kι αλλού, αφού τονίσει την αποτυχία των εκπροσώπων του αγγλικού κόμματος Κουντουριώτη και Μαυροκορδάτου ν' αποδυναμώσουν το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στον Πειραιά, με την οργάνωση άλλου στρατοπέδου στα Μέγαρα, που τελικά υποχρεώθηκαν να το ενσωματώσουν σε κείνο του Πειραιά μια και “είδαν και πάλι πως ο Καραϊσκάκης τάβγανε πέρα και χωρίς τη βοήθειά τους”, σημειώνει πως “ο στρατηλάτης” Μαυροκορδάτος κρυμμένος μέσα στα καράβια τού Κόχραν και του Church, πρόσωπο δεν έχει να φανή, το χέρι του να δώση στον παλιόν αδικημένον εχθρό του”. Όμως το βάρος για την με πολλές πιθανότητες δολοφονία του Καραϊσκάκη δεν πρέπει ν' αποδοθεί αποκλειστικά στον Μαυροκορδάτο. Η μεγαλύτερη ευθύνη πέφτει στους δυο Άγγλους και κύρια στον μισθοφόρο και τυχοδιώκτη Κόχραν, κύριο εκτελεστή των αγγλικών στόχων στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο του Αγώνα. Ετούτο αποδείχνεται και από τα ως τώρα στοιχεία που παρουσιάστηκαν. Αν υπήρξε κοινή συνωμοσία και των τριών δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Η ευθύνη όμως του Κόχραν και του Τσώρτς είναι αναμφισβήτητη.
          Όμως η εκτέλεση του όλου καταστροφικού σχεδίου όσο και η επινόησή του πρέπει, κατά κύριο λόγο, ν' αποδοθεί στον Κόχραν με τη συγκατάθεση ή ανοχή των δύο άλλων.
          “Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί μαζευόμαστε, τηράμεν. Ήτανε βαρεμένος εις τ' ασκέλι παραπάνου εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά : “Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”. Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν.” (Μακρυγιάννης).
Άγνωστα μέχρι σήμερα στοιχεία στο φως
          Πριν λίγες ημέρες εξεδόθη στην Κύπρο το πολύ σπουδαίο βιβλίο του Κυπρίου φιλολόγου Άκη Θεοδώρου με θέμα “Ιωάννης Σταυριανός (1804-1887), ένας Κύπριος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821”, του οποίου βιβλίου τύχη αγαθή διαθέτω ένα αντίτυπο. Ο ήρωας αυτός άφησε ιδιόγραφα απομνημονεύματα, τα οποία κατείχοντο υπό των κληρονόμων και απογόνων του, με τελευταία την Άννα Σταυριανού, η οποία, τέλος, τα δώρισε στον συγγραφέα Άκη Θεοδώρου. Το χάρτινο αυτό βιβλίο από 93 φύλλα, είναι ελλιπές (λείπουν σελίδες), είναι  όμως, σημαντικό, γιατί ο ήρωας πολεμούσε σε ταμπούρι πλάι στον μεγάλο Στρατηλάτη, την στιγμή, που λαβώθηκε και κάνει γραπτές αναφορές, οι οποίες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το μιερό χέρι, που έρριξε, ήταν Ελληνικό. Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί όλο το μέρος των τεκμηρίων του, αλλά μικρό, πλην κατατοπιστικό.
          Σημειώνει ο Ιωάννης Σταυριανός :
          “ Ο Καραΐσκος ιδών το κίνημα τούτο με πολλήν του αδημονίαν, διότι δεν ήθελεν να συγκροτηθή μάχη δια να πραγματοποιήση τα σχέδιά του, εφιππεύει μετά του Κακλαμάνου, υπασπιστού του, και τον παρακολούθησαν και ολίγοι άλλοι και τρέχει προς την μάνδραν, όχι διά πόλεμον, αλλά διά να οπισθοφρομήση τον στρατόν. Και πριν φθάση εκεί, ένας σύντροφός  μου με λέγει : “Ο αρχηγός έρχεται, πάμεν και ημείς ως πάρα κάτω”. Ημείς έχοντες πάντοτε νυχθημερόν τα όπλα εις τον ώμον κρεμάμενα και πάντοτε ετοιμοπόλεμοι, επροχωρήσαμεν μέχρι τινός και ιστάμεθα θεαταί, προσηλωθέντες μόνον εις την κίνησιν του αρχηγού. Ο Καραΐσκος διαπερνά τον στρατόν και προχωρεί πέραν της μάνδρας. Δύο ιππείς Τούρκοι ήρχοντο δρομαίως προς την μάνδραν. Τότε βλέπομεν έναν των πλησίον του Καραΐσκου και ορμά προς τους δύο ιππείς και τους τρέπει εις φυγήν. Αυτός ήτο ο υπασπιστής του Καραΐσκου, Κακλαμάνος καλούμενος. Οι Τούρκοι, οι του νέου οχυρώματος του κατασκευασθέντος συνάμα με το ημέτερον, έφεραν το άγνωστον τηλεβόλον πλησίον της μάνδρας και κανοβολούν με μύδρα καθ' ην στιγμήν ο Κακλαμάνος επέστρεφεν και ένα μύδρον του φονεύει τον ίππον, και εν έτερον του αποκόπτει την δεξιάν χείραν. Πίπτει ο ίππος και ο Κακλαμάνος βλέπει το ξίφος του κατά γης και κύπτει να το λάβη. Τότε είδεν ότι του έλειπεν η δεξιά επήρεν με την αριστεράν το ξίφος. Δύο Τούρκοι, άμα είδον την κατάπτωσιν του ιππέως, έτρεξαν να τον αρπάζουν την κεφαλήν, αλλ' ούτος, άμα τον επλησίασαν, τους εφώνησεν : “Γιανάσμα” (μην πλησιάσετε), και ευθύς θέτει το ξίφος εις τους οδόντας και σύρει το πιστόλι. Οι Έλληνες, άμα είδον τον ιππέα πεσόντα, έτρεξαν εις βοήθειάν του και τον έσωσαν από τον κίνδυνον.
          Ο Καραΐσκος, άμα διέταξεν τον υπασπιστήν του να καταδιώξη τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας, ικανόν διάστημα. Τότε είδομεν εκπρυρσοκρότησιν όπλου από τον ημέτερον στρατόν και ευθύς ο πυροβολήσας ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του  Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν και :
Φρικτόν, με λέγει, εχάθημεν !
Πώς, πώς, (sic) τον απαντώ.
Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του  Καραΐσκου ;
Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν !
Τον είδα, τον είπον, και στρέφω τους οφθαλμούς μου. Είδα τον  Καραΐσκον κρατώντας τον δυο εκ δεξιών και δυο εξ αριστερών, και τον μετέφερον εις τον στρατοπεδαρχείον. Ο  Καραΐσκος, άμα κτυπηθείς, είπεν :  “Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον”. Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο  Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βέικου, αλλά το διέψευσαν αμέσως, διά να μη διχονοισθή ο στρατός, και  δημοσίευσαν ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθη περί της δολοφονίας και ο Καραΐσκος ωμολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν, τον εκτύπησεν. (Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του  Καραΐσκου ακολούθως θέλομεν φέρει τας αποδείξεις). Άλλη φήμη διέτρεχεν τον στρατόν ότι ο Γαρδικιώτης και άλλοι στενοί φίλοι του  Καραΐσκου τον ηρώτησαν να τους ειπή εμπιστευτικώς πόθεν  εβαρέθη, από τους Τούρκους ή από τους Έλληνας, ότι ο  Καραΐσκος του απήντησεν, αν ζήση, γνωρίζει ποιος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον.  Ο δε  Καραΐσκος την 23ην Απριλίου μετέβη εις τας  αιωνίους σκηνάς του Πλάστου, η δε δολοφονία του επληρώθη πολύ ακριβά με την καταστροφήν χιλίων εκατόν είκοσι ανδρείων πολεμιστών, 24 ανώτερων και κατώτερων αξιωματικών, με 120 αιχμαλώτους, οκτώ
σημαίας, δύο τηλεβόλα, η πτώσις της Κεκροπίας, και μύρια άλλα επακόλουθα”.
     Ας δούμε και τη συνέχεια της μαρτυρίας του Σταυριανού :
          “ Ενταύθα φέρομεν τας αποδείξεις διά την δολοφονίαν του  Καραΐσκου μακράν από του να έχωμεν κανένα συμφέρον ή από άλλον σκοπόν οδηγηθέντες να παραστήσομεν τα της δολοφονίας και αφήνω εις την  κρίσην του κοινού να εκτιμήση τας αποδείξεις ταύτας”.
Ο τραυματισμός του  Καραΐσκου εγένετο ουχί πολύ μακράν από εμέ και τον σύντροφόν μου, ως προείπα. Το τραύμα εγένετο από εμπρός και όχι από πίσω. Τούρκοι από την μάνδραν δεν εξήλθον και όχι μόνον αυτήν την φοράν, αλλ' εικοσάκις προσβάλαμεν την μάνδραν αυτήν οι τακτικοί,  ανά 30 και 40 στρατιώται και ποτέ Τούρκος δεν εξήλθεν, και όχι όταν περιέζωσαν την μάνδραν πλέον των δισχιλίων να τολμήση Τούρκος να εξέλθη διά να πολεμήση ως διατείνονταί τινες, και επομένως οι Έλληνες ήσαν παρά πλησίον της μάνδρας και ο  Καραΐσκος ήτο τότε έδωθεν της μάνδρας προς τον Πειραιά. Ο Τούρκος που ευρέθη ; Ερωτώμεν. Ο υπασπιστής του Γ. Κακλαμάνος διατείνεται και ούτος ότι Τούρκος ετραυμάτισε τον  Καραΐσκον, ενώ ο υπασπιστής κατεδίωξεν δύο ιππείς Τούρκους πέραν της μάνδρας και επιστρέφων τού φονεύεται ο ίππος και ταυτοχρόνως μύδρον τού αποκόπτει την δεξιάν χείραν. Ανθίσταται κατά δύο επιδραμόντων Τούρκων να τον ζωγρήσουν και ο  Καραΐσκος, μακράν αυτού 500 περίπου βήματα,  τραυματίζεται χωρίς να τον ιδή ο Κακλαμάνος. Η φήμη εκυκλοφόρησεν αμέσως διά την δολοφονίαν και ήτο αλάνθαστος. Ο Άραψ σεΐζης του  Καραΐσκου, όστις παρηκολούθει τον  Καραΐσκον, είδεν και ωφεληθείς από την περίστασιν εφιππεύει και λιποτακτεί προς τους Τούρκους. Παρουσιάζεται εις τον Κιουταγή και του αναγγέλλει την δολοφονίαν και ευθύς επιστρέφει ο Κιουταγής προς τους περικυκλούντας αυτόν και τους λέγει :  Ινσαλλάχ, μετά οκτώ ημέρας έχω την κεφαλήν του  Αρχοντοπούλου. Και το είπεν εν πεποιθήσει, διότι επίστευεν ότι θα  διαιρεθούν οι Έλληνες και θα καταστραφούν. Ο Κιουταγής φιλοφρονεί τον Άραβα με 22 ½ χιλιάδας γροσίων και χρυκέντητον στολήν. Αν Τούρκος ήτο εις την βουρλιά και εφόνευεν τον  Καραΐσκον, δεν ήθελεν τρέξει εις τον Κιουταγήν να του αναγγείλη τον θάνατον ; Αλλά εις το στρατόπεδον του Κιουταγή εκυκλοφόρησεν η δολοφονία και αυτός ο Άραψ επιβεβαιοί. Συνομιλούντες μετά του Γεωργίου Δράκου, τον είπον : “Στρατηγέ, είδατε τι μας έφερεν η δολοφονία του Καραΐσκου ;” Ο Δράκος αναστενάζει εκ βάθους καρδίας
και δεν αναιρεί τον λόγον μου, αλλά σιωπά δακρυρροών. Μετά δύο έτη εφρούρουν εις την Ακροκόρινθον, και μίαν φθινοπωρινήν ταχινήν περιφερόμενην εις το φρούριον και έφθασα προς το μέρος του Οβριοκάστρου, όπου είναι ένα εκκλησίδιον. Εκάθητο έξωθεν αυτού σεβάσμιος τις ιερεύς του στρατού, όστις με προσεκάλεσε και εκάθησα
πλησίον του και, αφού ήλθομεν μετ' αυτού εις διαφόρους ομιλίας, εφθάσαμεν και εις το μέρος της δολοφονίας του  Καραΐσκου. Του ιερέως ανωθρώθηκαν οι τρίχες του πώγωνος και βαθέως αναστέναξεν. Εγώ τον εκοίταξα ασκαρδαμυκτί και επερίμενα να ιδώ τι θέλει ειπή. Και τι με λέγει ; Αχ, τέκνον μου, εγώ είμαι εις αυτό το φρούριον από την αρχήν και είμαι πνευματικός και θα σου ειπώ ένα μυστήριον, το οποίον δεν είπα εις άλλον, και ας μου συγχωρέση ο Θεός. Όταν εχάλασαν από τας Αθήνας, μέρος του στρατού εκείνου εκατέλαβαν το φρούριον. Ένας από τους στρατιώτας είχεν καταντήσει παράλυτος και την τελευταίαν ημέραν της ζωής του με  προσεκάλεσεν να τον εξομολογήσω, και τι με λέγει ο επάρατος, ότι του έδωσαν 70 [...]”.
          Εδώ τελειώνει ασυμπλήρωτο το χειρόγραφο του Σταυριανού (λείπουν φύλλα). Η ανολοκλήρωτη εξομολόγηση του παπά αφήνει να εννοηθεί πως ο αγωνιστής αυτός πληρώθηκε από κάποιον και πυροβόλησε τον Καραϊσκάκη.

                  Αυγερινός Ανδρέου

Θ.Κολοκοτρώνης: Η πιο σπουδαία φράση του και η «προφητεία» που δεν επιβεβαιώθηκε (φωτό, βίντεο)

Θ.Κολοκοτρώνης: Η πιο σπουδαία φράση του και η «προφητεία» που δεν επιβεβαιώθηκε (φωτό, βίντεο)

Translate this page
Δείτε  την σπουδαιότερη φράση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την «προφητεία» που δεν επιβεβαιώθηκε.
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση», ανακαλούσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην Πνύκα στις 7 Οκτωβρίου 1838, «δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;", αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
old4
Η εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία του 1821, ο πιο αγαπητός αντάρτης, δεν αμφέβαλε ποτέ για τη νικηφόρα έκβαση του εθνικού ξεσηκωμού.
Ένα πράγμα φοβόταν μόνο: τους Έλληνες, τους «προσκυνημένους» όπως τους αποκαλούσε, οι οποίοι σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου», έλεγε στα απομνημονεύματά του.
Η γέννηση του εθνικού μας ήρωα και η «προφητεία» του παππού του που δεν επιβεβαιώθηκε
shutterstock524782339
Όταν απέτυχε η επανάσταση του 1770, τα λεγόμενα Ορλωφικά, οι Τούρκοι ανελέητα έσφαζαν στο πέρασμά τους τον άμαχο πληθυσμό. Ανάμεσα σε όσους έφευγαν για να γλιτώσουν από το μίσος του κατακτητή ήταν και η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Αν και ετοιμόγεννη πήρε το δρόμο προς τη Μεσσηνία μαζί με το υπόλοιπο πλήθος και από εκεί προς το Ραμαβούνι, για να γλυτώσει και εκείνη αλλά και το παιδί που κουβαλούσε στην κοιλιά της.
Στις 3 Απριλίου 1770 την έπιασαν οι πόνοι. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγόρι, τον πρωτότοκο γιο του περίφημου αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στην υποκινούμενη από τους Ρώσους ένοπλη εξέγερση της Πελοποννήσου το 1770.
Αυτό το αγόρι έμελλε να γίνει ο πιο διάσημος Έλληνας, ο πολέμαρχος Θόδωρος Κολοκοτρώνης. Κάτω από ένα δέντρο φτελιάς είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου και εκείνη ακριβώς τη στιγμή λες κι έκανε μια «μυστική συμφωνία» με το Θεό να «καθαρίσει» τον ελληνικό αέρα.
Ο παππούς του, όταν του έδιναν τα συχαρίκια για τον ερχομό του αρσενικού εγγονού, κουνούσε θλιβερά το κεφάλι του μονολογώντας: «Εάν τύχει και γλυτώσουμε τώρα από το τουρκικό μαχαίρι, αυτό το παιδί θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά, αλλά ποτέ ούτε εκείνος ούτε εκείνα δεν θα δουν τη λευτεριά μας». Πόσο έξω έπεσε…
Το παιδί που γεννήθηκε την ώρα της φυγής και της μεγάλης σφαγής, έγινε στρατάρχης του ’21 και πολέμησε για το ύψιστο αγαθό που απολαμβάνουμε εμείς σήμερα: Την ελευθερία!
Γνώρισε νωρίς την ορφάνια. Σε ηλικία 10 ετών, έχασε τον πατέρα του όταν εκείνος σκοτώθηκε από τον κατακτητή, έπειτα από προδοσία τούρκου φίλου του. Μπορεί η μητέρα του, ο ίδιος και τα τέσσερα αδέλφια του να γλίτωσαν τη σφαγή και να κατέφυγαν στη Μάνη αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν για να γλυτώσουν από τους Τούρκους.
Τα χαστούκια που τον πείσμωσαν και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του
srled9fp
Μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακκούβα με νερά και πιτσίλισε τα ρούχα διερχόμενων Τούρκων. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης, 13 ετών τότε, τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του: αυτό το χαστούκι θα το γυρνούσε. Στην Τρίπολη δεν θα γυρνούσε παρά το 1821, ως στρατηγός των Ελλήνων πια, πορθητής και εκδικητής.
Αν και σχεδόν αγράμματος γνώριζε αρκετά καλά την ιστορία του γένους του. Στα 15 του εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και λίγο αργότερα, το 1787, οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής.
Σε ηλικία 20 χρονών, παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου, Κατερίνα Καρούσου, και απέκτησε 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ αργότερα φέρεται να απέκτησε άλλον έναν γιο, καρπό της σχέσης του με μια Υδραία). Αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς, ζούσε μία ήρεμη ζωή.
Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και έγινε πρωτοπαλίκαρο, πριν συγκροτήσει δικό του σώμα και αναπτύξει πλούσια δράση. Από το 1797, οι Τούρκοι τον βάζουν στο μάτι και τα επόμενα χρόνια επιδόθηκε σε σφοδρό ανταρτοπόλεμο με τα 60 παλικάρια του. Αποτέλεσμα; Το 1802 εκδόθηκε φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη εναντίον του, να σκοτώσουν δηλαδή με κάθε τρόπο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!
Οι Τούρκοι τον καταδιώκουν και πάντα βρίσκονται καλοθελητές που τον προδίδουν.
Τον Απρίλιο του 1806 φτάνει τελικά στη Ζάκυνθο όπου θα περάσει 15 ολόκληρα χρόνια. Κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 έχασε τη γυναίκα του. Επόμενος σταθμός ήταν η Μάνη.
Στις 23 Μαρτίου 1821 ύψωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη το λάβαρο της ελληνικής επανάστασης στην Καλαμάτα και τέθηκε επικεφαλής πολλών ακόμα αγωνιστών, απελευθερώνοντας την πόλη.
Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), συμβάλλουν στην ανάδειξή του σε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η Τριπολιτσά είναι και πάλι ελεύθερη, χάρη στις μάχες των Ελλήνων παλικαριών που στάθηκαν σαν δέντρα αγέρωχα μπροστά στον τούρκο εισβολέα.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα «Απομνημονεύματά» του για την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: "Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί", και διέταξα και το έκοψαν».
Στη μάχη των Δερβενακίων (26-28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων.
Την ίδια στιγμή βέβαια που ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αγωνιστές δοξάζονταν στα πεδία των μαχών, οι πολιτικοί άντρες θέλησαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του. Κάπως έτσι ξεσπά η πρώτη εμφύλια διαμάχη μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών.
Στις 13 Νοεμβρίου 1824, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο. Ο θάνατος του πρωτότοκου γιου του τον καταρράκωσε. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1824 για να τερματιστεί ο εμφύλιος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας, αν και τον αποφυλάκισαν άρον-άρον το 1825 καθώς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.
old2
Στο Ναύπλιο, μετά την αποφυλάκισή του, μίλησε ανεβασμένος σε μια πέτρα στο πλήθος που παραληρούσε: «Έλληνες! Πριν βγω στ’ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός».
Την ίδια στιγμή, εκτόξευε φοβέρες στον Ιμπραήμ: «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μήτε πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε. Και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου».
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Οι Έλληνες κατέφευγαν πάντα σε ανταρτοπόλεμο, για τον οποίο παρατηρεί ο Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματά» του: «O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Οι εξαντλημένοι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την αντίσταση όπως μπορούσαν και τότε ο Ιμπραήμ εφάρμοσε τη μέθοδο του μαζικού προσκυνήματος. «Προσκύνημα» ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων (ή ακόμα και περιοχών) προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν προηγουμένως εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «προσκυνοχάρτι». Έτσι οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.
Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Κολοκοτρώνης με το σύνθημα «Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!», εξαπέλυσε φόβο και τρόμο στους προσκυνημένους και αναζωπύρωσε τη σπίθα μίας επανάστασης που έδειχνε ετοιμοθάνατη.
Η δίκη και φυλάκιση
Ο Κολοκοτρώνης δεν σταμάτησε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής έως και το τέλος της Επανάστασης.
Ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια, πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα αν και με την έλευση του τελευταίου, στις 30 Ιανουαρίου 1832, έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων.
Η σκευωρία που στήθηκε εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 από κοινού με τους Πλαπούτα, Τζαβέλα, Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά και της κυβέρνησής του.
Η διαβόητη δίκη άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκησε μέχρι τις 26 Μαΐου. Όσον αφορά στις βαρύτατες κατηγορίες επρόκειτο περισσότερο για αοριστίες που δεν θεμελίωναν νομικά την παραπομπή των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, πόσο μάλιστα για εσχάτη προδοσία.
Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο του κατηγορουμένου συγκλόνισε το ακροατήριο. Ερωτηθείς ο Γέρος του Μοριά «τι επάγγελμα έχεις;», έδωσε την ιστορική απάντηση: «Στρατιωτικός. Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα». Το δέος απαθανατίστηκε ακόμα και στο πρόσωπο των εχθρών του οπλαρχηγού.
shutterstock383464366
Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο και φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Ο Γέρος ήταν 64 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη από τον βασιλιά, με τον Κολοκοτρώνη να υποδέχεται τα νέα της μετατροπής της ποινής του ως εξής: «Θα γελάσω τον βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους (χρόνους)!»…
Το τέλος ενός Μεγάλου άντρα
Τον Μάιο του 1835, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης έλαβε βασιλική χάρη και αποφυλακίστηκε. Αποκαμωμένος και εξουθενωμένος από τις άθλιες συνθήκες κράτησης αλλά και την ταπείνωση κατέφυγε στην Αθήνα. Τιμήθηκε με τον βαθμό του στρατηγού, διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας, βραβεύτηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίστηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Όθωνα.
old5
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Φεβρουαρίου 1843, σε ηλικία 73 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο. Αφού στεφάνωσε τον γιο του και ευθύμησε στον γάμο του, πήγε στις 3 Φεβρουαρίου, στον βασιλικό χορό, φανερά ευδιάθετος, όπου και αστειεύτηκε με τους παλιούς του συντρόφους, συνομίλησε με τον Όθωνα και ήπιε άφθονο κρασί. Κάποια στιγμή παρακάλεσε τον βασιλιά να διατάξει τους μουσικούς να παίξουν ελληνικούς χορούς. Τα δημοτικά τραγούδια αντήχησαν στα σαλόνια του παλατιού. Γύρω στα μεσάνυχτα «επέστρεψεν χαίρων εις την οικίαν του, κατεκλίθη εις την στρώμνην του, όπου κοιμόμενον τον προσέβαλεν η αποπληξία» (εφημερίδα «Αιών»).
Ήταν ένας από τους λίγους Κολοκοτρωναίους που πέθανε στο κρεβάτι και όχι στη μάχη. Ίσως γιατί γεννήθηκε πάνω σε μάχη.
Πριν «φύγει» υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη τα οποία εκδόθηκαν το 1846 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και είναι μια ανεκτίμητη πηγή της Εθνικής μας Ιστορίας, που φωτίζει γεγονότα της επανάστασης του 1821.
«Είδα τότε ότι, ό,τι κάμομε, θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους»
ΑΓΑΛΜΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε πάντα πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την ανεξαρτησία τους. Εξάλλου αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, πιστεύοντας πως αυτή γινόταν πρωτίστως για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
«Ό,τι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους» έλεγε και ξαναέλεγε κρατώντας έτσι υψηλό το σθένος και το φρόνημα των Ελλήνων. Για αυτό και πάντα τους αποκαλούσε Έλληνες, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν την ιστορία τους αλλά και την υψηλή αποστολή που έχουν για τη σωτηρία ολόκληρου του ελληνικού έθνους.
Ποιος να φανταζόταν ότι η φράση του αυτή θα ακουγόταν τόσο -δραματικά- προφητική σήμερα…

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και 

η Μεσσηνιακή Επανάσταση (1834)

του Γιάννη Μπίρη 

Εφημερίδα «Ελευθερία» Μεσσηνίας

Στις 25 Απριλίου του 1832 στο Λονδίνο, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, με διεθνή συνθήκη προσπάθησαν να δώσουν τέλος στην Ελληνική Επανάσταση εγκαθιδρύοντας καθεστώς Βασιλείας.

 Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στο όνομα του Ελληνικού Έθνους και με τον ελληνικό λαό αμέτοχο θεατή, πρόσφεραν το στέμμα του κληρονομικού μονάρχη στον τότε δεκαεπτάχρονο Όθωνα, γιο του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄. Η ‘Ελληνική Πολιτεία’ της εποχής Καποδίστρια μετονομάσθηκε σε ‘Βασιλεία της Ελλάδος’.

                   Μέχρι την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά, που θα γινόταν την 20η Μαΐου 1835, τη βασιλική εξουσία θα ασκούσε μια τριμελής επιτροπή, η Αντιβασιλεία, που είχε διορίσει ο πατέρας του ανήλικου Όθωνα, Λουδοβίκος. Υπήρχε πρόβλεψη για την δημιουργία ελληνικού τακτικού στρατού με Βαυαρούς κυρίως αξιωματικούς, αλλά και υπόσχεση για σύναψη δανείων, με εγγύηση μάλιστα των τριών Δυνάμεων, για το νέο ελληνικό βασίλειο, μέχρι του ανώτατου ποσού των εξήντα εκατομμυρίων φράγκων. 

«…η Ελλάς, υπό την εξουσία του πρίγκιπος Όθωνος της Βαυαρίας και με την εγγύηση των τριών Αυλών, θα αποτελέσει ένα μοναρχικό, ανεξάρτητο κράτος…» από το άρθρο 4 της συνθήκης του Λονδίνου στις 25 Απριλίου του 1832 

Έτσι ο λαός, ρημαγμένος από τη φτώχεια και τις κακουχίες τόσων χρόνων σκλαβιάς και αγώνα, ήταν υποχρεωμένος να εξευρωπαϊστεί και να μπει υπό την εξουσία των τριών Αυλών που ακολουθούσαν 

την αρχή του Niccolò Machiavelli «Διαίρει και βασίλευε».

Τα ξενικά κόμματα, το «λεγόμενον Ρωσσικόν κόμμα», οι Ναπαίοι του Ανδρέα Μεταξά και του Κολοκοτρώνη, το «λεγόμενον Αγγλικόν κόμμα» του Μαυροκορδάτου και το «λεγόμενον Γαλλικόν κόμμα» του Κωλέττη, χώρισαν το λαό που μέχρι πριν λίγο καιρό πολεμούσε τον κοινό εχθρό. Ποιά ανάγκη και σκοπιμότητα εξυπηρετούσαν όμως τα κόμματα και οι φατρίες τη στιγμή που το κοινό καλό ήταν ξεκάθαρο και η Εθνική Ανεξαρτησία γενική απαίτηση; Μόνο τα ξένα συμφέροντα και οι ιδιοτέλεια μερικών πολιτικών, χώρισαν εκείνη τη στιγμή τον λαό και τον οδήγησαν στη Βασιλεία. 

Είναι χαρακτηριστικό για το κλίμα της εποχής το αντιευρωπαϊκό ξέσπασμα οργής του Μακρυγιάννη, στα απομνημονεύματά του:

 «…Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπούχε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλητος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν- με της αντενέργειές σου και τον δόλον σου και την απάτη σου κ’ εφοδίασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα’ φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες που θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. Ύστερα μας γιομώσατε και φατρίες - ο Ντώκινς* μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν* Γάλλους, ο Κατακάζης* Ρούσσους· και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιον του· και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας· και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση· οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους δυστυχείς. Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχη σ’ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα…» *πρόκειται για τους αντιπρέσβεις Edward Dawkins (Βρετανική Αυτοκρατορία), Achille de Rouen (Ιουλιανή Μοναρχία, Γαλλία) και τον Φαναριώτη διπλωμάτη Γαβριήλ Κατακάζη, απεσταλμένο πρέσβη της Ρωσίας επί του  Βασιλιά της Ελλάδας.  Στρατηγού Μακρυγιάννη: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ σελ 339. 

Το καλοκαίρι του εμφυλιοπολεμικού 1832, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που είχε απομακρυνθεί από την Κυβερνητική Επιτροπή, επηρέαζε μεγάλο αριθμό τοπικών παραγόντων και παλιών οπλαρχηγών του Μοριά και ετοιμαζόταν να ανατρέψει την κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη που θεωρούσε αντιπατριωτική. Στο πλαίσιο της κινητοποίησης των δυνάμεων που ήταν πιστές σ’ αυτόν έστειλε επιστολή στον Αναστάση Τζαμαλή, οπλαρχηγό στο χωριό Ασλάναγα (σημ. Άρις) της Μεσσηνίας, για την προετοιμασία μιας εξέγερσης: …

« Αδελφέ Αναστάση Τζαμαλή και λοιποί προκριτοδημογέροντες και κάτοικοι του χωρίου Ασλάναγα και πέριξ χωρίων… Ήλθεν λοιπόν η στιγμή καθ’ ήν πρέπει να δείξετε και σεις εμπράκτως τα γενναία και πατριωτικά φρονήματά σας δια να καταστρέψωμεν την παρανομίαν και να επαναγάγωμεν εις την πατρίδα μας την παρ’ όλων ποθητήν ησυχίαν και ευνομίαν, συνιστώντες Κυβέρνησιν νόμιμον μέχρι της ελεύσεως του σεβαστού ηγεμόνος »… 

Το συνωμοτικό ύφος και η ατμόσφαιρα της εμφύλιας σύρραξης φαίνονται καθαρά σε μια ανάλογη επιστολή του Νικηταρά προς τους πρόκριτους και τους δημογέροντες του Ασλάναγα: …

« να ακολουθήσετε τον καπετάν Τζαμαλή, όστις θέλει σας είπει δια ποίαν αιτίαν κινείται»… Τα δυο κείμενα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, Αρχείο Χειρογράφων (Μ8, 236, φακ. Δουκάκη). Από τα Μεσσηνιακά 69-70, του Μίμη Φερέτου. 

Στις 20 Ιανουαρίου 1833 έφθασαν στο Ναύπλιο τα πλοία των τριών Δυνάμεων που έφερναν τον Όθωνα, τους αντιβασιλείς, τα βαυαρικά στρατεύματα και τη Βασιλεία στην Ελλάδα. Στις 25 Ιανουαρίου έγινε η επίσημη υποδοχή του Όθωνα στο Ναύπλιο και έτσι, έστω και προσωρινά έπαυσαν οι εμφύλιες εχθροπραξίες, που χαρακτήρισαν την εποχή ως «τρομοκρατία» ή «αναρχία». Οι Έλληνες υποδέχτηκαν τον δεκαεπτάχρονο Βαυαρό βασιλιά της Ελλάδας ως σωτήρα και εγγυητή της ανεξαρτησίας τους. Σχεδόν αμέσως όμως διαπίστωσαν ότι δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις για συνταγματική διακυβέρνηση αντέδρασαν με κάθε τρόπο απέναντι στο καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας που τους επιβλήθηκε από τις Δυνάμεις. Η αντίδραση ήταν δικαιολογημένη. Η Αντιβασιλεία, που απαρτιζόταν από τον κόμη Joseph Ludwig von Armansperg, τον στρατηγό Karl Wilhelm von Heideck και τον καθηγητή Georg Ludwig von Maurer, έπρεπε να επιβάλει τη Βαυαροκρατία. 

Οι στον πόλεμο και τη ζωή των ατάκτων, έπρεπε να εκγερμανιστούν και μόνο μερικοί απ’ αυτούς να καταφέρουν να καταταγούν στον νεοσύστατο ελληνικό στρατό και οι πιο τυχεροί παλιοί αγωνιστές, μαθημένοι στη χωροφυλακή. 

Η σκληρή στάση των Βαυαρών απέναντι στους παλιούς αγωνιστές δημιούργησε έντονο κλίμα δυσαρέσκειας και φτώχειας. Μοναδική διέξοδος για την επιβίωσή τους ήταν πια η ληστεία. Στο πλαίσιο του κατευνασμού των παθών η Αντιβασιλεία προχώρησε με ετήσια διατάγματα επιείκειας και ανούσια γυαλιστερά μετάλλια, με αφορμή τα βασιλικά γενέθλια στις 20 Μαΐου 1833. Αυτά βέβαια δεν ικανοποιούσαν τους παλιούς αγωνιστές και η δυσαρέσκειά τους ήταν φανερή. 

Ο παραγκωνισμός του Κολοκοτρώνη με τη μη αναγνώριση της αρχιστρατηγίας του και ο αποκλεισμός από την κυβέρνηση του «Ρωσσικού» κόμματος των Ναπαίων, απλά όξυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά το καλοκαίρι του 1833, ήρθαν στο φως οι «δυο συνωμοσίες». 

Από την άφιξη στο Ναύπλιο, στις 20 Ιανουαρίου 1833, μέχρι την επίσημη αποβίβαση του Όθωνα και της ακολουθίας του στις 25 Ιανουαρίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, φιλοξενούμενος στη ρωσική ναυαρχίδα, που είχε και αυτή αγκυροβολήσει στο Ναύπλιο, έστειλε μια επιστολή στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας όπου διατύπωνε τις ανησυχίες του για την εκκλησιαστική πολιτική που επρόκειτο να ακολουθήσουν οι Βαυαροί της Αντιβασιλείας. Η απάντηση του κόμη Νέσελροδ, ήρθε στο τέλος Ιουνίου του ίδιου χρόνου με συμβουλές και νουθεσίες για συσπείρωση των Ελλήνων γύρω από τον θρόνο. Την επιστολή παρέδωσε στον Κολοκοτρώνη ο πρεσβευτής της Ρωσίας Γαβριήλ Κατακάζης. Το κακό όμως είναι ότι αυτή η επιστολή κυκλοφόρησε σε αρκετά αντίτυπα και έπεσε σε πολλά χέρια. Την ίδια εποχή, το παραγκωνισμένο από την Αντιβασιλεία «Ρωσσικόν» κόμμα των Ναπαίων κυκλοφόρησε ένα κείμενο που απευθυνόταν στον τσάρο, με συλλογή υπογραφών για την ανάκληση της Αντιβασιλείας και την άμεση ανάληψη της εξουσίας από τον Όθωνα. Αυτή ήταν και η «κύρια συνομωσία». 

Τον ίδιο καιρό ο καθηγητής Frantz, διερμηνέας της Αντιβασιλείας, προσπαθούσε παρασκηνιακά να μείνει μόνος αντιβασιλέας ο κόμης Joseph Armansperg. Με επιστολή του ζήτησε από τον Λουδοβίκο να ανακαλέσει τους Georg Maurer και Karl Heideck από την τριμελή Αντιβασιλεία. Παρά τον διαφορετικό τελικό σκοπό αυτές οι δυο κινήσεις συνδυάστηκαν σε βάρος μάλιστα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αγωνιστών. Τώρα η στοιχειοθέτηση κατηγορίας για τον έτσι και αλλιώς, αντίπαλο της Αντιβασιλείας, ήταν πια εύκολη υπόθεση και ακολούθησαν μυστικές συλλήψεις, χωρίς μάλιστα την ενημέρωση του υπουργικού συμβουλίου: …

« Εγύρισα οπίσω εις το Ανάπλι· επήγα εχαιρέτησα τον βασιλέα, την αντιβασιλεία, τους είδα μουδιασμένους, πλην δεν εκατάλαβα τίποτας· έμεινα εις το περιβόλι μου. Εκεί ήλθον την νύχτα εις τας επτά Σεπτεμβρίου και με επήρε ο Κλεόπας μοίραρχος με 40 χωροφύλακας και μ’ επήγε εις το Ίτς Καλέ και μ’ επαρέδωσε εις τον φρούραρχον και μ’ έβαλαν 6 μήναις μυστική φυλακή, χωρίς να ίδω άνθρωπο, εκτός του δεσμοφύλακα· δεν ήξευρα τι γίνεται δια έξη μήναις, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος απέθανε, ούτε ποιόν έχουν εις την φυλακήν· δια τρεις ημέραις δεν ήξευρα πως υπάρχω, μου εφαίνετο όνειρο, ερωτούσα τον εαυτόν μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανείς· δεν εκαταλάβαινα διατί με έχουν κλεισμένο »… ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ κεφ. ΙΕ΄, σελ. 97. εκδ. Μέρμηγκα 

Κρατήθηκαν στις φυλακές του Παλαμηδιού για έξι μήνες μέχρι την έναρξη της δίκης τους στις 30 Απριλίου 1834. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και δικαστές οι Γεώργιος Τερτσέτης, Δημήτριος Σούτσος, Δημήτριος Βούλγαρης και Φωκάς Φραγκούλης. Εισαγγελέας ήταν ο Σκωτσέζος φιλέλληνας και πρώτος Εισαγγελέας του Ελληνικού Κράτους, Edward Masson. 

Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης για να υποστηρίξει τους κατηγορουμένους. Το κατηγορητήριο ήταν βαρύ. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας κατηγορούνταν για συνωμοσία με σκοπό τη διασάλευση της δημόσιας τάξης, παρότρυνση του λαού σε ληστείες και εμφύλιες διαμάχες και προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος. Επίσης για δυο αιτήσεις τους προς τις ξένες δυνάμεις. Όλα αυτά χαρακτηρίζονταν ως «εσχάτη προδοσία» και η πρόταση του κατηγόρου ήταν η θανατική ποινή. Οι πολιτικές συγκυρίες εκείνης της στιγμής επέβαλαν τις καταδίκες

Αν και ο Κολοκοτρώνης ήταν μαζί με τον Ανδρέα Μεταξά επικεφαλής του «Ρωσσικού» κόμματος, κατά τον πρεσβευτή της Ρωσίας Γαβριήλ Κατακάζη, η καταδίκη του Κολοκοτρώνη ήταν «πολιτική αναγκαιότητα και έπρεπε να επιτευχθεί με οποιοδήποτε τρόπο». 

Το δικαστήριο, μετά από τέσσερις ώρες με τρεις ψήφους υπέρ και δύο κατά, αφού μειοψήφησαν οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης, αποφάσισε την καταδίκη σε θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα. 

Οι θανατικές καταδίκες μετατράπηκαν σε φυλακίσεις για τους κατηγορουμένους, χάρη στην επέμβαση του νεαρού βασιλιά και παρά τις διαμαρτυρίες του Κωλέττη. Η οργή και η συγκίνηση του λαού για την άδικη και σκηνοθετημένη δίκη φαίνεται στην πίκρα του τραγουδιού: 

«…Δεν κλαίτε χώρες και χωριά και σεις κεφαλοχώρια, Δεν κλαίτε για τους αρχηγούς, τους δυο καπεταναίους, Δεν κλαίτε τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη. Δώδεκα χρόνους πολεμάν με το Σουλτάν Μαχμούτη Και τώρα πούρθ’ ο βασιλιάς, τώρα που εγίνη νόμος, τώρα τους φυλακίσανε για να τους θανατώσουν. Όλοι οι κριτές υπόγραψαν να τους καταδικάσουν, Μον’ ο Τερτσέτης στάθηκε για να μην υπογράψει. Το χέρι να του κόψουνε υπογραφή δε βάνει…»

 Έξι μήνες πριν τη δίκη, η Αντιβασιλεία θεώρησε σκόπιμη και την επέμβασή της στην ιδιόμορφη περιοχή της Μάνης. Στον στόχο των Βαυαρών μπήκαν οι περίπου οκτακόσιοι οπλισμένοι πύργοι της. Μέχρι τη δίκη ο Βαυαρός συνταγματάρχης Maximilian Feder, με στρατό και χρήματα για δωροδοκίες, είχε καταφέρει να ελέγχει την κατάσταση. 

Στη διάρκεια της δίκης και αμέσως μετά, η κατάσταση στη Μάνη έγινε έκρυθμη για τους Βαυαρούς. Δυο παλιοί αγωνιστές και οπαδοί του Κολοκοτρώνη, ο Μητροπέτροβας και ο γαμπρός του Γιαννάκης Γκρίτζαλης ήταν ανάμεσα στους αντάρτες της Μάνης. Σε αυτούς αποδίδεται κατά κύριο λόγο και η εξέγερση της Μάνης. Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, περίφημος κλεφταρματωλός, το 1823 έγινε χιλίαρχος. Το 1824 στον διχασμό, ως στενός και πιστός φίλος του Κολοκοτρώνη καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε μαζί του στην Ύδρα. Μετά την Απελευθέρωση, επί Καποδίστρια, του δόθηκε και πάλι ο στρατιωτικός βαθμός του πεντακοσίαρχου.

 Η Αντιβασιλεία ακλόνητη στις αρχικές της θέσεις για τον αφοπλισμό της Μάνης, έστειλε ενισχύσεις από δυόμισι χιλιάδες Βαυαρούς, με επικεφαλής τους τον στρατηγό Christian von Schmaltz. Αυτοί, στο ορεινό και σκληρό έδαφος της Μάνης, υπέστησαν σημαντικές ήττες. Όμως κάποιες από τις ισχυρές οικογένειες της Μάνης αποδέχθηκαν τις κυβερνητικές προτάσεις και υποσχέσεις για διορισμούς όσων επιθυμούσαν στην Χωροφυλακή και σε ειδικό στρατιωτικό τάγμα και συνεργάστηκαν με την Αντιβασιλεία. Μετά από αψιμαχίες, συγκρούσεις και διαπραγματεύσεις επήλθε ειρήνη στη Μάνη. 

Η Αντιβασιλεία, προσπάθησε να εκτονώσει και τις υπόλοιπες αντιδράσεις και ακολουθώντας τις συμβουλές του Κωλέττη και του υπουργικού συμβουλίου του, απελευθέρωσε τους υπόδικους «συνενόχους» του Κολοκοτρώνη. Η απελευθέρωση του Κίτσου Τζαβέλα, του Θεοδωράκη Γρίβα, του Μαμούρη, του Καρατάσου, του Ρούκη κ.ά. λειτούργησε κατευναστικά. Φυσικά δεν απελευθερώθηκαν οι Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας αλλά ούτε και ο γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γενναίος. 

Στις 29 Ιουλίου 1834, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης αφού έφυγε απογοητευμένος από τη Μάνη, μαζί με πολλούς άλλους Ντρέδες οπλαρχηγούς και καπετάνιους της Τριφυλίας, στασίασαν στο Ψάρι των Σουλιμοχωρίων. Την επόμενη ημέρα κατέλαβαν την Κυπαρισσία και συνέλαβαν τον διοικητή της Δημήτριο Χρηστίδη, τον στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη και τον Δημόσιο Ταμία (έφορο). 

Με προκηρύξεις της «πατριωτικής επιτροπής», καλούσαν σε εξέγερση όλον τον λαό της Πελοποννήσου. Στόχος τους ήταν να πάνε όλοι στο Ναύπλιο και να ζητήσουν την αποφυλάκιση των άδικα καταδικασθέντων Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, την παραχώρηση Συντάγματος και την απαλλαγή από την καταπιεστική διοίκηση και τη βαρειά φορολογία. 

Η διακήρυξη της «πατριωτικής επιτροπής Τριφυλίας» ήταν σαφής: 

«….ο Λαός της Επαρχίας Τριφυλίας, αγανακτισμένος και απελπισμένος από τις καταχρήσεις των Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρει τα υπερβολικά βάρη και τον παράνομο τρόπο της εισπράξεως του περί αποδεκατώσεως φόρου, παραδειγματιζόμενος από την παράνομον και αυθαίρετον σύλληψιν και φυλάκισιν των συμπατριωτών ημών και φοβούμενοι καθ' εκάστην περί της ασφάλειας της προσωπικής του ελευθερίας, με αγανάκτησιν μας δε μαθόντες τον επηρεασμόν και την παράνομον επέμβασιν της εξουσίας εις το εν Ναυπλία  δικαστήριον, υπό του οποίου άνθρωποι προσφιλέστατοι εις την πατρίδα δια υποθετικά και ανύπαρκτα εγκλήματα κατεδικάσθησαν εις την εσχάτην τιμωρίαν, απεφασίσαμεν να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνά μεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιε ζομένου λαού. Επί τούτου λαβόντες τα όπλα εις τας χείρας, συνελάβαμε τας διοικητικάς και λοιπάς Αρχάς τας εν τη πόλει της Κυπαρισ σίας, συνεννοούμενοι κατά τούτο και με τας πλησιεστέρας επαρχίας, επί σκοπώ του να ζητήσωμεν επιμόνως την ανόρθωσιν των δικαίων η μών...». 

Με αφορμή αυτά τα γεγονότα η κυβέρνηση εξέδωσε δύο διατάγματα για άμεση εκτέλεση των φυλακισμένων στην περίπτωση που σημειώνονταν ύποπτες κινήσεις γύρω από το Παλαμήδι ή αν ο Γκρίτζαλης πλησίαζε το Ναύπλιο. 

Η εποχή για τη «Μεσσηνιακή Επανάσταση»

 φαινόταν κατάλληλη αφού αναμένονταν αλλαγές προσώπων στην Αντιβασιλεία. Στο επαναστατικό κάλεσμα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη ανταποκρίθηκαν ο πεθερός του Μητροπέτροβας από τη Γαράντζα (σημ. Άνω Μέλπεια) και ο Αναστάσης Τζαμαλής από του Ασλάναγα,. Στις 29 Ιουλίου στασίασαν και αυτοί στη Γαράντζα και με περίπου χίλιους στρατιώτες κατέλαβαν αμαχητί την Ανδρούσα και το Νησί και πολιόρκησαν την Καλαμάτα. Στην πόλη βρισκόταν με χίλιους πεντακόσιους στρατιώτες και δεκαπέντε τηλεβόλα, ο Βαυαρός Maximilian Feder. Ακολούθησαν μικροσυγκρούσεις και η Καλαμάτα παρέμενε αποκλεισμένη. 

Ο παλιός συμπολεμιστής του Κολοκοτρώνη, το καλύτερο ντουφέκι της Μεσσηνίας, ο Μητροπέτροβας που βάδιζε στα 83 χρόνια του, με μια φλογισμένη προκήρυξη καλούσε κι αυτός τον Μεσσηνιακό λαό σε ξεσηκωμό:

                               «Λαέ της Μεσσηνίας!

                     Οι καλαμαράδες με τους Βαυαρούς μας κυβερνάνε και μας τυραγνάνε. Δεν αφήνουν το βασιλιά μας ν’ ανεβή στο θρονί και γυρεύουν να μας χαλάσουν τη θρησκεία και να μας κάνουν Φράγκους. Εμπρός λοιπόν, να ξεκολλήσουμε τις βδέλλες αυτές από τη ράχη μας και που μας πίνουν το αίμα μας, να βάλουμε το βασιλιά στο θρονί να βγη ο Κολοκοτρώνης από τη φυλακή, και να φτηνήνη η ζωή. Ξήντα παράδες το σφαχτό, δυο γρόσια το μοσχάρι και τρία γρόσια τ’ άλογο, ποιος θεός το υποφέρει; Όποιος δε θέλει ν’ ακολουθήση τον περιμένει φούρκα και παλούκι». 

Στο μεταξύ ο Γκρίτζαλης με οκτακόσιους Ντρέδες κατευθύνθηκε στην Ανδρίτσαινα και τη γύρω περιοχή. Στις 4 Αυγούστου 1834 έφτασε και κατέλαβε αμαχητί τη Μεγαλόπολη. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στη Ζάτουνα και την Ανδρίτσαινα και με δύναμη δύο χιλιάδων ανδρών χτύπησε τη Δημητσάνα. Αφού εκεί βρήκε ισχυρή αντίσταση και βλέποντας ότι το σχέδιό του για την κατάληψη της Τριπολιτσάς δεν ήταν πια εφικτό, έδωσε εντολή οπισθοχώρησης στην Καρύταινα για να περιμένουν ενισχύσεις από τα Σουλιμοχώρια. 

Στις 7 Αυγούστου, ο συνταγματάρχης von Schmaltz, που πριν από λίγο καιρό είχε κατέβει και στη Μάνη, βάδισε εναντίον των ανταρτών του Γκρίτζαλη με ισχυρότατες δυνάμεις Βαυαρών αλλά και Ελλήνων μισθοφόρων από διάφορες περιοχές, κυρίως από τη Ρούμελη και τη Μάνη. Αυτοί οι μισθοφόροι, παλιοί άτακτοι, με τη συμμετοχή τους πίστευαν ότι θεμελίωναν δικαίωμα μελλοντικής αποκατάστασης, στον υπό ίδρυση Ελληνικό Στρατό ή στη Βασιλική Χωροφυλακή, που σχεδίαζαν τότε οι Βαυαροί. 

Ο Θεοδωράκης Γρίβας  από την Πρέβεζα, στα χρόνια του Αγώνα ήταν οπλαρχηγός στη Δυτική Ελλάδα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου του 1824-25 ο Γρίβας, πολεμούσε στο πλευρό του Πάνου Κολοκοτρώνη αλλά αμέσως μετά τη δολοφονία του Πάνου άλλαξε στάση.

 Μετά την Γ´ Εθνοσυνέλευση, την άνοιξη 1827, κατέλαβε το Παλαμήδι το οποίο, μετά την άφιξη του Καποδίστρια (1828) του το παρέδωσε και συμφιλιώθηκε με τους αντιπάλους του. Μετά την άφιξη του Όθωνα, η Αντιβασιλεία τον αγνόησε. 

Τον Αύγουστο του 1834 όταν εκδηλώθηκαν οι ταραχές στη Μεσσηνία, προσφέρθηκε σε συνεργασία με τον Χατζηχρήστο και άλλους παλιούς οπλαρχηγούς, να πολεμήσει τους αντάρτες. Στις 8 Αυγούστου, μετά από λυσσώδεις μάχες στην περιοχή της Καρύταινας οι αντάρτες κατάφεραν να διαφύγουν. Τότε ισχυρά κυβερνητικά στρατεύματα τους καταδίωξαν και ο Γκρίτζαλης, με τρεις μόνο άνδρες του, κατέφυγε στο Ψάρι. 

Στις 12 Αυγούστου ο Γρίβας και ο Χατζηχρήστος που έφθασαν εκεί μετά από επίμονη καταδίωξη τον συνέλαβαν. Ο Γκρίτζαλης φυλακίστηκε στην Κυπαρισσία και ο Γρίβας συναντήθηκε και ενώθηκε με το υπόλοιπο στράτευμα του von Schmaltz στο χωριό Κωνσταντίνοι. Μετά από την άφιξη εκεί ενισχύσεων και από το Ναύπλιο, ο von Schmaltz με έξι χιλιάδες άνδρες, τριάντα πέντε τηλεβόλα και με αρχηγό τον Γρίβα, ξεκίνησαν για να λύσουν και την πολιορκία της Καλαμάτας. 

Στις 19 Αυγούστου 1834 βρήκαν στρατοπεδευμένους τους Τζαμαλή και Μητροπέτροβα μεταξύ Θουρίας και Ασλάναγα με δύναμη περίπου χιλίων εξακοσίων ανδρών. Το κτύπημα στο βόρειο πλευρό των ανταρτών ήταν καίριο. Στις έξι ώρες της φονικότατης μάχης στο Ασλάναγα, με μεγάλες απώλειες και παρά τις ηρωικές προσπάθειες, το στρατόπεδο των ανταρτών διαλύθηκε. Λεπτομέρειες από την περιγραφή της μάχης στο Ασλάναγα, βρίσκουμε στα «Απομνημονεύματα» του Χριστόφορου Νέεζερ, Βαυαρού υπολοχαγού και κατοπινού, πρώτου φρούραρχου της Ακρόπολης που πήρε μέρος σ΄ αυτήν: …

« Ο στρατηγός των εθελοντών Schmaltz, ανδρείος στρατιώτης εκ της σχολής του Ναπολέοντος του Α΄, διετάχθη να μεταβή εις τα σύνορα της Μάνης μετ’ εξακισχιλίων ανδρών, δια να επιτίθεται διαρκώς και θέση τέρμα εις τας επιδρομάς των Μανιατών εις την πεδιάδαν. Η στρατιά του Schmaltz απετελείτο κατά το πλείστον εξ εθελοντών, εκ μερικών ταγμάτων ελληνικού Εθνικού Στρατού, εξ ίλης εφίππου χωροφυλακής και εκ δύο ορειβατικών πυροβολαρχιών, μεταφερομένων επί ημιόνων. Επειδή οι Μανιάται συνεκρούοντο μεταξύ των, ο στρατηγός Schmaltz κατώρθωσε ν’ αποστατήση εκ των άλλων αρχηγών τον Κατσάκον*, μετά πεντακοσίων ανδρών και να τους ενώσει με τους ιδικούς μας στρατιώτας. Κατά τα τέλη του Ιουνίου του 1834 εφθάσαμεν ημέραν Παρασκευήν εις ευρύ οροπέδιον του Ταϋγέτου, όπου κατηυλήσθημεν… Οι σκοποί ετοποθετήθησαν και το βραχώδες οροπέδιον μετεβλήθη εις οχυρωμένον στρατόπεδον, διότι μόνον εξ ενός μέρους ήτο βατόν, ενώ τα υπόλοιπα τρία ήσαν απόκρημνα και δυσανάβατα. Προς το βορρειοανατολικό μέρος έρρεεν από των ορέων ρύαξ δια μέσου βαθείας τινός χαράδρας, εις την έξοδον της οποίας ευρίσκετο το μικρόν χωρίον Ασλάν Αγά… Απέναντι της χαράδρας υψώνετο απόκρημνον όρος, υπερκείμενον όλου του οροπεδίου μας, εις του οποίου το μέσον είχομεν καταυλιστή. Από το χείλος του οροπεδίου μάς εχώριζεν ικανή απόστασις και δια τούτο δεν είχε τοποθετηθή εκεί κανείς φρουρός »… Τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους’- Χρ. Νέεζερ, Αθήνα 1963

 (*Ο Μανιάτης Κατσάκος που αποστάτησε και ένωσε τις δυνάμεις του με το στρατό του von Schmaltz, ήταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης-Κατσάκος, επικεφαλής της δεκαμελούς Επαναστατικής Επιτροπής στην εξέγερση του 1831 εναντίον του Καποδίστρια).

 Στο έργο του «Aus dem Leben des Generalmajors von Schmaltz», ο Βαυαρός επικεφαλής της εκστρατείας περιγράφει για τη μάχη: 

…« Απωθηθέντες κατά την πρώτην εξόρμησιν, οι στασιασταί αντεστάθησαν εκ νέου εις το χωρίον Ασλάναγα αλλά ταχέως εξεδιώχθησαν και από εκεί. Το χωρίον Ασλάναγα επυρπολήθη, επειδή οι κάτοικοί του είχον συμμετάσχει εις την επιδρομή εναντίον του ανθυπολοχαγού Steinle. Τα βασιλικά στρατεύματα διενυκτέρευσαν πλησίον του καιομένου χωρίου και την επομένην πρωίαν επέστρεψαν εις Καλαμάταν.»… Από τους κυβερνητικούς στρατιώτες σκοτώθηκαν ογδόντα και τραυματίστηκαν τριάντα οκτώ. Από τους αντάρτες χάθηκαν εκατόν πενήντα. Ο Μητροπέτροβας και ο Τζαμαλής κατέφυγαν στη Γαράντζα όπου όμως ο Feder, αφού βγήκε από την Καλαμάτα, κατάφερε μετά από καταδίωξη να τους συλλάβει και να τους στείλει με συνοδεία χιλίων διακοσίων ανδρών, σιδηροδέσμιους στο Νιόκαστρο. Συνεχίζει ο Schmaltz: 

…« Συνεστήθη Στρατοδικείον, το οποίον κατεδίκασεν εις τυφεκισμόν τον Χρυσαλή, τον Μουσταφά, τους δημογέροντες του χωριού Ασλάναγα και άλλους αρχηγούς που ανεζήτησαν εις τα κρησφύγετά των. Ο γέρων Δημήτρης Πέτροβας και οι δύο Πλαπούτα χρεωστούν ο είς εις την μεγάλην ηλικίαν του και οι άλλοι δύο εις το νεαρόν αυτής, την μετατροπήν της εις θάνατον καταδίκης των εις μακροχρόνιον φυλάκισιν»... Ι. Μελετόπουλος: ‘Τα πρώτα έτη της Οθωνικής εποχής εις τας υδατογραφίας του Köllnberger’, Αθήνα 1976. 

Και οι τρεις επικεφαλής της ανταρσίας δικάστηκαν άμεσα. Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης στην Κυπαρισσία και ο Αναστάσης Τζαμαλής με τον 83χρονο Μητροπέτροβα στο Νιόκαστρο. Τα στρατοδικεία καταδίκασαν με βαριές ποινές τους στασιαστές. 

Ο Γκρίτζαλης, εκτελέστηκε αυθημερόν, δύο ώρες μετά την καταδίκη του, στις 17 Σεπτεμβρίου 1834 στην Κυπαρισσία. Η σκηνή της εκτέλεσης είναι χαρακτηριστική του ήθους και της γενναιότητας του Γκρίτζαλη. Το παράγγελμα ‘πυρ’ στο απόσπασμα το έδωσε ο ίδιος δείχνοντας ταυτόχρονα το ανοιχτό στήθος του. Και ο απλός λαός της Μεσσηνίας τιμώντας τον ήρωά του τον έψαλε 

στο λαϊκό τραγούδι:

«…Πολλά ντουφέκια πέφτουνε και σιγαλά βροντάνε. Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι; Μαϊδέ σε γάμο πέφτουνε, μαϊδέ σε πανηγύρι. Μόν’ το Γιαννάκη επιάσανε αυτοί οι Βαυαρέζοι. Χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω. Κι οι πρόκριτοι του λέγανε κι οι Βαυαροί του λένε: «Μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη». «Παιδιά πως με περάσατε να ψευτομαρτυρήσω; Μονάχος μου το σήκωσα με την παληοκαπότα» Γιαννάκη τ’ είσαι κίτρινος και τ’ είσαι μαραμένος; Παιδιά σαν με ρωτήσατε να σας το μολογήσω. Απόψε είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρό μου, Είδα και σκόρπισε ο ταϊφάς και μώφυγε τ’ ασκέρι και πως με πιάνουν ζωντανό αυτοίν’ οι Βαυαρέζοι. Δεν πας, Γιάννη στο Σουλιμά, δεν πας κατά τη Χώρα; Γιάννη θα σε σκοτώσουνε οι παληοβαυαρέζοι…» 

Ο Τζαμαλής δικάστηκε και εκτελέστηκε κι’ αυτός αυθημερόν, στις 8 Οκτωβρίου 1834, με τυφεκισμό στο Νιόκαστρο, 

ενώ ο Μητροπέτροβας λόγω της μεγάλης ηλικίας του αλλά και της μεγάλης προσφοράς του στην Ελληνική Επανάσταση, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δεκαπέντε χρόνων. Αποφυλακίστηκε μετά περίπου δύο χρόνια με χάρη που έδωσε ο Όθωνας στην ενηλικίωσή του, στις 20 Μαΐου 1835. 

Απολογούμενος στο στρατοδικείο που είχε βασιλικό επίτροπο (εισαγγελέα) τον Edward Masson που είχε καταδικάσει και τον Κολοκοτρώνη, 

ο Μητροπέτροβας είπε ανάμεσα στα άλλα: …

« για ένα μονάχα λυπάμαι, που τώρα, στα τελευταία μου δεν μπόρεσα να ξεπαστρέψω τη λούβα (λέπρα) που έκατσε στο σβέρκο του δυστυχισμένου ραγιά »… 

Αργότερα μετά τη χάρη, ξαναγύρισε στη Γαράντζα όπου και πέθανε στις 12 Μαΐου 1838. Η εφημερίδα «Αθηνά» στο φύλλο 169/1834 αναγράφει:

 «…Την 6 του τρέχοντος εκτύπησαν τα στρατεύματα της Κυβερνήσεως τους εις το χωρίον Ασλάναγα συναθροισμένους στασιαστάς τους οποίους αφού εσκόρπισαν και αιχμαλώτισαν, κατέκαψαν και το χωρίον δια την επίβουλον και άπιστον διαγωγή των κατοίκων του…» Η ίδια εφημερίδα στο φύλλο 194/1834 τον Νοέμβριο αναφέρει: 

«…Την 24 του παρόντος το κατά την Μεσσηνίαν και την επαρχία Καρυταίνης έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριον κατεδίκασεν εις θάνατον… τον εκ του χωρίου Ασλάναγα των Καλαμών Αναστάσιον Τσαμαλήν, ως αρχηγόν αποστασίας και πρωταίτιον του φόνου των κατά το Ασλάναγα την 30 Ιουλίου πεσόντων Βασιλικών Στρατιωτικών. Η απόφασις εκτελέσθη δια τουφεκισμού…» Μπορεί οι ημερομηνίες της εφημερίδας να μην είναι ακριβείς.

 Όμως η ανταρσία της Μεσσηνίας το καλοκαίρι 1834 και η μάχη στο Ασλάναγα έδωσαν μια άλλη διάσταση στη σκοτεινή περίοδο της Αντιβασιλείας και της Βαυαροκρατίας, αφού όξυναν το πρόβλημα της ουσιαστικής αποκατάστασης των παλιών αγωνιστών. Την 1η Σεπτεμβρίου 1834, οι Βαυαροί του Όθωνα και της Αντιβασιλείας του Armansperg, έφυγαν από το Ναύπλιο και για το «ιστορικό της γόητρο» ανέδειξαν πρωτεύουσα του Κράτους, την Αθήνα. 

Στα βόρεια του χωριού Άρις, στον τόπο της μάχης του Ασλάναγα, δίπλα στο ναΐδριο της Αγίας Τριάδας, στέκεται σήμερα ένα λιτό μνημείο, μια μαρμάρινη στήλη, στη μνήμη του οπλαρχηγού Αναστάση Τζαμαλή που τουφεκίστηκε στο Νιόκαστρο και των άλλων παλικαριών που έπεσαν εκεί απαιτώντας την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την αποκατάσταση των αγωνιστών από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών. (Οι ημερομηνίες του κειμένου ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο).

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Ο Θεόδωρος Γρίβας (1797-1862),

 από τη γνωστή Ακαρνανική οικογένεια, που κυριαρχούσε στο αρματολίκι στην περιοχή της Βόνιτσας, πολέμησε κατά την Επανάσταση το 1821 ως Χιλίαρχος στην αρχή, στη Δυτική Ελλάδα, φθάνοντας -λόγω ανδρείας- να ονομαστεί Στρατηγός, τίτλο που έφερε μέχρι το θάνατό του.

Αποκορύφωση των αγώνων του αποτελεί η εξέγερση της Βόνιτσας, 4 Οκτωβρίου 1862, που έφερε τελικά την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα.

Με την εκδήλωση της εξέγερσης, σχηματίστηκε Επαναστατική Επιτροπή, έγινε αρχηγός της και προχώρησε στο Αγρίνιο, όπου έμαθε ότι η Εξέγερση γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα και ότι ο Όθων κηρύχτηκε έκπτωτος.

Ο Γρίβας έφθασε στο Μεσολόγγι, έτοιμος να βαδίσει κατά της Αθήνας.

Η προσωρινή Κυβέρνηση όμως, αγνόησε τον κυριότερο και πραγματικόν αρχηγό της Επανάστασης και έστειλε, μόνο μια αντιπροσωπεία στο Μεσολόγγι, στις 23 Οκτωβρίου 1862, για να του επιδώσει επίσημα το βαθμό του Στρατάρχη, αλλά όταν έφθασε στο Μεσολόγγι, η αντιπροσωπεία, τον βρήκαν ετοιμοθάνατο (είχαν φροντίσει να τον δηλητηριάσουν).

Ευρισκόμενος λοιπόν, στο Μεσολόγγι το 1862, με δυο Συντάγματα Στρατιώτες κυρίως απ’ την Ακαρνανία αλλά και την Αιτωλία, τον φαρμάκωσαν, πριν έλθει στην Αθήνα να πολεμήσει και διώξει τους Βαυαρούς και τους εναπομείναντες αυλικούς και εγκαταστήσει δική του Κυβέρνηση.

Η χρονιά αυτή, θεωρείται, η χρονική αφετηρία, που ο ανώνυμος λαϊκός Ξηρομερίτης Ακαρνάν, ποιητής-τραγουδιστής, έπλασε το τόσο παρεξηγημένο τραγούδι, το οποίο όχι μόνο δεν υμνεί την βασιλεία, αλλά αντιθέτως έχει έντονο αντιμοναρχικό χαρακτήρα μιας και ο κεντρικός του ήρωας είναι ο Θεόδωρος Γρίβας ο οποίος αγωνίστηκε με πάθος ενάντια στον Όθωνα και για την εκθρόνιση του.

Φύση ανυπότακτη και ασυγκράτητη ο Γρίβας, έμπλεξε σε πολιτικές διαμάχες και η δράση του, που χαρακτηρίζεται από την υπερβολή και το φανατισμό, συνδέεται και με κάποιες ωμότητες, όχι και λίγες.

Το 1836 πολέμησε και συνέτριψε ένα Στρατιωτικό κίνημα στη Δυτ. Ελλάδα, που είχαν κάνει οι αδικημένοι απ’ το Βαυαρικό καθεστώς, Οπλαρχηγοί της Ακαρνανίας κυρίως, αλλά και της Αιτωλίας, όπως οι: Δήμο Τσέλιος, Γ. Μαλάμος, Ν. Ζέρβας, Ν. Στράτος, Ν. Δραγαμεστινός, Γ. Μπαϊρακτάρης, Γ. Γιολτάσης, Ν. Βασιλάκης, Φ. Κουσουρής, Δ. Παλιογιάννης, Γ. Φραγκογιάννης, Κ. Στουρνάρης, Γ. Κραβαρίτης κ.λ.π. οπλαρχηγοί.

Από τότε και στο εξής, επειδή κατηγορήθηκε σφόδρα, έπνεε μένεα κατά του Όθωνος.
Στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, υπέρ του Συνταγματικού Πολιτεύματος, ο Γρίβας έλαβε μέρος εναντίον του Όθωνος.

Το 1854 και, παρά τις αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης οργάνωσε μόνος του την αποτυχημένη Επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (εκστρατεία στο Κουτσελιό Ιωαννίνων).

Ο ατίθασος χαρακτήρας του Θεοδ. Γρίβα έχει αποτυπωθεί ανάγλυφα και μέσα στο τραγούδι.

Ο Όθων του παραγγέλνει να αφοπλιστεί (ποιος ξέρει τι είχε διαπράξει) και ο Γρίβας του απαντάει απαξιωτικά και περιφρόνητικά..

Το τραγούδι, έγινε απ’ τους Ξηρομερίτες οπαδούς και πιστούς του στην Ακαρνανία, εξυμνεί την υπερηφάνεια του Γρίβα και χορεύεται από τους Ξηρομερίτες-Ακαρνάνες και γι’ αυτό μιλούν με έσχατη περιφρόνηση για το βασιλιά. Το τραγούδι έχει ως ακουλούθως:

 Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς
Όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς.

– Σαν τι με θέλει ου κιαρατάς
oύλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς.
Ωρ’ αν με θέλει για κακό
να ζώσω τα, τ΄ άρματα κι γω.
Ωρ’ αν με θέλει για καλό
ν΄ αλλάξω και, και να στολιστώ.

– Μωρέ σε θελ’ να δώκεις τ’ άρματα
να προσκυνήσεις το βασιλιά.

– Γρίβας δε δίνει τ’ άρματα
δεν προσκυνάει τον ΚΙΑΡΑΤΑ.

Έχουν διαμορφωθεί μάλιστα και παραλλαγές που φθάνουν σε απίστευτο σημείο ακρότητας και, καθώς ο μελωδικός ρυθμός είναι αρρενωπός και έντονος, σε βαθμό που συνεχώς ερεθίζει τον χορευτή και τον «προκαλεί» να προχωρήσει σε δυναμικό τσάμικο χορό, μερικές φορές, στα τοπικά και όχι μόνο γλέντια, δημιουργούνταν φοβερές παρεξηγήσεις, με αποτέλεσμα, οι οργανοπαίχτες να αποφεύγουν τότε, αλλά και ακόμη και σήμερα, να το εκτελούν και να τραγουδούν, αυτό το τραγούδι.

Αυτή είναι η ιστορική-επιστημονική αλήθεια, σχετικά με τούτο το τραγούδι, το οποίο δυστυχώς, έχει πολιτικοποιηθεί -από άγνοια- έντονα και χαρακτηρίζεται -λανθασμένα- ως φιλοβασιλικό και μοναρχικό άσμα.

Το τραγούδι του Θ. Γρίβα, με τον έντονο αντιμοναρχικό χαρακτήρα των στίχων του, κάθε άλλο παρά, στρέφεται εναντίον της Δημοκρατίας.

Το τραγούδι αυτό στο πέρασμα του χρόνου, έχει δυστυχώς αλλάξει μορφή, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ως τραγούδι κυρίως φιλοβασιλικών κύκλων του παρόντος με την εξής παραλλαγή στον στίχο:

«Σαν τι με θέλει ο βασιλιάς; όλος ο κόσμος ο ντουνιάς;
Γρίβα σε θέλει για καλό, για να σε κάνει στρατηγό». [vlahofonoi.blogspot.gr]


ΤΕΛΟΣ








Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!