AMPHIKTYONBOOKS

TRANSLATION IN MANY LANGUAGES

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
Αρχαίο Κείμενο και Μετάφραση
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1910
&ιάρθρωση
Πρόλογος 1-253
Πάροδος 254-349
Πορεία προς τον Αγώνα 350-386
Ιαμβική Σκηνή 387-466
Αγώνας με (608-613) Ιαμβική Σφραγίδα 467-613
Παράβαση 614-705
Ιαμβική Σκηνή 706-780
Λυρικός &ιάλογος 781-828
&ύο Ιαμβικές Σκηνές με (954-979)
αναπαιστικό ξέσπασμα της πρώτης
829-1013
&ιάλογος των &ύο Χορών 1014-1042
Μέλος (Στάσιμο) 1043-1071
&ύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική
εισαγωγή η κάθε μία
1072-1188
Μέλος (αντίστοιχο του 1043-71) 1189-1215
Ιαμβική σκηνή 1216-1241
Έξοδος 1242-1320
Με τη μετάφραση αυτή του Πολύβιου &ημητρακόπουλου (Pol Arcas) ανέβηκε η
Λυσιστράτη το 1905 στο &ημοτικό Θέατρο Αθηνών. Η μετάφραση κυκλοφόρησε από τις
εκδόσεις Φέξη το 1910.
Εκτός από τις περιγραφές των σκηνικών έχουν διατηρηθεί και οι περιγραφές της κίνησης
των ηθοποιών για να μεταφερθεί καλύτερα το θεατρικό κλίμα. Ο &ημητρακόπουλος
χρησιμοποίησε διαφορετικό αρχαίο κείμενο για τη μετάφραση από αυτό που είναι
αποδεκτό σήμερα με αποτέλεσμα να φαίνονται ορισμένες αναντιστοιχίες ιδιαίτερα στο
ποιό πρόσωπο λέει ορισμένους στίχους. &εν έκανα καμμία προσπάθεια να συντονίσω
κείμενο και μετάφραση για να φανεί ακριβώς η σχετικότητα που υπάρχει σε κάθε
ερμηνεία. Έχω διατηρήσει ακόμα τις σημειώσεις του &ημητρακόπουλου ενώ η
διάρθρωση του έργου είναι από τις Κωμωδίες του Αριστοφάνη σε μετάφραση
Θρασύβουλου Στάυρου (Βιβλιοπωλείο της “ΕΣΤΙΑΣ”, 7η έκδοση 1996).
ΠΡΟΣNΠΑ1
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αθηναία
ΜΥΡΡΙΝΗ Αθηναία
ΛΑΜΠΙΤN γυνή Λακεδαιμονία
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΝΕΣ (Α', Β', Γ', κλπ.)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚNΝ
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤNΝ
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
ΚΙΝΗΣΙΑΣ σύζυγος της Μυρρίνης
ΠΑΙΣ της Μυρρίνης
ΚΗΡΥΞ ΛΑΚΕ&ΑΙΜΟΝΙNΝ
ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΛΑΚΕ&ΑΙΜΟΝΙNΝ
ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙNΝ
1 Ή παρούσα μετάφρασις εδιδάχθη το πρώτον από σκηνής, υπό θιάσου καταρτισθέντος επί τούτω, εν τω
&ημοτικώ θεάτρω Αθηνών κατά Ιανουάριον 1905. Απαγορεύεται δε η εν τω μέλλοντι παράστασις αυτής
υπό θιάσων άνευ της αδείας του μεταφραστού, συμφώνως με τον Νόμον .ΓΥΠΓ' (αριθ. 3483) του έτους
1909.
Πρόλογος | Πάροδος | Πορεία προς τον Αγώνα | Ιαμβική Σκηνή | Αγώνας με Ιαμβική Σφραγίδα |
Παράβαση | Ιαμβική Σκηνή | Λυρικός &ιάλογος | &ύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστικό ξέσπασμα της
πρώτης | &ιάλογος των &ύο Χορών | Μέλος (Στάσιμο) | &ύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική εισαγωγή η
κάθε μία | Μέλος | Ιαμβική σκηνή | Έξοδος
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
Πρόλογος
(1-253)
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
(Η σκηνή παριστά οδόν, εφ' ης βλέπει η οικία της
Λυσιστράτης. - Άποψις της Ακροπόλεως. - Η
Λυσιστράτη ίσταται παρά την θύραν της οικίας
της.)
Λυσιστράτη Λυσιστράτη
ἀλλ᾽ εἴ τις ἐς Βακχεῖον αὐτὰς
ἐκάλεσεν,
ἢ ᾽ς Πανὸς ἢ ᾽πὶ Κωλιάδ᾽ ἢ ᾽ς
Γενετυλλίδος,
οὐδ᾽ ἂν διελθεῖν ἦν ἂν ὑπὸ τῶν
τυμπάνων.
νῦν δ᾽ οὐδεμία πάρεστιν
ἐνταυθοῖ γυνή·
Μ' αν της έκάλεσε κανείς [κι' από τα
σπίτια φύγανε]
και ή στου Βάκχου το ναό, ή στου
Πανός επήγανε,
ή στη Γεννετυλίδα μας, ή και
στην Κωλιάδα,—
απ' τα πολλά τα τύμπανα πού θάνε στην
αράδα,
δεν θα μπορούσε βέβαια γυναίκα να
περάση.
5
πλὴν ἥ γ᾽ ἐμὴ κωμῆτις ἥδ᾽
ἐξέρχεται.
χαῖρ᾽ ὦ Καλονίκη.
Κι' όμως καμμιά δεν φάνηκε στο σπίτι μου
να φθάση-
έξω από τη γειτόνισσα πού έρχεται
τρεχάτη.
—Την Καλονίκη χαιρετώ.
Καλονίκη Καλονίκη
Καλ
καὶ σύ γ᾽ ὦ Λυσιστράτη.
τί συντετάραξαι; μὴ
σκυθρώπαζ᾽ ὦ τέκνον.
οὐ γὰρ πρέπει σοι τοξοποιεῖν
τὰς ὀφρῦς.
Κ' εγώ τη Λυσιττράτη.
(&ίδουν τάς χείρας)
Το μάτι μου σε ταραχή και σκυθρωπή σε
βλέπει—
να γίνωνται τα φρύδια σου σαν τόξα, δεν
σου πρέπει,
παιδί μου.
Λυσ
ἀλλ᾽ ὦ Καλονίκη κάομαι τὴν
καρδίαν,
καὶ πόλλ᾽ ὑπὲρ ἡμῶν τῶν
γυναικῶν
Καλονίκη μου, μέσ' στην καρδιά μου καίει
για της γυναίκες μια φωτιά, πού κάθε
άνδρας λέει
10
ἄχθομαι,
ὁτιὴ παρὰ μὲν τοῖς ἀνδράσιν
νενομίσμεθα
εἶναι πανοῦργοι--
πώς είμαστ' όλες πονηρές— και τούτο με
λυπεί.
Καλ καὶ γάρ ἐσμεν νὴ &ία. Μα το θεό! δεν είμαστε ;
Λυσ
εἰρημένον δ᾽ αὐταῖς ἀπαντᾶν
ἐνθάδε
βουλευσομέναισιν οὐ περὶ
φαύλου πράγματος,
Μα είχαμε ειπή
εδώ να μαζευθούμε,
και όλες για υπόθεσι σπουδαία να
σκεφθούμε
15 εὕδουσι κοὐχ ἥκουσιν.
μα να τες που δεν έρχονται—το ρίξαν στο
κοιμήσι.
Καλ
ἀλλ᾽ ὦ φιλτάτη
ἥξουσι· χαλεπή τοι γυναικῶν
ἔξοδος.
ἡ μὲν γὰρ ἡμῶν περὶ τὸν ἄνδρ᾽
ἐκύπτασεν,
ἡ δ᾽ οἰκέτην ἤγειρεν, ἡ δὲ
Θα ρθούν. &εν είνε εύκολο πολύ νά
ξεκινήση
γυναίκ' από το σπίτι της— η μία θα
φροντίση
και για το νοικοκύρη της— εκείνη θα
ξυπνίση
το δούλο της— ή το μωρό η άλλη θα
κοιμίση—
παιδίον
κατέκλινεν, ἡ δ᾽ ἔλουσεν, ἡ δ᾽
ἐψώμισεν.
κι' αυτή θα λούση το παιδί, κι' αυτή θα το
ταίση.
20 Λυσ
ἀλλ᾽ ἕτερά τἄρ᾽ ἦν τῶνδε
προὐργιαίτερα
αὐταῖς.
Εδώ υπάρχει κάτι
πειό σπουδαιότερ' απ' αυτά.
Καλ
τί δ᾽ ἐστὶν ὦ φίλη Λυσιστράτη,
ἐφ᾽ ὅ τι ποθ᾽ ἡμᾶς τὰς γυναῖκας
συγκαλεῖς;
τί τὸ πρᾶγμα; πηλίκον τι;
Τί τρέχει, Λυσιστράτη;
που της γυναίκες κάλεσες να ρθούνε
δίχως άλλο;
Ποιό πράγμα είνε, φίλη μου, και πόσο;
Λυσ μέγα. Ά, μεγάλο.
Καλ μῶν καὶ παχύ; Μπα! μήπως είνε και χονδρόν;
Λυσ καὶ νὴ &ία παχύ. Μα το θεό, χονδρόν.
Καλ κᾆτα πῶς οὐχ ἥκομεν; Καί τότε πώς δεν ήλθαμε;
25 Λυσ
οὐχ οὗτος ὁ τρόπος· ταχὺ γὰρ
ἂν ξυνήλθομεν.
ἀλλ᾽ ἔστιν ὑπ᾽ ἐμοῦ πρᾶγμ᾽
ἀνεζητημένον
πολλαῖσί τ᾽ ἀγρυπνίαισιν
ἐρριπτασμένον.
&εν είνε [των ανδρών]
αυτό πού ξέρεις— τότε πειά θα φθάναμε
τρεχάλα—
μα είνε πράματ' άλλα,
πού τα εξέτασα καλά μονάχη 'μπρός και
πίσω,
κι' αγρύπνησα πολλές νυχτιές, για να τα
συζητήσω.
Καλ
ἦ πού τι λεπτόν ἐστι
τοὐρριπτασμένον.
Άμ' τότε θάνε πράματα πολύ λεπτά
επίσης,
για να μπόρεσης εύκολα να τα
στριφογυρίσης.
Λυσ
οὕτω γε λεπτὸν ὥσθ᾽ ὅλης τῆς
Ἑλλάδος
Τόσο λεπτά, πού η Ελλάς μπορεί ['ς αυτόν
το χρόνο,]
30
ἐν ταῖς γυναιξίν ἐστιν ἡ
σωτηρία.
τη σωτηρία της να βρή με της γυναίκες
μόνο.
Καλ
ἐν ταῖς γυναιξίν; ἐπ᾽ ὀλίγου γ᾽
ὠχεῖτ᾽ ἄρα.
Με της γυναίκες!; ['Ελα δα! θάταν μεγάλο
θάμα,]
να στέκ' ή σωτηρία της σε τόσο λίγο
πράμα.
Λυσ
ὡς ἔστ᾽ ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ
πράγματα,
ἢ μηκέτ᾽ εἶναι μήτε
Πελοποννησίους--
Για το καλό της πόλεως ό,τι θα ειπώ, αν
γίνη,
από Πελοποννήσιο ρουθούνι δεν θα μείνη,
Καλ
βέλτιστα τοίνυν μηκέτ᾽ εἶναι νὴ
&ία.
Μα το θεό, καλήτερα να λείψουνε κι'
αυτοί.
35 Λυσ
Βοιωτίους τε πάντας
ἐξολωλέναι.
Καί τότε θα καταστραφούν και όλ' οι
Βοιωτοί,
Καλ μὴ δῆτα πάντας γ᾽, ἀλλ᾽ ἄφελε Αλλά να μη καταστραφούν και όλοι στην
τὰς ἐγχέλεις. εντέλεια—
[της Κωπαίδος μοναχά] εξαίρεσε τα χέλια.
Λυσ
περὶ τῶν Ἀθηνῶν δ᾽ οὐκ
ἐπιγλωττήσομαι
τοιοῦτον οὐδέν· ἀλλ᾽
ὑπονόησον σύ μοι.
ἢν δὲ ξυνέλθωσ᾽ αἱ γυναῖκες
ἐνθάδε
Για την Αθήνα δε ποτέ στο νου μου δεν
θα βάλω
τέτοιο κακό μεγάλο.
[μα τούτο δεν σημαίνει,]
μπορείς να νοιώσης μόνη σου πως πάει κι
αυτή χαμένη.
Άν όμως μαζευθούν εδώ στο [σπίτι μου
πλησίον]
40
αἵ τ᾽ ἐκ Βοιωτῶν αἵ τε
Πελοποννησίων
ἡμεῖς τε, κοινῇ σώσομεν τὴν
Ἑλλάδα.
τα θηλυκά των Βοιωτών και
Πελοποννησίων,
και όλες σύμφωνες ημείς τα χεριά μας αν
δώσουμε,
έ τότε την Ελλάδα μας αφεύκτως θα την
σώσουμε.
Καλ
τί δ᾽ ἂν γυναῖκες φρόνιμον
ἐργασαίατο
ἢ λαμπρόν, αἳ καθήμεθ᾽
ἐξηνθισμέναι,
κροκωτοφοροῦσαι καὶ
κεκαλλωπισμέναι
Μα η γυναίκες πώς μπορούν κάτι καλόν
να κάνουνε,
και κάποια φρόνιμη δουλειά, πού κάθονται
και βάνουνε
στο σπίτι τους φτιασίδια,
και κίτρινα φορέματα, και χίλια δυο
στολίδια,
45
καὶ Κιμμερίκ᾽ ὀρθοστάδια καὶ
περιβαρίδας;
πού βάνουν και κυμβερικά φουστάνια
[δίχως ζώνη]
και παντουφλάκια ελαφρά;
Λυσ
ταῦτ᾽ αὐτὰ γάρ τοι κἄσθ᾽ ἃ
σώσειν προσδοκῶ,
τὰ κροκωτίδια καὶ τὰ μύρα χαἰ
περιβαρίδες
χἤγχουσα καὶ τὰ διαφανῆ
χιτώνια.
Αυτά θα γίνουν μόνη
αιτία, πού θα βρή 'ς ημάς η πόλις τον
σωτήρα—
τα κίτρινα φορέματα, οι στολισμοί, τα
μύρα,
τα διάφανα ποκάμισα, κι' αυτό το
παντουφλάκι—
Καλ τίνα δὴ τρόπον ποθ᾽; Καί με ποιόν τρόπο;
Λυσ ὥστε τῶν νῦν μηδένα
Πού θα ιδής και μόνη, σε λιγάκι.
να μη βρεθή αρσενικός, που δόρυ να
σήκωση,
50
ἀνδρῶν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἄρεσθαι
δόρυ--
και άλλον να σκοτώση.
Καλ
κροκωτὸν ἄρα νὴ τὼ θεὼ ᾽γὼ
βάψομαι.
Άν ή γυναίκα, όπως λες, το θαύμ' αυτό θα
κάνη,
μα της θεές, βάφω κ' εγώ το κίτρινο
φουστάνι.
Λυσ μηδ᾽ ἀσπίδα λαβεῖν--
Ούτε ασπίδα πειά κανείς να πιάση θα
μπόρεση—
Καλ Κιμμερικὸν ἐνδύσομαι.
Θα βάλω και κυμβερικό φουστάνι [δίχως
μέση]—
Λυσ μηδὲ ξιφίδιον. Και ούτε μαχαιράκι—
Καλ κτήσομαι περιβαρίδας. Θα βάλω παντουφλάκι.
Λυσ
ἆρ᾽ οὐ παρεῖναι τὰς γυναῖκας
δῆτ᾽ ἐχρῆν;
&εν έπρεπε λοιπόν αυτές να ήν' εδώ
παρούσες ;
55 Καλ
οὐ γὰρ μὰ &ί᾽ ἀλλὰ πετομένας
ἥκειν πάλαι.
Τί λες ! πού έπρεπε φτερά να κάνουν η
βρωμούσες !
Λυσ
ἀλλ᾽ ὦ μέλ᾽ ὄψει τοι σφόδρ᾽
αὐτὰς Ἀττικάς,
ἅπαντα δρώσας τοῦ δέοντος
ὕστερον.
ἀλλ᾽ οὐδὲ Παράλων οὐδεμία
γυνὴ πάρα,
οὐδ᾽ ἐκ Σαλαμῖνος.
Μα Αθηναίες είν' κι' αυτές, όπως καθένας
βλέπει,
πού πάντα φτιάνουν κάθε τι την ώρα που
δεν πρέπει,
Καί δεν εφάνηκε καμμιά [να φθάση στην
Αθήνα,] ούτ' από της θαλασσινές, ούτ' απ'
τη Σαλαμίνα
Καλ ἀλλ᾽ ἐκεῖναί γ᾽ οἶδ᾽ ὅτι
Μα ξέρω πώς πρωί-πρωί στα τρεχαντήρια
μπήκανε
60
ἐπὶ τῶν κελήτων διαβεβήκασ᾽
ὄρθριαι.
και στη στεριά διαβήκανε.
Λυσ
οὐδ᾽ ἃς προσεδόκων
κἀλογιζόμην ἐγὼ
πρώτας παρέσεσθαι δεῦρο τὰς
Ἀχαρνέων
γυναῖκας, οὐχ ἥκουσιν.
Καί όμως ελογάριαζα πως πειό μπροστά
θα φθάσουν
των Αχαρνών τα θηλυκά——μα νά, θα μας
το σκάσουν.
Καλ
ἡ γοῦν Θεογένους
ὡς δεῦρ᾽ ἰοῦσα θοὐκάταιον
ἤρετο.
Άλλα η Θεαγέναινα, για νάρθη εδώ
τρεχάτη,
πήγε και συμβουλεύθηκε τη νύχτα την
Εκάτη.
Μα να που φθάνουν μερικές ...
65
ἀτὰρ αἵδε καὶ δή σοι
προσέρχονταί τινες.
Λυσ αἱδί θ᾽ ἕτεραι χωροῦσί τινες. να κι' άλλες που κινάνε.
Καλονίκη
ἰοὺ ἰού,
πόθεν εἰσίν;
Ου, ου ! κι αυτές ποιες νάνε;
Λυσιστράτη
Λυσ Ἀναγυρουντόθεν.
Ά, είν' άπ'τον Ανάγυρο [όλα αυτά τα
πλήθη.]
Καλ
νὴ τὸν &ία·
ὁ γοῦν ἀνάγυρός μοι
κεκινῆσθαι δοκεῖ.
Θαρρώ πώς ο ανάγυρος στ' αλήθεια
εκινήθη.
(Εισέρχεται η Μυρρίνη, Λαμπιτώ και πολλαί
γυναίκες)
Μυρρίνη Μυρρίνη
μῶν ὕστεραι πάρεσμεν ὦ Μήπως [και στο συνέδριο, πού θέλησες να
Λυσιστράτη;
τί φῄς; τί σιγᾷς; 70
γίνη,]
η τελευταίες φθάσαμε; Για δεν μιλάς;
Λυσ
οὔ σ᾽ ἐπαινῶ Μυρρίνη
ἥκουσαν ἄρτι περὶ τοιούτου
πράγματος.
Μυρρίνη,
βέβαια το εγκώμιο δεν θα σου πλέξω
τώρα,
πού για σπουδαία πρόκειται και μούρθες
τέτοιαν ώρα.
Μυρ
μόλις γὰρ ηὗρον ἐν σκότῳ τὸ
ζώνιον.
ἀλλ᾽ εἴ τι πάνυ δεῖ, ταῖς
παρούσαισιν λέγε.
Εγύρευα τη ζώνη μου
μέσ' στο σκοτάδι μόνη μου.
Μ' αν ήνε τόσο σοβαρό, πού λες, το
πράμα εκείνο,
πες το 'ς εμάς πού ήλθαμε.
Λυσ
μὰ &ί᾽ ἀλλ᾽ ἐπαναμείνωμεν
ὀλίγου γ᾽ οὕνεκα
Αλλά θα περιμείνω
75
τάς τ᾽ ἐκ Βοιωτῶν τάς τε
Πελοποννησίων
και της γυναίκες, πού θα ρθούν για την
αυτήν αιτία,
γυναῖκας ἐλθεῖν. από την Πελοπόννησο κι' από τη Βοιωτία.
Μυρ
πολὺ σὺ κάλλιον λέγεις.
ἡδὶ δὲ καὶ δὴ Λαμπιτὼ
προσέρχεται.
Ά, μάλιστα—όσο γι' αυτό . . .
Να πούρχεται κ' ή Λαμπιτώ.
(Εισέρχεται η Λαμπιτώ)
Λυσ
ὦ φιλτάτη Λάκαινα χαῖρε
Λαμπιτοῖ.
οἷον τὸ κάλλος γλυκυτάτη σου
φαίνεται.
Καλώς τη Σπαρτιάτισσα τη Λαμπιτώ! τί
χρώμα!
πώχεις, γλυκειά μου! τί γερό και σιδερένιο
σώμα!
80
ὡς δ᾽ εὐχροεῖς, ὡς δὲ σφριγᾷ
τὸ σῶμά σου.
κἂν ταῦρον ἄγχοις.
τί ωμορφιά! πού φαίνεται [και λάμπει εδώ
και πέρα!]
Καί ταύρο θα μπορούσες συ να πνίξης
καμμιά μέρα!
Λαμπιτῶ Λαμπιτώ
μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ·
γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ
πυγὰν ἅλλομαι.
Μα τους θεούς, είνε γερό αυτό το σώμα
όλο μου.
γυμνάζομαι ως που χτυπούν' κ' η φτέρνες
μου στον κώλό μου.
Καλονίκη Λυσιστράτη (ψηλαφούσα τα στήθη της
Λαμπιτούς)
ὡς δὴ καλὸν τὸ χρῆμα τιτθίων
ἔχεις.
[Στάσου λιγάκι, στάσου . . . .]
Καί τί ωραία πούν' αυτά, φιλτάτη, τα
βυζιά σου.
Λαμ
περ ἱερεῖόν τοί μ᾽
ὑποψαλάσσετε.
Σας βλέπω πού ξαμώνετε τα χέρια να με
ψάξετε,
λες κ' είμαι κάποιο σφάγιο [και ήρθα να με
σφάξετε,]
85 Λυσ
ἡδὶ δὲ ποδαπή ᾽σθ᾽ ἡ νεᾶνις
ἡτέρα;
Καί η κοπέλλα από δω ποιά είνε ;
Λαμ πρέσβειρά τοι ναὶ τὼ σιὼ Μα τον &ία,
Βοιωτία
ἵκει ποθ᾽ ὑμέ.
είνε κι' αυτή αρχόντισσα από τη Βοιωτία—
πού έρχεται για λόγου σας.
Μυρρίνη Λυσιστράτη
νὴ μὰ &ία Βοιωτία,
καλόν γ᾽ ἔχουσα τὸ πεδίον.
Λοιπόν είμαι βεβαία,
ότι χωράφι εκλεκτό θάχης και συ, Θηβαία.
Καλ
καὶ νὴ &ία
κομψότατα τὴν βληχώ γε
παρατετιλμένη.
(θωπεύουσα την Θηβαίαν)
Εγώ νομίζω μάλιστα πώς τούτο το
καϋμένο,
θα τό 'χη το χωράφι του και
καλλιεργημένο.
90 Λυσ τίς δ᾽ ἡτέρα παῖς; Καί το κορίτσι από δω ποιο είνε ;
Λαμ
χαΐα ναὶ τὼ σιώ,
Κορινθία δ᾽ αὖ.
Μα τον &ία
είνε μια κόρη ώμορφη από την Κορινθία.
Καλονίκη Λυσιστράτη
χαΐα νὴ τὸν &ία
δήλη ᾽στὶν οὖσα ταυταγὶ
τἀντευθενί.
Σαν είν' από την Κόρινθο, θάνε πολύ
καλή,
και μάλιστα μου φαίνεται και λίγο
παρδαλή.
Λαμ
τίς δ᾽ αὖ ξυναλίαξε τόνδε τὸν
στόλον
τὸν τᾶν γυναικῶν;
Ποιος έκαμε να 'ρθή εδώ ν' αράξη τούτος
όλος
των γυναικών ο στόλος ;
Λυσ ἥδ᾽ ἐγώ. Εγώ.
Λαμ μύσιδδέ τοι Για μίλησε λοιπόν με λόγια μετρημένα,
95 ὅ τι λῇς ποθ᾽ ἁμέ. τί θέλεις από μένα ;
Καλονίκη Μυρρίνη
νὴ &ί᾽ ὦ φίλη γύναι,
λέγε δῆτα τὸ σπουδαῖον ὅ τι
τοῦτ᾽ ἐστί σοι.
Πες μας λοιπόν, καϋμένη !
Λυσιστράτη Καλονίκη
λέγοιμ᾽ ἂν ἤδη. πρὶν λέγειν
<δ᾽, ὑμᾶς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν. Ναί, λέγε μας, τί τάχατε σπουδαίο σου συμβαίνει; Λυσιστράτη Αμέσως τώρα θα το πω— μα θα ρωτήσω πρώτα, και θ'απαντήσετε και σείς. Καλονίκη Μυρρίνη ὅ τι βούλει γε σύ. Ό,τι κι' αν θέλης ρώτα. Λυσ τοὺς πατέρας οὐ ποθεῖτε τοὺς τῶν παιδίων Σείς δεν επιθυμήσατε, μονάχες νύχτα- μέρα, να έχετε των τέκνων σας κοντά σας τον πατέρα, 100 ἐπὶ στρατιᾶς ἀπόντας; εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι πού λείπει για τον πόλεμο; γιατί καλά το ξέρω— πάσαισιν ὑμῖν ἐστιν ἀποδημῶν πώς έφυγαν οι άνδρες σας. ἀνήρ. Καλ ὁ γοῦν ἐμὸς ἀνὴρ πέντε μῆνας ὦ τάλαν ἄπεστιν ἐπὶ Θρᾴκης φυλάττων Εὐκράτη. Ά! το δικό μου γέρο στη Θράκη μου τον στείλανε, καϋμένη, να φυλάττη τον στρατηγόν Ευκράτη! Μυρρίνη Γυνή Α'. ὁ δ᾽ ἐμός γε τελέους ἑπτὰ μῆνας ἐν Πύλῳ. Καί το δικό μου φίλο μήνες εφτά σωστούς-σωστούς τον έχουνε στην Πύλο. 105 Λαμ ὁ δ᾽ ἐμός γα καἴ κ᾽ ἐκ τᾶς ταγᾶς ἔλσῃ ποκά, Καί ο δικός μου βιαστικός καμμιά φορά αν έβγη πορπακισάμενος φροῦδος ἀμπτάμενος ἔβα. από της τάξεις, μου ρχεται και δός του ξαναφεύγει. Λυσ ἀλλ᾽ οὐδὲ μοιχοῦ καταλέλειπται φεψάλυξ. Καλέ τί λες; από γαμιά δεν έχει μείνη σπίθα μιά. ἐξ οὗ γὰρ ἡμᾶς προὔδοσαν Μιλήσιοι, οὐκ εἶδον οὐδ᾽ ὄλισβον ὀκτωδάκτυλον, Αφ' ότου οι Μιλήσιοι μας έχουνε προδώση, κ' εκόψαμε τη σχέσι τους, δεν είδα ούτε τόση 110 ὃς ἦν ἂν ἡμῖν σκυτίνη ᾽πικουρία. ἐθέλοιτ᾽ ἂν οὖν, εἰ μηχανὴν εὕροιμ᾽ ἐγώ, μετ᾽ ἐμοῦ καταλῦσαι τὸν πόλεμον; μια οχταδάκτυλη ψωλή από πετσί φτιασμένη, για πέτσινη παρηγοριά τουλάχιστο να μένη. Θέλετε σείς λοιπόν μ' εμέ, αν τύχη κ' εύρω τρόπο, να παύσουμε τον πόλεμο [που ρήμαξε τον τόπο;] Καλονίκη Μυρρίνη νὴ τὼ θεώ· ἔγωγ᾽ ἂν <οὖν κἂν εἴ με χρείη τοὔγκυκλον τουτὶ καταθεῖσαν ἐκπιεῖν αὐθημερόν. Μα. της θεές, αν ήτανε ανάγκη να πουλήσω και το πανωφοράκι μου, κι' αυτό θα το θελήσω— και θα το πιω αυθημερόν. Μυρρίνη Καλονίκη 115 ἐγὼ δέ γ᾽ ἂν κἂν ὡσπερεὶ ψῆτταν δοκῶ δοῦναι ἂν ἐμαυτῆς παρατεμοῦσα θἤμισυ. Κ' εγώ τί να σας πω; και αν μου ήταν δυνατόν σα σφήκα να κοπώ στα δυό, τώνα κομμάτι μου θα το παραχωρούσα. Λαμ ἐγὼ δὲ καί κα ποττὸ Ταΰγετόν γ᾽ ἄνω ἔλσοιμ᾽ ὅπᾳ μέλλοιμί γ᾽ εἰράναν ἰδεῖν. Στού Ταϋγέτου την κορφή ν' ανέβω θα μπορούσα κ' εγώ, αρκεί να ήξευρα μ' αυτό πώς η ειρήνη μπορούσε και να γίνη. Λυσ λέγοιμ᾽ ἄν· οὐ δεῖ γὰρ κεκρύφθαι τὸν λόγον. Να σας το κρύψω δεν μπορώ—κι' ακούστε τί θα φτιάσουμε. 120 ἡμῖν γὰρ ὦ γυναῖκες, εἴπερ μέλλομεν ἀναγκάσειν τοὺς ἄνδρας εἰρήνην ἄγειν, ἀφεκτέ᾽ ἐστὶ-- Άν θέλετε, γυναίκες μου, τούς άνδρες ν' αναγκάσουμε να κάμουν την ειρήνη, η κάθε μια στον άνδρα της να παύση να το δίνη. Καλ τοῦ; φράσον. Και πώς; για λέγε. Λυσ ποιήσετ᾽ οὖν; Έ λοιπόν τί λέτε; τους το φτιάνουμε ; Καλ ποιήσομεν, κἂν ἀποθανεῖν ἡμᾶς δέῃ. Κι' αν πρέπη να πεθάνουμε, να γίνη αυτό πού λες. Λυσ ἀφεκτέα τοίνυν ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους. Λοιπόν ν' αποκηρύξουμε της ανδρικές ψωλές. (Αι γυναίκες δεικνύουν δυσαρέσκειαν, άλλαι κλαίουν και άλλαι διατίθενται να φύγουν.) τί μοι μεταστρέφεσθε; ποῖ βαδίζετε; —Έ! σεις για πού το βάλατε;—Και σεις για που το στρίψατε ; 125 αὗται τί μοιμυᾶτε κἀνανεύετε; τί χρὼς τέτραπται; τί δάκρυον κατείβεται; ποιήσετ᾽ ἢ οὐ ποιήσετ᾽; ἢ τί μέλλετε; τί στραβομουτσουνιάσατε; τα μούτρα τί τα κρύψατε; Τί άλλαξε το χρώμα σας κι' αρχίσατε να κλαίτε; αρνείσθε; ή το κάνετε; τί σκέπτεσθε; δεν λέτε; Καλονίκη Μυρρίνη οὐκ ἂν ποιήσαιμ᾽, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω. Αρνούμαι—δεν με μέλει. Μυρρίνη 130 μὰ &ί᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ γάρ, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω. Α μπά, μπορεί ο πόλεμος να γίνετ' όσο θέλει. Λυσ ταυτὶ σὺ λέγεις ὦ ψῆττα; καὶ μὴν ἄρτι γε ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ. (τή Καλονίκη) Αυτά λοιπόν περίμενα, βρε σφήκα, να μας πής; &εν ήσουν συ πού έλεγες στα δύο να κοπής; Καλ ἄλλ᾽ ἄλλ᾽ ὅ τι βούλει· κἄν με χρῇ διὰ τοῦ πυρὸς ἐθέλω βαδίζειν· τοῦτο μᾶλλον τοῦ πέους. Άλλαξε λόγια, άλλαξε! και στη φωτιάν απάνω να περπατήσω αν αγαπάς,—για χάρι σου το κάνω— 135 οὐδὲν γὰρ οἷον ὦ φίλη Λυσιστράτη. κι' αυτό, πού λες, το προτιμώ, παρά της πούτσας τον καϋμό, γιατί δεν ξεύρω σαν κι' αυτή τί άλλο θ' αποκτήσω. Λυσ τί δαὶ σύ; (τη Μυρρίνη) Και συ τι λές; Ἄλλη Μυρρίνη κἀγὼ βούλομαι διὰ τοῦ πυρός. Μα... τη φωτιά κ' εγώ θα προτιμήσω. Λυσ ὦ παγκατάπυγον θἠμέτερον ἅπαν γένος, οὐκ ἐτὸς ἀφ᾽ ἡμῶν εἰσιν αἱ τραγῳδίαι. οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη. Ώ γένος ξεκωλιάρικο! &ικαίως, μα τον &ία, λένε πώς βγαίνει από μας η κάθε τραγωδία. &εν ξέρουμ' άλλο τίποτα κ' εμείς [μικραί, μεγάλοι], 140 ἀλλ᾽ ὦ φίλη Λάκαινα, σὺ γὰρ ἐὰν γένῃ μόνη μετ᾽ ἐμοῦ, τὸ πρᾶγμ᾽ ἀνασωσαίμεσθ᾽ ἔτ᾽ <ἄν, ξυμψήφισαί μοι. παρά ξεροκουνήματα και δός του μπάσε- βγάλε! Μα κι' αν η Σπαρτιάτισσα στο κόμμα μου θα μείνη, μπορεί να κατορθώσουμε η δυό μας την ειρήνη. &ος μου λοιπόν την ψήφο σου. Λαμ χαλεπὰ μὲν ναὶ τὼ σιὼ γυναῖκάς ἐσθ᾽ ὑπνῶν ἄνευ ψωλᾶς μόνας. ὅμως γα μάν· δεῖ τᾶς γὰρ εἰράνας μάλ᾽ αὖ. Είνε κακό πολύ απ' της γυναίκας το πλευρό να λείπη κ' η ψωλή και μόνη να κοιμάται. Μα η ειρήνη μ' όλ' αυτά θαρρώ πως προτιμάται. 145 Λυσ ὦ φιλτάτη σὺ καὶ μόνη τούτων γυνή. Εύγε σου, φιλενάδα ! είσαι γυναίκα πειό σωστή απ' όλες [στήν Ελλάδα.] Καλ εἰ δ᾽ ὡς μάλιστ᾽ ἀπεχοίμεθ᾽ οὗ σὺ δὴ λέγεις, ὃ μὴ γένοιτο, μᾶλλον ἂν διὰ τουτογὶ γένοιτ᾽ ἂν εἰρήνη; Θαρρείς πώς αν απέχουμε κι' απ' τη δουλειάν εκείνη, για τούτο,—ό μη γένοιτο !—θα κάμουν την είρήνη ; Λυσ πολύ γε νὴ τὼ θεώ. εἰ γὰρ καθοίμεθ᾽ ἔνδον ἐντετριμμέναι, Μα της θεές, είν' αρκετό. Αν κάτσουμε κλεισμένες μέσα στα σπίτια μας ημείς, καλοφτιασιδωμένες, 150 κἀν τοῖς χιτωνίοισι τοῖς Ἀμοργίνοις γυμναὶ παρίοιμεν δέλτα παρατετιλμέναι, στύοιντο δ᾽ ἅνδρες κἀπιθυμοῖεν σπλεκοῦν, ἡμεῖς δὲ μὴ προσίοιμεν ἀλλ᾽ ἀπεχοίμεθα, σπονδὰς ποιήσαιντ᾽ ἂν ταχέως, εὖ οἶδ᾽ ὅτι. και στα ποκαμισάκια μας αυτά τ' αμοργινά,— αφήσουμε τα σώματα να φαίνωνται γυμνά και το κουρέψουμε κι' αυτό,—οι άνδρες θα λυσσάξουν απ' την επιθυμία τους να ρθουν να μας τη σάξουν— κι' όταν θα ιδούν η κάθε μια ότι γι' αυτούς δεν τώχει, τότε να ιδής τον πόλεμο τον παύουνε, ή όχι; 155 Λαμ ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πᾳ γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος. Το ίδιο κι' ο Μενέλαος, σαν είδε την Ελένη [στα στήθη γυμνωμένη] και είδε το βυζί της, επέταξε το ξίφος του [κ' εκόλλησε μαζύ της.] Καλ τί δ᾽ ἢν ἀφιῶσ᾽ ἅνδρες ἡμᾶς ὦ μέλε; [Για στάσου τώρα, βρε κουτή: κι' αν μας αφήσουνε κι' αυτοί; έ, τότε τί γινόμαστε; Λυσ τὸ τοῦ Φερεκράτους, κύνα δέρειν δεδαρμένην. { όπως λέει κι ο Φερεκράτης, θα γδέρνουμε γδαρμένη σκύλλα Καλ φλυαρία ταῦτ᾽ ἐστὶ τὰ μεμιμημένα. Αυτές οι απομιμήσεις είναι αηδία. 160 ἐὰν λαβόντες δ᾽ ἐς τὸ δωμάτιον βίᾳ ἕλκωσιν ἡμᾶς; Κι αν μας πιάσουν και μας τραβήξουν με βία στο δωμάτιο; Λυσ ἀντέχου σὺ τῶν θυρῶν. Να πιαστείς απ' την πόρτα. Καλ ἐὰν δὲ τύπτωσιν; Κι αν μας χτυπήσουν; Λυσ παρέχειν χρὴ κακὰ κακῶς. οὐ γὰρ ἔνι τούτοις ἡδονὴ τοῖς πρὸς βίαν. κἄλλως ὀδυνᾶν χρή· κἀμέλει ταχέως πάνυ Τότε θα τους κάτσουμε αλλά κακήν κακώς. &εν τους κάνει κέφι με το ζόρι. Και σ' όλα θα τους την σπάμε. Και να δεις στο τέλος θα κουραστούν. } 165 ἀπεροῦσιν. οὐ γὰρ οὐδέποτ᾽ εὐφρανθήσεται ἀνήρ, ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ. κι' αν η γυναίκα δεν δεχθή τα δόντια της να δείξη, ο άνδρας δεν ευφραίνεται. Καλ εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, χἠμῖν ξυνδοκεῖ. Έ τότε το δεχόμεθα, σαν εύκολο σας φαίνεται. Λαμ καὶ τὼς μὲν ἁμῶν ἄνδρας ἁμὲς πείσομες παντᾷ δικαίως ἄδολον εἰράναν ἄγειν· Όσο για μας, θα πείσουμε τους άνδρας μας να γίνη ειλικρινής ειρήνη— 170 τὸν τῶν Ἀσαναίων γα μὰν ῥυάχετον πᾷ κά τις ἀμπείσειεν αὖ μὴ πλαδδιῆν; αλλά αυτός ο παλαβός λαός των Αθηναίων, πώς θα πεισθή τον πόλεμο να μη γυρεύη πλέον; Λυσ ἡμεῖς ἀμέλει σοι τά γε παρ᾽ ἡμῖν πείσομεν. Για τούτο μη σε μέλη, κ' εμείς τον καταφέρνουμε να μη τον ξαναθέλη. Λαμ οὐχ ἇς πόδας κ᾽ ἔχωντι ταὶ τριήρεες, καὶ τὠργύριον τὤβυσσον ᾖ πὰρ Για την ειρήνη ο λαός δέν κάνει ούτε βήμα, ενόσω πλοία έχετε κι' αμέτρητο το χρήμα, τᾷ σιῷ. απάνω στην Ακρόπολι. 175 Λυσ ἀλλ᾽ ἔστι καὶ τοῦτ᾽ εὖ παρεσκευασμένον· καταληψόμεθα γὰρ τὴν ἀκρόπολιν τήμερον. ταῖς πρεσβυτάταις γὰρ προστέτακται τοῦτο δρᾶν, ἕως ἂν ἡμεῖς ταῦτα συντιθώμεθα, θύειν δοκούσαις καταλαβεῖν τὴν ἀκρόπολιν. Εφρόντιτα για τούτο— θα κυριεύσουμε κι' αυτή και όλον της τον πλούτο— θα πάν' εμπρός η πειό γρηές, κατά τη συμφωνία, και τάχα με την πρόφασι νά κάνουνε θυσία θα πιάσουν την Ακρόπολι, ώς που να μαζευθούμε κ' ημείς, και τι θά κάνουμε εδώ να συσκφθούμε. 180 Λαμ παντᾷ κ᾽ ἔχοι, καὶ τᾷδε γὰρ λέγεις καλῶς. Όλα καλά όσα μας λες. Λυσ τί δῆτα ταῦτ᾽ οὐχ ὡς τάχιστ᾽ ὦ Λαμπιτοῖ ξυνωμόσαμεν, ὅπως ἂν ἀρρήκτως ἔχῃ; Έ, Λαμπιτώ, και τώρα γιατί δέν ορκιζόμαστε, μα χάνουμε την ώρα, κ' έτσι τη συμφωνία μας ποτέ να μη χαλάσουμε; Λαμ πάρφαινε μὰν τὸν ὅρκον, ὡς ὀμιόμεθα. Πες μας λοιπόν του λόγου σου τον όρκο πού θα πιάσουμε. καλῶς λέγεις. ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ Σκύθαινα; ποῖ βλέπεις; Αλήθεια— πούν' η δούλα μου;—Έ, πού κυττάζεις; 185 θὲς ἐς τὸ πρόσθεν ὑπτίαν τὴν ἀσπίδα, καί μοι δότω τὰ τόμιά τις. Βάλε συ την ασπίδ' ανάποδα, και τα εντόσθια βγάλε. του θύματος, [να κάνουμε τον όρκο]. Καλ Λυσιστράτη τίν᾽ ὅρκον ὁρκώσεις ποθ᾽ ἡμᾶς; Λυσιστράτη, ποιόν όρκο τάχα θα μας πής να κάνουμε, φιλτάτη; ὅντινα; εἰς ἀσπίδ᾽, ὥσπερ φάσ᾽ ἐν Αἰσχύλῳ ποτέ, μηλοσφαγούσας. Ποιόν όρκο; Καί ο ποιητής Αισχύλος τώχει πή— απάνω στην ασπίδα μας το θύμα θα κοπή. Καλ μὴ σύ γ᾽ ὦ Λυσιστράτη Όχι, δεν είνε δυνατόν, όρκος για την ειρήνη 190 εἰς ἀσπίδ᾽ ὀμόσῃς μηδὲν εἰρήνης πέρι. σε μια ασπίδα δηλαδή πολεμική να γίνη. Λυσ τίς ἂν οὖν γένοιτ᾽ ἂν ὅρκος; Καί πώς θα ορκισθούμε; Καλ εἰ λευκόν ποθεν ἵππον λαβοῦσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα. Έν άλογο θα βρούμε άσπρο, και τα εντόσθια η δούλα να του βγάλη. Λυσ ποῖ λευκὸν ἵππον; Πού να το βρούμε τ' άλογο το άσπρο τώρα πάλι; Καλ ἀλλὰ πῶς ὀμούμεθα Καί πώς λοιπόν η κάθε μια τον όρκο της ἡμεῖς; θα κάνη; Λυσ ἐγώ σοι νὴ &ί᾽, ἢν βούλῃ, φράσω. Θα σου το πω. Να πάρουμε κατάμαυρη λεκάνη, 195 θεῖσαι μέλαιναν κύλικα μεγάλην ὑπτίαν, μηλοσφαγοῦσαι Θάσιον οἴνου σταμνίον ὀμόσωμεν ἐς τὴν κύλικα μὴ ᾽πιχεῖν ὕδωρ. ανάποδα τη βάζουμε κ' ένα σταμνί από κρασί της Θάσου θυσιάζουμε, κι' όρκο 'ς αυτό θα δώσουμε— [εμφαντικώς:] πώς δεν θα το νερώσουμε! . . . Λαμ φεῦ δᾶ τὸν ὅρκον ἄφατον ὡς ἐπαινίω. Nχ, ωχ! τον όρκο σου αυτόν κ' επαίνους να του ψάλουμε δεν είνε δυνατόν. Λυσ φερέτω κύλικά τις ἔνδοθεν καὶ σταμνίον. Λοιπόν ας τρέξη μέσα μια ένα σταμνί να φέρη και μια λεκάνη. (Εισέρχεται μία Γυνή και εξέρχεται φέρουσα λήκυθον και κύλικα.) Μυρρίνη Καλονίκη 200 ὦ φίλταται γυναῖκες, <ὁ κεραμεὼν ὅσος. Τί σταμνί, όπου δεν έχει ταίρι! (Λαμβάνει την λήκυθον) Καλονίκη ταύτην μὲν ἄν τις εὐθὺς ἡσθείη λαβών. Τί γλύκα πού θα αισθανθή αυτή πού θα την πιάση και, κλούκ. θα την αδειάση. Λυσ καταθεῖσα ταύτην προσλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου. Άφησε κάτω το σταμνί, και πιάσ' εδώ μπροστά μου! Η Καλονίκη θέτει την χείρα επί της Λυσιστράτης καταλλήλως Λυσιστράτη (επισήμως) δέσποινα Πειθοῖ καὶ κύλιξ φιλοτησία, τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν εὐμενής. —Πειθώ! Βασίλισσα μου! —και συ, ώ στάμνα του γλεντιού ! δέξου την ικεσία των γυναικών με εύνοια, και τούτη τη θυσία. (Χύνει εις την λεκάνην οίνον) 205 Καλ εὔχρων γε θαἶμα κἀποπυτίζει καλῶς. Τί αίμα κατακόκκινο! για ιδές πως λαμπυρίζει; Λαμ καὶ μὰν ποτόδδει γ᾽ ἁδὺ ναὶ τὸν Κάστορα. Αλήθεια, μα τον Κάστορα, και τί γλυκά μυρίζει! Μυρ ἐᾶτε πρώτην μ᾽ ὦ γυναῖκες ὀμνύναι. Αφήστε με, γυναίκες μου, πρώτη να μπω στη μέση να ορκισθώ! Καλ μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὔκ, ἐάν γε μὴ λάχῃς. Όχι ποτέ, ο κλήρος σου πρίν πέση. Λυσ λάζυσθε πᾶσαι τῆς κύλικος ὦ Έ, Λαμπιτώ! στη στάμνα μας απλώσετε το Λαμπιτοῖ· χέρι, 210 λεγέτω δ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν μί᾽ ἅπερ ἂν κἀγὼ λέγω· ὑμεῖς δ᾽ ἐπομεῖσθε ταὐτὰ κἀμπεδώσετε. κι' ας έβγη μια για όλες σας τον όρκο να προφέρη, όπως εγώ θα τον ειπώ—και σεις θά ορκισθήτε τον όρκο πού θα δώσουμε πώς δεν θα παραβήτε. (Υπαγορεύει τον όρκον) οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οὔτε μοιχὸς οὔτ᾽ ἀνήρ-- &εν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι' ο άνδρας μου έστω-- Καλ οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οὔτε μοιχὸς οὔτ᾽ ἀνήρ-- &εν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι' ο άνδρας μου έστω-- Λυσ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς. λέγε. πού καυλωμένος θα μου ρθεί μέσ' στο κρεββάτι— (η Καλονίκη διστάζει. Η Λυσιστράτη επιτακτικώς:) — Πες το! 215 Καλ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς. παπαῖ ὑπολύεταί μου τὰ γόνατ᾽ ὦ Λυσιστράτη. Πού καυλωμένος θα μου ρθή απάνω στο κρεββάτι. (μετά τρόμου) Μου κόπηκαν τα γόνατα, καϋμένη Λυσιστράτη! Λυσ οἴκοι δ᾽ ἀταυρώτη διάξω τὸν βίον-- Καί μέσ' στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια— Καλ οἴκοι δ᾽ ἀταυρώτη διάξω τὸν βίον-- Καί μέσ' στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια— Λυσ κροκωτοφοροῦσα καὶ κεκαλλωπισμένη,-- Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια — 220 Καλ κροκωτοφοροῦσα καὶ κεκαλλωπισμένη,-- Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια— Λυσ ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου· Πού να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου— Καλ ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου· Πού να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου— Λυσ κοὐδέποθ᾽ ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι. Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου — Καλ κοὐδέποθ᾽ ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι. Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου — 225 Λυσ ἐὰν δέ μ᾽ ἄκουσαν βιάζηται βίᾳ,-- Κι' αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη— Καλ ἐὰν δέ μ᾽ ἄκουσαν βιάζηται βίᾳ,-- Κι' αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη— Λυσ κακῶς παρέξω κοὐχὶ προσκινήσομαι. Όσο μπορώ χειρότερα θ' αφίνω να την κάνη. Καλ κακῶς παρέξω κοὐχὶ Όσο μπορώ χειρότερα θ' άφίνω να την προσκινήσομαι. κάνη. Λυσ οὐ πρὸς τὸν ὄροφον ἀνατενῶ τὼ Περσικά. Της Περσικές [παντούφλες μου μέρες, βδομάδες, μήνες,] προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες. 230 Καλ οὐ πρὸς τὸν ὄροφον ἀνατενῶ τὼ Περσικά. Της Περσικές [παντούφλες μου εκείνες,] προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες. Λυσ οὐ στήσομαι λέαιν᾽ ἐπὶ τυροκνήστιδος. Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς η λιονταρίνες πού είν' απάνω στου τυριού τους τρίφτες [σκαλισμένες.] Καλ οὐ στήσομαι λέαιν᾽ ἐπὶ τυροκνήστιδος. Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς η λιονταρίνες, πού είν' απάνω στου τυριού τους τρίφτες [σκαλισμένες.] Λυσ ταῦτ᾽ ἐμπεδοῦσα μὲν πίοιμ᾽ ἐντευθενί· Πίν' απ' το κρασί αυτό και τον όρκο τον κρατώ. (πίνει) Καλ ταῦτ᾽ ἐμπεδοῦσα μὲν πίοιμ᾽ ἐντευθενί· (παρατηρούσα την Λυσιστράτην πίνουσαν) Πίν' απ' το κρασί αυτό και τον όρκο τον κρατώ. 235 Λυσ εἰ δὲ παραβαίην, ὕδατος ἐμπλῇθ᾽ ἡ κύλιξ. Και στον όρκο όποια δεν μείνη το κρασί νερό να γίνη. Καλ εἰ δὲ παραβαίην, ὕδατος ἐμπλῇθ᾽ ἡ κύλιξ. Και στον όρκ' όποια δεν μείνη το κρασί νερό να γίνη. Λυσ συνεπόμνυθ᾽ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι; (προς τας λοιπάς) Ορκίζεσθε λοιπόν και σεις για όλα; Πᾶσαι Μυρρίνη νὴ &ία. Μα τον &ία! Λυσ φέρ᾽ ἐγὼ καθαγίσω τήνδε. Φέρε λοιπόν να πιω εγώ, ν' αρχίσω τη θυσία. (Λαμβάνει την λήκυθον και ετοιμάζεται να πίη) Καλ τὸ μέρος γ᾽ ὦ φίλη, ὅπως ἂν ὦμεν εὐθὺς ἀλλήλων φίλαι. Έ, έ, που πας, φιλτάτη μου; θέλω μερίδα ίση. ά, πρέπει η φιλία μας από δω δα ν' αρχίση. (Ακούεται θόρυβος μακρόθεν. Η Λυσιστράτη- αφίνει την λήκυθον, ενώ η Καλονίκη σπεύδει, την λαμβάνει και πίνει.) 240 Λαμ τίς ὡλολυγά; Καλέ, ακούσατε φωνές, γυναίκες μου, και θρήνο; Λυσ τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽ οὑγὼ ᾽λεγον· αἱ γὰρ γυναῖκες τὴν ἀκρόπολιν τῆς θεοῦ ἤδη κατειλήφασιν. ἀλλ᾽ ὦ (παρατηρούσα εκ του παραθύρου) Ησύχασ', είν' εκείνο — πού είχα πή προτήτερα η πειό γρηές εφθάσανε, και πήγαν στην Ακρόπολι και το ναό Λαμπιτοῖ σὺ μὲν βάδιζε καὶ τὰ παρ᾽ ὑμῶν εὖ τίθει, τασδὶ δ᾽ ὁμήρους κατάλιφ᾽ ἡμῖν ἐνθάδε· επιάσανε. —Συ, Λαμπιτώ, τράβα λοιπόν στη Σπάρτη να φροντίσης όσα εσυμφωνήσαμε να πραγματοποίησης, της άλλες δε Λακώνισσες ομήρους θα κρατήσουμε— 245 ἡμεῖς δὲ ταῖς ἄλλαισι ταῖσιν ἐν πόλει ξυνεμβάλωμεν εἰσιοῦσαι τοὺς μοχλούς. ημείς δε στην Ακρόπολι και της λοιπές θα κλείσουμε κ' εκεί θ' αμπαρωθούμε. Καλ οὔκουν ἐφ᾽ ἡμᾶς ξυμβοηθήσειν οἴει τοὺς ἄνδρας εὐθύς; Καλά—για να σου πούμε: Κι' οι άνδρες [απ' την πόλι] αν έλθουν εναντίον μας και εκστρατεύσουν όλοι; Λυσ ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει. οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ᾽ ἀπειλὰς οὔτε πῦρ Λίγο με μέλει πειά γι' αυτούς— φωτιά δεν θάχουν τόση ούτε φοβέρες αρκετές, ώστε να κατορθώση— 250 ἥξουσ᾽ ἔχοντες ὥστ᾽ ἀνοῖξαι τὰς πύλας ταύτας, ἐὰν μὴ ᾽φ᾽ οἷσιν ἡμεῖς εἴπομεν. η βία, τόσο εύκολα της πόρτες μας ν' ανοίξουν, εάν δεν αποδείξουν ότι τους όρους τους λαμπρούς, που η γυναίκες θέσανε, αυτοί τους εκτελέσανε. Καλ μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐδέποτέ γ᾽· ἄλλως γὰρ ἂν ἄμαχοι γυναῖκες καὶ μιαραὶ κεκλῄμεθ᾽ ἄν. Μα τη θεά! και βέβαια— κι' αν δεν τα βρούνε σκούρα, δειλή να ειπούν την κάθε μια και παληοπατσαβούρα! (Απέρχονται πάσαι, ενώ η Καλονίκη φεύγουσα τελευταία κενώνει ταυτοχρόνως το υπόλοιπον της ληκύθου.) ΑΥΛΑΙΑ Πανός: Αι γυναίκες είχον και ιδιαιτέρας εορτάς εκ των δημοτελών. Εις τον ναόν του Πανός ωργίαζον μετά κραυγών. Γεννετυλίδα: Νύμφη εκ της συνοδείας της Αφροδίτης— εκδηλωτικόν ασελγείας, (Νεφέλαι 52). Κωλιάδα: Υπήρχεν είς την Αττικήν ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης, εις μέρος καλούμενον "Κωλιάς”, λαβόν το όνομα εκ της ομοιότητας προς το ομώνυμον μέλος του ανθρώπου. Κυμβερικά: Φορέματα χωρίς ζώνην και μη συρόμενα, καλούμενα ως εκ τούτου “ορθοστάδια” και αναλογούντα προς τα παρ' ήμίν “μπεμπέ”. Ευκράτης: Στρατηγός Αθηναίος, κωμωδούμενος ως δωροδοκούμενος και προδότης. αμοργινά: Εσθής εκ της νήσου Αμοργού λεπτή και διανθής. θα γδέρνουμε γδαρμένη σκύλλα: φράση του κωμικού ποιητή Φερεκράτη. Ο Θρ. Σταύρου μεταφράζει: "ατομική παρηγοριά θα βρούμε". Οι στίχοι 158-164 που είναι και σε άγκιστρα "{ }" δεν υπάρχουν στην μετάφραση του Πολ. &ημητρακόπουλου. κοπή: “Μηλοσφαγούσας”: εννοεί την θυσίαν των προβάτων (μήλων), παρωδών τον εν "επτά επί Θήβας" στίχον του Αίσχύλου: άνδρες γαρ επτά θούριοι λοχαγέται ταυροσφαγούντες είς μελάνδετον σάκος... “Λευκόν ίππον” (σ. 191); Φαίνεται ότι ο Αρ. παίζει, ενταύθα με την λέξιν, υπονοών δι'αυτής το αιδοίον— άλλως: εννοεί τάς Αμαζόνας θυσιαζούσας λευκούς ίππους. νερώσουμε: Όπου ευκαιρία, ο Αρ. κωμωδεί τάς γυναίκας ως επιρρεπείς εις την μέθην. μπροστά μου: “Προσλαβού μοι του κάρπου" σ. 202: εννοεί τα αιδοίον. “Τα Περσικά” (σ. 230): είδος εμβάδων γυναικείων— εννοεί τον τρόπον της συνουσίας. λιονταρίνες: “Ου στήσομαι λέαιν' επί τυροκνήστιδος” (σ. 231): Είδος συνουσιάσεως πορνικής οκλαδόν, όπως αι λέαιναι αι έγγλυφοι επί των μαχαιρών του μαγειρείου, ως είδος λαβής αυτών. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η Πάροδος (254-349) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) Η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως, άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των Γερόντων, κρατούντων επ' ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων και ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί καί πύραυνον εις τάς χείρας με άνθρακας ανημμένους). Χορὸς Γερόντων χώρει &ράκης, ἡγοῦ βάδην, εἰ καὶ τὸν ὦμον ἀλγεῖς Τράβα, &ράκη, εμπρός με θάρρος, 25 5 κορμοῦ τοσουτονὶ βάρος χλωρᾶς φέρων ἐλάας. ἦ πόλλ᾽ ἄελπτ᾽ ἔνεστιν ἐν τῷ μακρῷ βίῳ φεῦ, ἐπεὶ τίς ἄν ποτ᾽ ἤλπισ᾽ ὦ Στρυμόδωρ᾽ ἀκοῦσαι κι' αν τον ωμό σου τσακίζη της χλωρής ελιάς το βάρος— συφορές ο βίος έχει πού κανείς δεν της παντέχει. Ώ Στρυμόδωρε! ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη, 26 0 γυναῖκας, ἃς ἐβόσκομεν κατ᾽ οἶκον ἐμφανὲς κακόν, κατὰ μὲν ἅγιον ἔχειν βρέτας, κατὰ δ᾽ ἀκρόπολιν ἐμὰν λαβεῖν μοχλοῖς δὲ καὶ κλῄθροισι πώς θ' ακούση της γυναίκες,—πούνε συφορά μεγάλη του σπιτιού καί φανερή, και της βόσκουμε οι μωροί, — την Ακρόπολι να πιάσουν, και το άγαλμα ν' αρπάξουν 26 5 τὰ προπύλαια πακτοῦν; της θεάς, καί με ταμπάρια τα προπύλαια να φράξουν; ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα πρὸς πόλιν σπεύσωμεν ὦ Φιλοῦργε, ὅπως ἄν, αὐταῖς ἐν κύκλῳ θέντες Πάμε γρήγορα απάνω, ώ Φιλούργε, ν' ανεβούμε, και να βάλουμ' ένα γύρω όλα τούτα τὰ πρέμνα ταυτί, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἐνεστήσαντο καὶ μετῆλθον, πού κρατούμε, — τα κλαδιά απ' την εληά, κι όσες θέλησαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλεια, 27 0 μίαν πυρὰν νήσαντες ἐμπρήσωμεν αὐτόχειρες πάσας, ὑπὸ ψήφου μιᾶς, πρώτην δὲ τὴν Λύκωνος. μια φωτιά ν' ανάψουμ' όλοι, σύμφωνοι καί με μια γνώμη, και με τούτα μας τα χέρια να της κάψουμεν ακόμη, καί του Λύκωνος πειό πρώτη τη γυναίκα. Όσο 'ζώ, οὐ γὰρ μὰ τὴν &ήμητρ᾽ ἐμοῦ ζῶντος ἐγχανοῦνται· ἐπεὶ οὐδὲ Κλεομένης, ὃς αὐτὴν κατέσχε πρῶτος, μα τη &ήμητρα! δέν πρέπει να με πάρουν για χαζό. Ούτ' αυτός ο Κλεομένης που την είχε καταλάβη, 27 5 ἀπῆθεν ἀψάλακτος, ἀλλ᾽ ὅμως Λακωνικὸν πνέων ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί, σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον, πινῶν ῥυπῶν ἀπαράτιλτος, εφυγ' από τούτην δίχως καί κακή ποινή να λάβη— αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια, βγήκε καί με δίχως όπλα καί με φόρεμα κουρέλια, λερωμένος καί βρωμιάρης, κ' έξη χρόνια να λουσθή, 28 0 ἓξ ἐτῶν ἄλουτος. καί χωρίς να κουρευθή. οὕτως ἐπολιόρκησ᾽ ἐγὼ τὸν ἄνδρ᾽ ἐκεῖνον ὠμῶς ἐφ᾽ ἑπτακαίδεκ᾽ ἀσπίδων πρὸς ταῖς πύλαις καθεύδων. τασδὶ δὲ τὰς Εὐριπίδῃ θεοῖς τε πᾶσιν ἐχθρὰς ἐγὼ οὐκ ἄρα σχήσω παρὼν τολμήματος τοσούτου; Του 'στησαν πολιορκία καί τον έσφιξαν αυτού δεκαφτά γραμμές στρατού, πού της νύχτες εκοιμάτο στα Προπύλαι' από κάτω. Τώρα πούμ' εδώ καί πάλι, στης εχθρές του Ευριπίδη κι' όλων των θεών, μεγάλη τιμωρία να τους δώσω, τάχα δεν θα κατορθώσω; 28 5 μή νυν ἔτ᾽ ἐν <τῇ τετραπόλει τοὐμὸν τροπαῖον εἴη. Μήπως καί στο Μαραθώνα τρόπαιό μου δεν υπάρχει [που θα μείνη στον αιώνα;] ἀλλ᾽ αὐτὸ γάρ μοι τῆς ὁδοῦ λοιπόν ἐστι χωρίον τὸ πρὸς πόλιν τὸ σιμόν, οἷ σπουδὴν ἔχω· χὤπως ποτ᾽ ἐξαμπρεύσομεν Αλλ' αυτό το μέρος μένει απ' το δρόμο ως εκεί— τούτος ο ανηφοράκης, —- κι' ας τραβούμε βιαστικοί. Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη 29 0 τοῦτ᾽ ἄνευ κανθηλίου. ὡς ἐμοῦ γε τὼ ξύλω τὸν ὦμον ἐξιπώκατον· ἀλλ᾽ ὅμως βαδιστέον, μονομιάς, χωρίς σαμάρι— μολονότι αυτά τα ξύλα [απ' το βάρος κι' απ' το δρόμο] μου τσακίσανε τον ώμο. καὶ τὸ πῦρ φυσητέον, μή μ᾽ ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τελευτῇ τῆς ὁδοῦ. φῦ φῦ. Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε, και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε, μη τύχη καί μας σβύση και τη χάσουμε, όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε. (Φυσά εις το πύραυνον). Φύ! φύ! 29 5 ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ. ὡς δεινὸν ὦναξ Ἡράκλεις προσπεσόν μ᾽ ἐκ τῆς χύτρας ὥσπερ κύων λυττῶσα τὠφθαλμὼ δάκνει· κἄστιν γε Λήμνιον τὸ πῦρ Πώ, πώ! καπνός, [βρέ αδελφοί!] Ώ Ηρακλή μου! ο καπνός που απ' τη χύτρα βγαίνει, δαγκώνει μέσ' τα' μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη. Εγώ δεν αμφιβάλλω πώς απ' τη Λήμνο η φωτιά θα είνε δίχως άλλο, 30 0 τοῦτο πάσῃ μηχανῇ. οὐ γὰρ <ἄν ποθ᾽ ὧδ᾽ ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ. σπεῦδε πρόσθεν ἐς πόλιν καὶ βοήθει τῇ θεῷ. ἢ πότ᾽ αὐτῇ μᾶλλον ἢ νῦν ὦ Λάχης ἀρήξομεν; φῦ φῦ. [κι' αν την πολυφυσήσω μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω. Αλλοιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κάθε φύσημα μου τα δυο τσιμπλόμματά μου. Τρέχα συ λοιπόν, ώ Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης τη θεά να βοηθήσης, γιατί τώρ, αν την αφήσης, δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσης. (Φυσά εκ νέου είς το πύραυνον) Φύ ! φύ ! 30 5 ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ. τουτὶ τὸ πῦρ ἐγρήγορεν θεῶν ἕκατι καὶ ζῇ. οὔκουν ἄν, εἰ τὼ μὲν ξύλω θείμεσθα πρῶτον αὐτοῦ, τῆς ἀμπέλου δ᾽ ἐς τὴν χύτραν τὸν φανὸν ἐγκαθέντες ἅψαντες εἶτ᾽ ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν; πώ, πώ, καπνός, [βρε αδελφοί!] Τούτ' η φωτιά να ζή καί να μη σβύνη, κάποιου θεού βοηθάει καλωσύνη. Τί λέτε: πειό καλά δεν θα τα φτιάναμε, εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε, κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε, με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε; 31 0 κἂν μὴ καλούντων τοὺς μοχλοὺς χαλῶσιν αἱ γυναῖκες, ἐμπιμπράναι χρὴ τὰς θύρας καὶ τῷ καπνῷ πιέζειν. θώμεσθα δὴ τὸ φορτίον. φεῦ τοῦ Κι' αν όταν της καλέσουμε τ' αμπάρια δεν ανοίγουν, καίμε της πόρτες γρήγορα καί οι καπνοί της πνίγουν. Κάτω λοιπόν το φόρτωμα μου. καπνοῦ βαβαιάξ. τίς ξυλλάβοιτ᾽ ἂν τοῦ ξύλου τῶν ἐν Σάμῳ στρατη γῶν; Ποιος τάχ' από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου τα ξύλα θα συλλάβη αυτά ; —Μωρέ καπνός ! βάϊ-βάϊ !... (Αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνον, καί ετέρου κρατούντος δαυλόν) ταυτὶ μὲν ἤδη τὴν ῥάχιν θλίβοντά μου πέπαυται. Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε καί πάει. 31 5 σὸν δ᾽ ἔργον ἐστὶν ὦ χύτρα τὸν ἄνθρακ᾽ ἐξεγείρειν τὴν λαμπάδ᾽ ἡμμένην ὅπως πρώτιστ᾽ ἐμοὶ προσοίσεις. Καί τώρα, χύτρα ! χρέος σου το έργο σου ν' αρχίσης καί άναψε τα κάρβουνα.—Φέρε καί συ επίσης τον αναμμένο το δαυλό ! (Λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν καί επικαλείται:) δέσποινα Νίκη ξυγγενοῦ τῶν τ᾽ ἐν πόλει γυναικῶν τοῦ νῦν παρεστῶτος θράσους θέσθαι τροπαῖον ἡμᾶς. Ώ Νίκη ! σε παρακαλώ κατά των γυναικών αυτών, πού κλείσθηκαν στα τείχη, η νίκη μου κι' ο θρίαμβος βοήθει να πιτύχη! (Απέρχεται μετά του χορού εις τα παρασκήνια. Εισέρχεται αριστερόθεν ο Χορός των Γυναικών) Χορὸς Γυναικῶν λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνὸν ὦ γυναῖκες Γυναίκες ρίχτε μια ματιά— βλέπω μια φλόγα καί καπνό, σαν νάρχεται από φωτιά. (Παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως) 32 0 ὥσπερ πυρὸς καομένου· σπευστέον ἐστὶ θᾶττον. πέτου πέτου Νικοδίκη, πρὶν ἐμπεπρῆσθαι Καλύκην τε καὶ Κρίτυλλαν περιφυσήτω ὑπό τε νόμων ἀργαλέων Όλες γρήγορα τρεχάτε ! πέτα, πέτα, Νικοδίκη πρίν να κάψουν την Καλύκη— καί την Κρίτυλλα η φλόγες,—από νόμους φοβερούς 32 5 ὑπό τε γερόντων ὀλέθρων. ἀλλὰ φοβοῦμαι τόδε, μῶν ὑστερόπους βοηθῶ. νῦν δὴ γὰρ ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν κνεφαία μόλις ἀπὸ κρήνης ὑπ᾽ ὄχλου καὶ θορύβου καὶ πατάγου χυτρείου, κι' απο γέρους βρωμερούς. Αλλά φοβάμαι τώρα μήπως αργά εφθάσαμε καί χάσαμε την ώρα. Να ρθώ στη βρύσι για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα κ' εσπρώχθηκα καί χώθηκα— στο θόρυβο πού κάνανε η στάμνες καί η δούλες, 33 0 δούλαισιν ὠστιζομένη <* πού έχουνε στα στιγματίαις θ᾽, ἁρπαλέως ἀραμένη ταῖσιν ἐμαῖς δημότισιν καομέναις φέρουσ᾽ ὕδωρ βοηθῶ. πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλλες Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό καί φέρνω το νερό βοήθεια να κάνω— 'ς αυτές της συνδημότιδες πού καίοντ' [εκεί πάνω.] ἤκουσα γὰρ τυφογέροντας Μούπαν πώς μερικοί, στραβοί από τα γερατεία, 33 6 ἄνδρας ἔρρειν, στελέχη φέροντας ὥσπερ βαλανεύσοντας ἐς πόλιν ὡς τριτάλαντον βάρος, δεινότατ᾽ ἀπειλοῦντας ἐπῶν εκάμαν' εκστρατεία, καί ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βαρειά, στων Προπυλαίων τη μεριά, λες καί νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν, κι' ότι με λόγια τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν— 34 0 ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μυσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν· ἃς ὦ θεὰ μή ποτ᾽ ἐγὼ πιμπραμένας ἴδοιμι, ἀλλὰ πολέμου καὶ μανιῶν ῥυσαμένας Ἑλλάδα καὶ πολίτας, ἐφ᾽ οἷσπερ ὦ χρυσολόφα τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε, καί κάρβουνο ν' αφήσουνε. Είθε [αυτό πού λένε να μη γενή,] ούτε να ιδώ, θεά μου, να της καίνε, τον τόπο καί τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείνες απ' του πολέμου τα κακά κι' απ' της παραφροσύνες. Για τούτο, ώ Χρυσόλοφη, ['ς αυτή τη σκέψι εφθάσανε 34 5 πολιοῦχε σὰς ἔσχον ἕδρας. καί σε καλῶ ξύμμαχον ὦ Τριτογένει᾽, εἴ τις ἐκείνας ὑποπίμπρησιν ἀνήρ, φέρειν ὕδωρ μεθ᾽ ἡμῶν. καί το ναό σου πιάσανε. Αλλά, ώ Τριτογένεια! εάν φωτιά μεγάλη [προφθάση κι'] από κάτω του κανένας άνδρας βάλη, μ' εμάς να συμμαχήσης, [καί συ νερό να χύσης.] (Εισέρχεται δεξιόθεν η ΣΤΑΤΥΛΛΙΣ καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί ο Χορός των Γερόντων καί λαμβάνει θέσιν έναντι) Στρυμόδωρος Εκ του ονόματος τούτου ολόκληρον το ανωτέρω χορικόν ονομάζεται καί “Στρυμόδωρος”. Λύκωνος Ονομάζει ενταύθα γνωστήν εταίραν εν Αθήναις, Ροδίαν ονομαζομένην, μητέρα του Αυτολύκου καί σύζυγον του Λύκωνος— “ώσπερ επί την Λύκωνος έρρει πάς ανήρ” (Εύπολις). Κλεομένης Στρατηγός Λακεδαιμόνιος, εκστρατεύσας κατά της Αττικής κατέλαβε την Αχρόπολιν— πολιορκηθείς δε υπό των Αθηναίων ηναγκάσθη να εξέλθη υπό συνθήκην. Ευριπίδης Nς γνωστόν, ο Ευριπίδης ήτο μισογύνης, ο δε Σοφοκλής σκώπτων αυτόν έλεγεν : “έν γε ταίς τραγωδίαις μισογύνης εστίν, εν δε τη κλίνη φιλογύνης”. Λήμνο “Λήμνιον πυρ” (σ. 299): παίζει με την φράσιν, εννοώνν την παροι-μίαν “λήμνιον κακόν”, προκύψασαν εκ του γνωστού εγκλήματος των γυναικών της Λήμνου, αι οποίοι κατά τον Ευριπίδην “Λήμνον άρδην αρσένων εξώκισαν”, δηλαδή εφόνευσαν τους άνδρας των, διότι είχον επιδοθή εις την παιδεραστίαν. Σάμο Εννοεί τους εν Σάμω στρατηγούς, δυστυχήσαντας εις τον πόλεμον, λέγει δε: ποίος απ' αυτούς θα συλλαβή το αναμμένον ξύλον, δια να (καή) γίνη περισσότερον δυστυχής; "Στιγματίαι": αι δούλαι έστιζον τα πρόσωπα προς διάκρισιν από των ελευθέρων. Χρυσόλοφη: Τίτλος της Αθηνάς. Τριτογένεια: Nσαύτως από της Τριτωνίδος λίμνης της Λίβυας, περί την οποίαν η Αθηνά εγεννήθη εκ της κεφαλής του &ιός, είτε εκ της λέξεως τ ρ ι τ ώ, ήτις αιολιστί σημαίνει κεφαλήν. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η Πορεία προς τον Αγώνα (350-386) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) (Εισέρχεται δεξιόθεν η ΣΤΑΤΥΛΛΙΣ καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί ο Χορός των Γερόντων καί λαμβάνει θέσιν έναντι) Στρατυλλίς ἔασον ὦ. Βρε άφες με! (&ιαφεύγει των χειρών του Γέροντος καί ενούται με τάς λοιπάς του Χορού) Χορὸς Γυναικῶν 35 0 τουτὶ τί ἦν; ὦνδρες πόνῳ πόνηροι· οὐ γάρ ποτ᾽ ἂν χρηστοί γ᾽ ἔδρων οὐδ᾽ εὐσεβεῖς τάδ᾽ ἄνδρες. Τί είν' εκεί; Άνδρες κακοί! Αυτά πού κάνετε εσείς, όσ' είνε τιμημένοι καί ευσεβείς δεν κάνουνε. Χορὸς Γερόντων τουτὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον ἥκει· ἑσμὸς γυναικῶν οὑτοσὶ θύρασιν αὖ βοηθεῖ. Ποιος να το περιμένη αυτό το πράμα πώς θα ιδή; Να, πούχει ξεκινήση κι' άλλο γυναικομάζωμα στης πόρτες να βοηθήση. Χ Γυν τί βδύλλεθ᾽ ἡμᾶς; οὔ τί που πολλαὶ Τί; μας εφοβηθήκατε; ημείς [πού τώρα βγήκαμε] δοκοῦμεν εἶναι; πολλές σας εφανήκαμε; δεν είδατε ακόμα 35 5 καὶ μὴν μέρος γ᾽ ἡμῶν ὁρᾶτ᾽ οὔπω τὸ μυριοστόν. ούτε καί το μυριοστόν απ' το δικό μας κόμμα. Χ Γερ ὦ Φαιδρία ταύτας λαλεῖν ἐάσομεν τοσαυτί; οὐ περικατᾶξαι τὸ ξύλον τύπτοντ᾽ ἐχρῆν τιν᾽ αὐταῖς; Φαιδρία! πώς; θ' αφήσουμε αυτές με τέτοια γλώσσα να κοπανάνε τόσα ; &εν πρέπει να της πιάσουμε καί όλα τούτα τα ραβδιά στη ράχη τους να σπάσουμε ; Χ Γυν θώμεσθα δὴ τὰς κάλπιδας χἠμεῖς χαμᾶζ᾽, ὅπως ἂν ἢν προσφέρῃ τὴν χεῖρά τις μὴ τοῦτό μ᾽ ἐμποδίζῃ. Και από μας ή κάθε μιά θα βάλη κάτω τα σταμνιά, να μη μας εμποδίζουνε, και τότε διορθώνει αυτόν, πού κατ' απάνω μας το χέρι του ξαμώνει. 36 0 Χ Γερ εἰ νὴ &ἴ ἤδη τὰς γνάθους τούτων τις ἢ δὶς ἢ τρὶς ἔκοψεν ὥσπερ Βουπάλου, φωνὴν ἂν οὐκ ἂν εἶχον. Ώ, μα τον &ία! αν κανείς, με χαστουκές γερές, τους τσάκιζε δυό-τρείς φορές, —όπως κι' αυτού τού Βούπαλου —της δυο τους της μασέλες, τώρα δεν θάχανε φωνή [να λένε τέτοιες τρέλλες!] Χ Γυν καὶ μὴν ἰδοὺ παταξάτω τις· στᾶσ᾽ ἐγὼ παρέξω, κοὐ μή ποτ᾽ ἄλλη σου κύων τῶν ὄρχεων λάβητα. Εδώ στεκόμαστε μπροστά, κι' ας ερθη όποιος του βαστά— μά [θα σε κάμω εγώ να ειπής, πώς] ούτε σκύλλα είδες, να σ' έχη αρπάξη πειό γερά από της δυό σου αρχίδες. Χ Γερ εἰ μὴ σιωπήσει, θενών σου ᾽κκοκκιῶ τὸ γῆρας. Άν ίσως δεν σωπάσης, το τελευταίο γήρας μου κακά θα δοκιμάσης. 36 5 Χ Γυν ἅψαι μόνον Στρατυλλίδος τῷ δακτύλῳ προσελθών. Σαν θέλης πάρ' τα μούτρα σου, την Σρατυλλίδα άγγιξε, [να ιδής πού πάει η κούτρα σου.] Χ Γερ τί δ᾽ ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις; τί μ᾽ ἐργάσει τὸ δεινόν; Τι θα μου κάνης, στης σβερκές αν έλθω καί σ' αρχίσω; Χ Γυν βρύκουσά σου τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ᾽ ἐξαμήσω. Τ' άντερα καί πλεμόνια σου με δαγκανιές θά χύσω. Χ Γερ οὐκ ἔστ᾽ ἀνὴρ Εὐριπίδου σοφώτερος ποιητής· οὐδὲν γὰρ οὕτω θρέμμ᾽ ἀναιδές ἐστιν ὡς γυναῖκες. Κανείς δεν είνε πειό σοφός από 'τόν Ευριπίδη, [που της γυναίκες πάντοτε της στρώνει στο βρισίδι]— γιατί ως σήμερα στη γη δεν είνε γεννημένα πλάσματα αναιδέστερα [καί πειό ξετσιπωμένα]. 37 0 Χ Γυν αἰρώμεθ᾽ ἡμεῖς θοὔδατος τὴν κάλπιν ὦ ῾Ροδίππη. Εμπρός, Ροδίππη, τα σταμνιά, [μη χάνουμε καιρό]. Χ Γερ τί δ᾽ ὦ θεοῖς ἐχθρὰ σὺ δεῦρ᾽ ὕδωρ ἔχουσ᾽ ἀφίκου; Γιατί, θεοκατάρατες! εφέρατε νερό; Χ Γυν τί δαὶ σὺ πῦρ ὦ τύμβ᾽ ἔχων; ὡς σαυτὸν ἐμπυρεύσων; Γιατί, μωρέ ψοφήμι συ, ήλθες φωτιά ν' ανάψης; το σώμα σου θα κάψης; Χ Γερ ἐγὼ μὲν ἵνα νήσας πυρὰν τὰς σὰς φίλας ὑφάψω. Ήλθα ν' ανάψω τη φωτιά της φίλες σου να ψήσω. Χ Γυν ἐγὼ δέ γ᾽ ἵνα τὴν σὴν πυρὰν τούτῳ κατασβέσαιμι. Έ, ήλθα τη φωτιά κ' εγώ με το νερό να σβήσω. 37 5 Χ Γερ τοὐμὸν σὺ πῦρ κατασβέσεις; Θα ρίψης στη φωτιά νερά; Χ Γυν τοὔργον τάχ᾽ αὐτὸ δείξει. Θα στ' αποδείξω μια χαρά. Χ Γερ οὐκ οἶδά σ᾽ εἰ τῇδ᾽ ὡς ἔχω τῇ λαμπάδι σταθεύσω. Σε ξεροψήνω στη στιγμή με το δαδί πού φέρω. Χ Γυν εἰ ῥύμμα τυγχάνεις ἔχων, λουτρόν <γ᾽ ἐγὼ παρέξω. Άν είσαι βρώμιος κι' άπλυτος λουτρό θα σου προσφέρω. Χ Γερ ἐμοὶ σὺ λουτρὸν ὦ σαπρά; Θα κάμης συ λουτρό 'ς εμέ, μωρή βρωμοσουπιά; Χ Γυν καὶ ταῦτα νυμφικόν γε. Θάν' και λουτρό του γάμου σου. Χ Γερ ἤκουσας αὐτῆς τοῦ θράσους; Ακούς ξεδιαντροπιά! Χ Γυν ἐλευθέρα γάρ εἰμι. Μα είμ' εγώ ελεύθερη. 38 0 Χ Γερ σχήσω σ᾽ ἐγὼ τῆς νῦν βοῆς. Κ' εγώ θα στο βουλώσω το στόμα σου, πού τάφησες καί τσαμπουνάει τόσο. Χ Γυν ἀλλ᾽ οὐκέθ᾽ ἡλιάζει. Αλλά στο δικαστήριο δεν θα 'χης πειά δουλειά. Χ Γερ ἔμπρησον αὐτῆς τὰς κόμας. Μώρ' δεν της καίτε τα μαλλιά! Χ Γυν σὸν ἔργον ὦχελῷε. (κενώνουσι τας υδρίας των επί των Γερόντων) Ο Αχελώος ποταμός το χρέος του ας κάνη! Χ Γερ οἴμοι τάλας. Nχ ! ωχ ! κακόμοιρος εγώ! Χ Γυν μῶν θερμὸν ἦν; Μήπως ζεστό σου εφάνη; Χ Γερ ποῖ θερμόν; οὐ παύσει; τί δρᾷς; Βρέ τί ζεστό! δεν παύεις πειά; κατάλαβες τι κάνεις; Χ Γυν ἄρδω σ᾽ ὅπως ἂν βλαστάνῃς. Τί έκανα; σ' επότισα βλαστούς να ξαναβγάνης. 38 5 Χ Γερ ἀλλ᾽ αὖός εἰμ᾽ ἤδη τρέμων. (ριγών) Ξεράθηκ' από τη νοτιά. Χ Γυν οὐκοῦν ἐπειδὴ πῦρ ἔχεις, σὺ χλιανεῖς σεαυτόν. Σαν άναψες καί τη φωτιά, τρέχα κοντά της να σταθής καί γρήγορα να ζεσταθής. (Εισέρχεται ο ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ ακολουθούμενος υπό τοξοτών κρατούντων μοχλούς) Βούπαλος: Αγαλματοποιός διακωμωδούμενος. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η Ιαμβική Σκηνή (387-466) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) (Εισέρχεται δεξιόθεν η ΣΤΑΤΥΛΛΙΣ καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί ο Χορός των Γερόντων καί λαμβάνει θέσιν έναντι) Πρόβουλος ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι, ὅ τ᾽ Ἀδωνιασμὸς οὗτος οὑπὶ τῶν τεγῶν, Άναψε στης γυναίκες μας φωτιές το φαγοπότι, τα όργια του Σαβάζιου καί του τυμπάνου οι κρότοι, κι' αυτός ο Αδωνιασμός μέσα στο κάθε δώμα, 39 0 οὗ ᾽γώ ποτ᾽ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ; ἔλεγε δ᾽ ὁ μὴ ὥρασι μὲν &ημόστρατος πλεῖν ἐς Σικελίαν, ἡ γυνὴ δ᾽ ὀρχουμένη “αἰαῖ Ἄδωνιν” φησίν, ὁ δὲ &ημόστρατος ἔλεγεν ὁπλίτας καταλέγειν Ζακυνθίων· πού άκουα τον ήχο του κι' ως στη Βουλήν ακόμα. Τη μέρα πού ο &ημόστρατος έλεγε, πώς τα πλοία δεν πρέπει να κινήσουνε να πάν στη Σικελία, εχόρευε η γυναίκα [του στο σπίτι κ' εγλεντούσε] καί, άου - άου! τον Άδωνι κι' αυτή μοιρολογούσε! στα όπλα αυτός Ζακυθινούς ζητούσε να καλέση, 39 5 ἡ δ᾽ ὑποπεπωκυῖ᾽ ἡ γυνὴ ᾽πὶ τοῦ τέγους “κόπτεσθ᾽ Ἄδωνιν” φησίν· ὁ δ᾽ ἐβιάζετο ὁ θεοῖσιν ἐχθρὸς καὶ μιαρὸς Χολοζύγης. τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐστιν ἀκόλαστ᾽ ᾄσματα. καί η γυναίκα του στουππί στην κάμερα είχε πέση καί κλαίοντας τον Άδωνι— κι' ο Χολοζύγης πάλι έβαζε πειό μεγάλη φωνή, ο σιχαμένος καί θεοσκοτωμένος! Να τ' ατιμοκαμώματα πού φτιάνουν κάθε μέρα ! Χορὸς Γερόντων τί δῆτ᾽ ἂν εἰ πύθοιο καὶ τὴν τῶνδ᾽ ὕβριν; Κι' αν μάθαινες την προσβολή καί τούτην εδώ πέρα! 40 0 αἳ τἄλλα θ᾽ ὑβρίκασι κἀκ τῶν καλπίδων ἔλουσαν ἡμᾶς, ὥστε θαἰματίδια σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας. Αφού καλά μας βρίσανε, της στάμνες τους επιάσανε κι' απάνω μας αδειάσανε, καί τώρα να, τα ρούχα μας κουνάμε τα βρεμένα, σαν νάν' κατουρημένα. Πρ νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκὸν δίκαιά γε. ὅταν γὰρ αὐτοὶ ξυμπονηρευώμεθα Μα το θεό της θάλασσας! δικαίως τα παθαίνουμε, Αφού εμείς οι ίδιοι στα γλέντια τής μαθαίνουμε, 40 5 ταῖσιν γυναιξὶ καὶ διδάσκωμεν τρυφᾶν, τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα. οἳ λέγομεν ἐν τῶν δημιουργῶν τοιαδί· “ὦ χρυσοχόε τὸν ορμον ὃν ἐπεσκεύασας, ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας καί της βοηθούμε 'ς όλες τους της πονηριές που κάνουν, τέτοιες ιδέες βεβαία θα ιδούμε να μας βγάνουν. Αφού εμείς οι [ίδιοι πηγαίνουμε τρεχάτοι] μέσα στα εργοστάσια καί λέμε στον εργάτη: Τη νύχτα που η γυναίκα μου εχόρευε με βιάσι, από το περιδέραιον όπου της είχες φτιάση, 41 0 ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος. ώ χρυσοχόε, γλίστρησε καί βγήκε το κεφάλι από την τρύπα πάλι. ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ᾽ ἐς Σαλαμῖνα πλευστέα· σὺ δ᾽ ἢν σχολάσῃς, πάσῃ τέχνῃ πρὸς ἑσπέραν ἐλθὼν ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον.” Στη Σαλαμίνα σήμερα θα πεταχθώ με βία γι' αυτό λοιπόν του λόγου σου, αν εύρης ευκαιρία, πέρνα το βράδυ από κεί, κι' όπως μπορείς να κάνης, μα το κεφάλι στερεά στην τρύπα να το βάνης. ἕτερος δέ τις πρὸς σκυτοτόμον Ο άλλος πάλι τρέχοντας τον παπουτσή γυρεύει, ταδὶ λέγει 41 5 νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ᾽ οὐ παιδικόν· “ὦ σκυτοτόμε μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς τὸ δακτυλίδιον ξυμπιέζει τὸ ζυγὸν ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.” – πούνε παιδί, μα 'χει ψωλή πού δεν σου χωρατεύει – καί λέει:—Της γυναίκας μου το πόδι, το πληγώνει, στο τρυφερό της δάκτυλο απάνω, στο κορδόνι— το μεσημέρι κόπιασε στο σπίτι να στο δείξη, καί τέντωσε το γρήγορα, όσο μπορεί ν' ανοίξη. 42 0 τοιαῦτ᾽ ἀπήντηκ᾽ ἐς τοιαυτὶ πράγματα, ὅτε γ᾽ ὢν ἐγὼ πρόβουλος, ἐκπορίσας ὅπως κωπῆς ἔσονται, τἀργυρίου νυνὶ δέον, ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀποκέκλῃμαι ταῖς πύλαις. ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ἑστάναι. φέρε τοὺς μοχλούς, Μα να τ' αποτελέσματα όλων αυτών. Καί τώρα πού κωπηλάτες γύρισα κ' εμάζεψα στη χώρα, καί πρέπει νάχω χρήματα, μαζεύτηκαν η φίλες καί μου 'κλεισαν της πύλες! Αλλά δεν είν' αυτό δουλειά να στέκωμαι σαν κούτσουρο [και με χωρίς μιλιά!] 42 5 ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω. τί κέχηνας ὦ δύστηνε; ποῖ δ᾽ αὖ σὺ βλέπεις, οὐδὲν ποιῶν ἀλλ᾽ ἢ καπηλεῖον σκοπῶν; οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ᾽; ἐνθενδὶ δ᾽ ἐγὼ Φέρ' τους μοχλούς εσύ εδώ, και θα τιμωρηθούν πολύ γι' αυτήν την προσβολή. (Προς Τοξότην κρατούντα μοχλόν) — Τί χάσκεις, κακορροίζικε, εκείθε τί χαζεύεις χωρίς να κάνης τίποτε; το καπηλειό γυρεύεις; Γιατί δεν πάτε τους μοχλούς στης πύλες να τους χώσετε. να της ανασηκώσετε; 43 0 ξυνεκμοχλεύσω. Εμπρός! καί από δω κ' εγώ για βοηθός πηγαίνω. (Ετοιμάζονται να θέσουν τους μοχλούς εις τας πύλας) Λυσιστράτη μηδὲν ἐκμοχλεύετε· ἐξέρχομαι γὰρ αὐτομάτη. τί δεῖ μοχλῶν; οὐ γὰρ μοχλῶν δεῖ μᾶλλον ἢ νοῦ καὶ φρενῶν. (εξερχόμενη) Της πύλες μη σηκώνετε, και μοναχή μου βγαίνω. Για τους μοχλούς πού φέρνετε, δεν είν' ανάγκη τόση, Ανάγκη μόνον έχετε από μυαλό καί γνώσι, [όπου σας λείπει ακόμα.] Πρ ἄληθες ὦ μιαρὰ σύ; ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ τοξότης; ξυλλάμβαν᾽ αὐτὴν κὠπίσω τὼ χεῖρε δεῖ. Μπα! σ' είσαι μωρή βρώμα! —Πού είνε ο τοξότης μου ! τρέξε και σύλλαβε τη καί πισθαγκώνιασέ τη! 43 5 Λυσ εἴ τἄρα νὴ τὴν Ἄρτεμιν τὴν χεῖρά μοι ἄκραν προσοίσει δημόσιος ὤν, κλαύσεται. Μά τη θεά την Αρτεμι! αν ίσως καί τολμήση καί με το δακτυλάκι του μονάχα να μ' εγγίση, θα κλάψη πολύ γρήγορα, κι' ας είνε κ' εξουσία. Πρ ἔδεισας οὗτος; οὐ ξυναρπάσει μέσην καὶ σὺ μετὰ τούτου κἀνύσαντε δήσετον; Βρε συ, την εφοβήθηκες;—&εν πάτε με τη βία κ' οι δυο να την αρπάξετε,—ένας από τη μέση, κι' ο άλλος να την δέση; Γυνὴ Α εἴ τἄρα νὴ τὴν Πάνδροσον ταύτῃ μόνον εμφανιζόμενη πλησίον της Λυσιστράτης Αν βάλης, μα την Πάνδροσο, χέρι 'ς αυτήν απάνω, 44 0 τὴν χεῖρ᾽ ἐπιβαλεῖς, ἐπιχεσεῖ πατούμενος. θα πάθης τσαλαπάτημα ευθύς, πού θα σε κάνω καί θα χεσθής απάνω σου. Πρ ἰδού γ᾽ἐπιχεσεῖ. ποῦ ᾽στιν ἕτερος τοξότης; ταύτην προτέραν ξύνδησον, ὁτιὴ καὶ λαλεῖ. Α, έτσι; τώρα στάσου, κι' αυτό το χέσιμο, πού λες, θα πάθ' ή αφεντιά σου. Πουν' ο τοξότης;—&έσε την προτήτερ' απ' της άλλες αυτήν, πού της παλληκαριές μας κάνει της μεγάλες. Γυνὴ Β Λυσιστράτη εἴ τἄρα νὴ τὴν Φωσφόρον τὴν χεῖρ᾽ ἄκραν ταύτῃ προσοίσεις, κύαθον αἰτήσεις τάχα. Αν κάνης, μα την Αρτεμι, καί δάκτυλο ν' απλώσης, σου κάνω της μασσέλες σου στο μούσκιο να της χώσης. 44 5 Πρ τουτὶ τί ἦν; ποῦ τοξότης; ταύτης ἔχου. παύσω τιν᾽ ὑμῶν τῆσδ᾽ ἐγὼ τῆς ἐξόδου. Μα τέλος πάντων τ' είν' αυτά ; —Πούν' ο τοξότης ; Πίσω! κι' αυτήν την καταβόθρα σας εγώ θα σας την κλείσω! Γυνὴ Γ Γυνή Α' εἴ τἄρα νὴ τὴν Ταυροπόλον ταύτῃ πρόσει, ἐκκοκκιῶ σου τὰς στενοκωκύτους τρίχας. Να την εγγίσης μοναχά μοίρα κακήν αν είχες, κ' ευθύς σε σουρομάδησα απ' όλες σου της τρίχες. Πρ οἴμοι κακοδαίμων· ἐπιλέλοιφ᾽ ὁ Αλλοίμονό μου, ο δύστυχος! καί ο τοξότης πάει. τοξότης. 45 0 ἀτὰρ οὐ γυναικῶν οὐδέποτ᾽ ἔσθ᾽ ἡττητέα ἡμῖν· ὁμόσε χωρῶμεν αὐταῖς ὦ Σκύθαι ξυνταξάμενοι. Τους άνδρας είνε δυνατόν γυναίκα να νεκάη; (Προς τους λοιπούς τοξότας) Σκύθαι! εμπρός! όλοι μαζύ! χτυπήσατ' ενωμένοι! Λυσ νὴ τὼ θεὼ γνώσεσθ᾽ ἄρα ὅτι καὶ παρ᾽ ἡμῖν εἰσι τέτταρες λόχοι μαχίμων γυναικῶν ἔνδον ἐξωπλισμένων. Μα της θεές! να ξέρετε πώς είν' εδώ κλεισμένοι τέσσαρες λόχοι γυναικών, πού κάθε μία τάχει ακονισμένα κ' έτοιμα τα όπλα της για μάχη. 45 5 Πρ ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν ὦ Σκύθαι. Τα χέρια τους πισθάγκωνα δέσετ' αμέσως, Σκύθαι! Λυσ ὦ ξύμμαχοι γυναῖκες ἐκθεῖτ᾽ ἔνδοθεν, ὦ σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπώλιδες , ὦ σκοροδοπανδοκευτριαρτοπώλιδες, οὐχ ἕλξετ᾽, οὐ παιήσετ᾽, οὐκ ἀράξετε; Έ, σείς! γυναίκες σύμμαχοι! εβγήτε από κείθε ! αυγολαχανοφασουλομανάβισσες! [τρεχάτε!] Σκορδοχατζηξενοδοχοφουρνάρισσες! [ελάτε!] δεν θα μαλλιοτραβήσετε; . . . καί δεν θα κοπανίσετε ; 46 0 οὐ λοιδορήσετ᾽, οὐκ ἀναισχυντήσετε; παύσασθ᾽, ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκυλεύετε. δεν θα καταξεσχίσετε;. . . καί δεν θα σκυλλοβρίσετε ;. . . δεν θα ξετσιπωθήτε; (Αι Γυναίκες εξορμώσιν εκτός των τειχών καί συμπλέκονται με τους Τοξότας, οίτινες τρέπονται εις φυγήν. Η ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ ηπιώτερον καί θριαμβευτικώς προς τάς γυναίκας:) Αρκεί, αρκεί, σταθήτε ! Γυρίστε πίσω— στον εχθρό τα όπλα πάλι δότε. Πρ οἴμ᾽ ὡς κακῶς πέπραγέ μου τὸ τοξικόν. Αλλοίμονο! τί συφορά μου πάθανε οι Τοξόται! Λυσ ἀλλὰ τί γὰρ ᾤου; πότερον ἐπὶ δούλας τινὰς ἥκειν ἐνόμισας, ἢ γυναιξὶν οὐκ οἴει Τί νόμισες; με δουλικά λοιπόν πώς πολεμάς, ή με χωρίς παλληκαριά μας πέρασες ημάς; 46 5 χολὴν ἐνεῖναι; Πρ νὴ τὸν Ἀπόλλω καὶ μάλα πολλήν γ᾽, ἐάνπερ πλησίον κάπηλος ᾖ. Πολλή, μα τον Απόλλωνα, και η παλληκαριά σας, καί μάλιστα σαν βρίσκεται και κάπελας κοντά σας. Σαβάζιος: βαρβαρικόν όνομα του &ιονύσου. Αδωνιασμός: Εορτή του Αδώνιδος γινομένη ιδιαιτέρως εις οικίας καί εις κήπους υπό των γυναικών, αι οποίαι εθρήνουν τόν θάνατον του Αδώνιδος. &ημόστρατος: στρατηγός, υποκινήσας εν Αθήναις την κατά της Σικελίας εκστρατείαν. Χολοζύγης: Ο &ημόστρατος εκαλείτο Βουζύγης, καί κωμικώς Χολοζύγης, ως εκ του μελαγχολικού χαρακτήρός του. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η Αγώνας με (608-613) Ιαμβική Σφραγίδα (467-613) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) Χορὸς Γερόντων ὦ πόλλ᾽ ἀναλώσας ἔπη πρόβουλε τῆσδε <τῆς γῆς, τί τοῖσδε σαυτὸν ἐς λόγους τοῖς θηρίοις συνάπτεις; οὐκ οἶσθα λουτρὸν οἷον αἵδ᾽ ἡμᾶς ἔλουσαν ἄρτι Τί τόσα λόγια χάνεις, και με της όχεντρες αυτές κουβέντες τώρα πιάνεις, Επίτροπε της χώρας; &εν ξέρεις πώς μας κάνανε λουτρό προ λίγης ώρας 47 0 ἐν τοῖσιν ἱματιδίοις, καὶ ταῦτ᾽ ἄνευ κονίας; στα ρουχαλάκια μας, χωρίς καί μ' αλυσσίβας σκόνη; Χορὸς Γυναικῶν ἀλλ᾽ ὦ μέλ᾽ οὐ χρὴ προσφέρειν τοῖς πλησίοισιν εἰκῇ τὴν χεῖρ᾽· ἐὰν δὲ τοῦτο δρᾷς, κυλοιδιᾶν ἀνάγκη. ἐπεὶ ᾽θέλω ᾽γὼ σωφρόνως ὥσπερ κόρη καθῆσθαι, λυποῦσα μηδέν᾽ ἐνθαδί, κινοῦσα μηδὲ κάρφος, (προς τον Χορόν Γερόντων) Βρε κουτεντέ! το χέρι του δεν πρέπει να σηκώνη ο άνθρωπος αυθαίρετα στον άλλον κατ' επάνω— σαν το σηκώνης, τούμπανα τα μάτια θα σου κάνω. Κακό δεν κάνω κανενός— φρόνιμα θα καθήσω, σαν κοριτσάκι— ούτε κλωνί αχύρου θα κινήσω,— ενόσω δεν θελήση 47 5 ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ. κανείς, σαν τη σφηγκοφωλιά να ρθή να μ' ερεθίση. Χ Γε ὦ Ζεῦ τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε τοῖς κνωδάλοις; ου᾽ γὰρ ἔτ᾽ ἀνεκτὰ τάδε γ᾽, ἀλλὰ Ώ Ζεύ! έχουμε τάχα χρεία, από αυτά τα κνώδαλα τ' αχρεία; (Τω Προβούλω:) Κανείς να υποφέρη δεν μπορεί βασανιστέον τόδε σοι τὸ πάθος μετ᾽ ἐμοῦ 48 0 ὅ τι βουλόμεναί ποτε τὴν Κραναὰν κατέλαβον, ἐφ᾽ ὅ τι τε μεγαλόπετρον ἄβατον ἀκρόπολιν ἱερὸν τέμενος. ἀλλ᾽ ἀνερώτα καὶ μὴ πείθου καὶ πρόσφερε πάντας ἐλέγχους, αυτό το πράμα το βαρύ. Λοιπόν να εξετάσουμε τί φτιάσανε, γιατ' ήλθανε το φρούριο τουΚραναού κ' επιάσανε, την άβατη Ακρόπολι, την πέτρα τη μεγάλη καί τον ναό τον Ιερό. Εξέτασε καί πάλι— καί μη πεισθής, κι' όλα τα μέσα που μπορείς, να μεταχειρισθής. 48 5 ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα μεθέντας. Γιατί ντροπή θα πάθουμε, εάν δεν εξετάσουμε τί τρέχει καί δεν μάθουμε. Πρόβουλος καὶ μὴν αὐτῶν τοῦτ᾽ ἐπιθυμῶ νὴ τὸν &ία πρῶτα πυθέσθαι, ὅ τι βουλόμεναι τὴν πόλιν ἡμῶν ἀπεκλῄσατε τοῖσι μοχλοῖσιν. Και, μα τον &ία, βέβαια— σείς πρώτες θα μου πήτε τι ταχα στην Ακρόπολι γυρεύατε να μπήτε καί με μοχλούς την κλείσατε; Λυσιστράτη ἵνα τἀργύριον σῶν παρέχοιμεν καὶ μὴ πολεμοῖτε δι᾽ αὐτό. Το χρήμα να κρατήσουμε σωστό, να μην αφήσουμε για χρήματα στον πόλεμο το αίμά σας να χύνετε. Πρ διὰ τἀργύριον πολεμοῦμεν γάρ; Θαρρείτε για τα χρήματα ο πόλεμος πώς γίνεται; Λυς καὶ τἄλλα γε πάντ᾽ ἐκυκήθη. Καί γι' άλλους λόγους γίνεται αυτό το ανακάτωμα: 49 0 ἵνα γὰρ Πείσανδρος ἔχοι κλέπτειν χοἰ ταῖς ἀρχαῖς ἐπέχοντες, ἀεί τινα κορκορυγὴν ἐκύκων. οἱ δ᾽ οὖν τοῦδ᾽ οὕνεκα δρώντων ὅ τι βούλονται· τὸ γὰρ ἀργύριον τοῦτ᾽ οὐκέτι μὴ καθέλωσιν. Για να μπορή οΠείσανδρος, καί όλα τ' άλλα άτομα που την αρχήν βυζαίνουνε, να βρίσκουν ευκαιρίες για κλέψιμο, ανοίγοντες στον τόπο φασαρίες. Άς κάμουν ό,τι θέλουνε και ό,τι τους αρέσει— να βγάλη νόημα από δω κανείς δεν θα μπόρεση. Πρ ἀλλὰ τί δράσεις; Καί τί θα κάμης ; Λυς τοῦτό μ᾽ ἐρωτᾷς; ἡμεῖς ταμιεύσομεν αὐτό. Το ρωτάς; τί άλλο δα θα πράξουμε. παρά να το φυλάξουμε; Πρ ὑμεῖς ταμιεύσετε τἀργύριον; Συ φύλακας στης πόλεως τα χρήματα θα γίνης; Λυσ τί <δὲ δεινὸν τοῦτο νομίζεις; Μπά! δύσκολο το κρίνεις; 49 οὐ καὶ τἄνδον χρήματα πάντως Μήπως εμείς δεν είμαστε καί φύλακες 5 ἡμεῖς ταμιεύομεν ὑμῖν; συνάμα για του σπιτιού τα χρήματα; Πρ ἀλλ᾽ οὐ ταὐτόν. &εν είν' το ίδιο πράμα. Λυσ πῶς οὐ ταὐτόν; &εν είν' το ίδιο πράμα; Πρ πολεμητέον ἔστ᾽ ἀπὸ τούτου. Ναί— μ' αυτό θα πολεμήσουμε. Λυσ ἀλλ᾽ οὐδὲν δεῖ πρῶτον πολεμεῖν. Μα και γι' αυτό τον πόλεμο να γίνη δεν θ' αφήσουμε. Πρ πῶς γὰρ σωθησόμεθ᾽ ἄλλως; Την πόλι πώς θα σώσουμε; Λυσ ἡμεῖς ὑμᾶς σώσομεν. Εμείς θα σας γλυτώσουμε. Πρ ὑμεῖς; Σείς, λέει; Λυσ ἡμεῖς μέντοι. Βέβαια εμείς. Πρ σχέτλιόν γε. Σαν δύσκολο πολύ. Λυσ ὡς σωθήσει, κἂν μὴ βούλῃ. Μα κι' αν δέν θέλης, θα σωθής. Πρ δεινόν <γε λέγεις. Η γλώσσά σου μιλεί πολύ κακά. Λυσ ἀγανακτεῖς. Αγανακτείς; 50 0 ἀλλὰ ποιητέα ταῦτ᾽ ἐστὶν ὅμως. μα θα το κατορθώσουμε. Πρ νὴ τὴν &ήμητρ᾽ ἄδικόν γε. Άδικο, μα τη &ήμητρα! Λυσ σωστέον ὦ τᾶν. Ά, πρέπει να σας σώσουμε. Πρ κεἰ μὴ δέομαι; Κι' αν ίσως δεν θελήσω; Λυσ τοῦδ᾽ οὕνεκα καὶ πολὺ μᾶλλον. Να κ' ένας λόγος πλειότερος το ζήτημα να λύσω. Πρ ὑμῖν δὲ πόθεν περὶ τοῦ πολέμου τῆς τ᾽ εἰρήνης ἐμέλησεν; Αλλά κι' αν πρέπ' ειρήνη ή πόλεμος να γίνη, πώς βγήκατε τη γνώμη σας να δώσετε στη χώρα; Λυσ ἡμεῖς φράσομεν. Θα σου τα πούμε τώρα. Πρ λέγε δὴ ταχέως, ἵνα μὴ κλάῃς, Θα κλάψης— λέγε γρήγορα. Λυσ ἀκροῶ δή, καὶ τὰς χεῖρας πειρῶ κατέχειν. Άκου λοιπόν καί στάσου, καί μη μας τα παρακουνάς μπροστά μας τα ξερά σου. Πρ ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι· χαλεπὸν γὰρ Να τα κρατήσω δεν μπορώ— με πιάνουνε κ' εξάψεις 50 5 ὑπὸ τῆς ὀργῆς αὐτὰς ἴσχειν. απ' το θυμό μου. Γυνὴ Α. κλαύσει τοίνυν πολὺ μᾶλλον. Έ, λοιπόν περσσότερο θα κλάψης. Πρ τοῦτο μὲν ὦ γραῦ σαυτῇ κρώξαις· σὺ δέ μοι λέγε. (προς την α' Γυναίκα) Πες το αυτό καλήτερα, γρηά, στον εαυτό σου. (Τη Λυσιστράτη) Για έλα τώρα, λέγε μας εσύ το σχέδιο σου. Λυσ ταῦτα ποιήσω. ἡμεῖς τὸν μὲν πρότερον πόλεμον Αυτό κ' εγώ έχω σκοπό, το σχέδιο μου να σου ειπώ. καὶ τὸν χρόνον ἠνεσχόμεθα ὑπὸ σωφροσύνης τῆς ἡμετέρας τῶν ἀνδρῶν ἅττ᾽ ἐποιεῖτε. οὐ γὰρ γρύζειν εἰᾶθ᾽ ἡμᾶς. καίτοὐκ ἠρέσκετέ γ᾽ ἡμᾶς. Εμείς αυτόν τον πόλεμο, [πού τρώει την Ελλάδα], πρώτες τον ανεχθήκαμε με τόση φρονιμάδα, κι' απ' τον καιρό πού αρχίσατε, ούτε καί να γκρινιάσουμε καθόλου μας αφήσατε— μα μολονότι είμαστε καί δυσαρεστημένες, 51 0 ἀλλ᾽ ᾐσθανόμεσθα καλῶς ὑμῶν, καὶ πολλάκις ἔνδον ἂν οὖσαι ἠκούσαμεν ἄν τι κακῶς ὑμᾶς βουλευσαμένους μέγα πρᾶγμα· εἶτ᾽ ἀλγοῦσαι τἄνδοθεν ὑμᾶς ἐπανηρόμεθ᾽ ἂν γελάσασαι, “τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι ἐν τῷ δήμῳ τήμερον ὑμῖν;” “τίδὲ σοὶ ταῦτ᾽;” ἦ δ᾽ ὃς ἂν ἁνήρ. κ' εμέναμε κλεισμένες στα σπίτια μας, πολλές φορές σε υποθέσεις σοβαρές να παίρνετε απόφασι πολύ κακή ακούσαμε. Κατόπιν σας ρωτούσαμε— με γέλιο και με λύπη μας μέσ' την ψυχή κρυφή: —"Τί αποφάσισ' η Βουλή στηστήλη να γραφή γιά την ειρήνη σήμερα;". —"Είν' αλλουνού δουλεία" 51 5 “οὐ σιγήσει;” κἀγὼ ἐσίγων. μου 'λεγε ο άνδρας μου. "Σκασμός!" &εν έβγαζα μιλιά! Γυνὴ Β Α' Γυνή ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐγώ ποτ᾽ ἐσίγων. Ά, να κρατήσω σιωπή ποτέ δεν θα μπορούσα. Πρ κἂν ᾤμωζές γ᾽, εἰ μὴ ᾽σίγας. Θα 'σκουζες, αν δεν σώπαινες. Λυσ τοιγὰρ ἔγωγ᾽ ἔνδον ἐσίγων. . . . ἔτερόν τι πονηρότερον βούλευμ᾽ ἐπεπύσμεθ᾽ ἂν ὑμῶν· εἶτ᾽ ἠρόμεθ᾽ ἄν· “πῶς ταῦτ᾽ ὦνερ διαπράττεσθ᾽ ὧδ᾽ ἀνοήτως;” ὁ δέ μ᾽ εὐθὺς ὑποβλέψας <ἂν ἔφασκ᾽, εἰ μὴ τὸν στήμονα νήσω, ὀτοτύξεσθαι μακρὰ τὴν κεφαλήν· “πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει.” Γι' αυτό κ' εγώ σιωπούσα. Καί όταν εμαθαίναμε πού' χατε ξαναβγάλη απόφασι χειρότερη, ρωτούσαμε καί πάλι: — "Μά πώς τα καταφέρατε με τόση κουταμάρα"; Κ' εκείνος, μ' ένα βλέμμα του πού σ' έπιανε τρομάρα, αν δεν καθήσω, μου λέγε, μονάχα με τη ρόκα μου θα μου σπάζε την κόκα μου. Ο πόλεμος είνε δουλειά καί σκέψις ανδρική. 52 0 Πρ ὀρθῶς γε λέγων νὴ &ί᾽ ἐκεῖνος. Ώ, μα τον &ία, στά λεγε καλά. Λυσ πῶς ὀρθῶς ὦ κακόδαιμον, εἰ μηδὲ κακῶς βουλευομένοις ἐξῆν ὑμῖν ὑποθέσθαι; ὅτε δὴ δ᾽ ὑμῶν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς φανερῶς ἠκούομεν ἤδη, Ακούς εκεί, μου τα 'λεγε καλά! πώς τάχα - όταν σκέπτεσθε καί σείς χωρίς μυαλά, πρέπει να σας αφίνουμε καί γνώμες να μη δίνουμε; “οὐκ ἔστιν ἀνὴρ ἐν τῇ χώρᾳ;“ “μὰ &ί᾽ οὐ δῆτ᾽,“ <εἶφ᾽ ἕτερός τις· καί όταν μια φορά στο δρόμο σας ακούσαμε να λέτε φανερά πώς άνδρας μέσ' στη χώρα δεν απομένει τώρα, κι' ο άλλος είπε: "ναί, κανείς, μα το θεό", —σκεφθήκαμε, 52 5 μετὰ ταῦθ᾽ ἡμῖν εὐθὺς ἔδοξεν σῶσαι τὴν Ἑλλάδα κοινῇ ταῖσι γυναιξὶν συλλεχθείσαις. ποῖ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῖναι; ἢν οὖν ἡμῶν χρηστὰ λεγουσῶν ἐθελήσητ᾽ ἀντακροᾶσθαι κἀντισιωπᾶθ᾽ ὥσπερ χἠμεῖς, ἐπανορθώσαιμεν ἂν ὑμᾶς. και η γυναίκες γρήγορα μαζύ εσυναχθήκαμε καί την Ελλάδα σήμερα να σώσουμ' είνε χρεία. Πούθε θα περιμέναμε για νάρθ' η σωτηρία; Λοιπόν, αν ίσως σήμερα είν' καί δικό σας θέλημα, άνδρες, ν' ακούσετε αυτά τα λόγια τα ωφέλιμα, κι' όπως εκάναμε κ' εμείς το στόμα να βουλλώσετε, μπορούμε να σας σώσουμε. Πρ ὑμεῖς ἡμᾶς; δεινόν γε λέγεις κοὐ τλητὸν ἔμοιγε. Εσείς εμάς να σώσετε; Βαρύς και ανυπόφορος ο λόγος οπού βγαίνει από το στόμα σου. Λυσ σιώπα. Σκασμός! 53 0 Πρ σοί γ᾽ ὦ κατάρατε σιωπῶ ᾽γώ, καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ περὶ τὴν κεφαλήν; μή νυν ζῴην. Μωρή καταραμένη! Εσύ θα δώσης προσταγή 'ς εμέ να σιωπήσω, με τη μανδήλα πού φορείς; Μπα! κάλλιο να μη ζήσω! Λυσ ἀλλ᾽ εἰ τοῦτ᾽ ἐμπόδιόν σοι, παρ᾽ ἐμοῦ τουτὶ τὸ κάλυμμα λαβὼν ἔχε καὶ περίθου περὶ τὴν κεφαλήν, κᾆτα σιώπα Αν με τούτο σ' εμποδίζω, τη μανδήλα σου χαρίζω, το κεφάλι σου να δένης, να σιωπαίνης. Γυνὴ Γ 53 5 καὶ τοῦτον τὸν καλαθίσκον. Να καλάθι, βάλ 'το μπρος σου, Λυσ κᾆτα ξαίνειν ξυζωσάμενος κυάμους τρώγων· πόλεμος δὲ γυναιξὶ μελήσει. πάρε καί την ρόκα ζώσου, καί κάθησε να τρως κουκκιά καί ξαίνε τα μαλλιά. Ά, τώρα είν' ο πόλεμος των γυναικών δουλειά! Χορὸς Γυναικῶν αἰρώμεθ᾽ ὦ γυναῖκες ἀπὸ τῶν καλπίδων, ὅπως ἂν Έλα, γυναίκες, κάθε μια αφήστε κάτω τα σταμνιά, 54 0 ἐν τῷ μέρει χἠμεῖς τι ταῖς φίλαισι συλλάβωμεν. στης φίλες μας να ρθούμε μαζύ τους να ενωθούμε. ἔγωγε γὰρ <ἂν οὔποτε κάμοιμ᾽ ἂν ὀρχουμένη, οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἕλοι μου καματηρός· ἐθέλω δ᾽ ἐπὶ πᾶν ἰέναι μετὰ τῶνδ᾽ ἀρετῆς ἕνεχ᾽, αἷς Με δίχως κούρασι μπορώ να μπαίνω πάντα στο χορό — [χωρίς να πέφτω χάμου,] κι' ο κόπος δεν εκούρασε ποτέ τα γόνατα μου. Θέλω να κάνω κάθε τί πού το προστάζ' η αρετή, [καί να περάσω από κεί] 54 5 ἔνι φύσις, ἔνι χάρις, ἔνι θράσος, ἔνι δὲ σοφόν, ἔνι <δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος. μαζύ μ' αυτές να ενωθώ, πούχουνε χάρι, λογική, πού έχει τόλμη κάθε μια, κ' είνε σοφία όλη, καί αγαπάνε μ' αρετή καί φρόνησι την πόλι. ἀλλ᾽ ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτων καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν, Συ, πούσαι μια γρηά γερή, καί σαν τσουκνίδα τσουχτερή, 55 0 χωρεῖτ᾽ ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ᾽· ἔτι γὰρ νῦν οὔρια θεῖτε. να μη δειλιάσης, τράβα 'μπρός, γιατ' είνε πρίμος ο καιρός. Λυσ ἀλλ᾽ ἤνπερ ὅ <τε γλυκύθυμος Ἔρως χἠ Κυπρογένει᾽ Ἀφροδίτη ἵμερον ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων καὶ τῶν μηρῶν καταπνεύσῃ, κᾆτ᾽ ἐντήξῃ τέτανον τερπνὸν τοῖς ἀνδράσι καὶ ῥοπαλισμούς, οἶμαί ποτε Λυσιμάχας ἡμᾶς ἐν τοῖς Ἕλλησι καλεῖσθαι. Κι' αν ο γλυκός ο έρως επιμένη— κ' η Αφροδίτ' η Κυπρογεννημένη πόθο μέσα στους κόρφους μας ν' ανάψη, καί τα μεριά μας με φωτιές να κάψη, καί αν τους άνδρες απ' την καύλα λειώση, καί σαν το ρόπαλο τους την τεντώση,— στους Έλληνας, θα μας ειπούν μια μέρα πολεμοκαταλύτρες πέρα ως πέρα! 55 5 Πρ τί ποιησάσας; Πώς θα το καταφέρνατε καί τούτο ; Λυσ ἢν Παύσωμεν πρώτιστον μὲν ξὺν ὅπλοισιν ἀγοράζοντας καὶ μαινομένους. [Μια χαρά!] Να παύσουνε στην αγορά να βγαίνουν λυσσασμένοι καί πάντοτ' ωπλισμένοι. Γυνὴ Α νὴ τὴν Παφίαν Ἀφροδίτην. Ναί, μα της Πάφου τη θεά! Λυσ νῦν μὲν γὰρ δὴ κἀν ταῖσι χύτραις κἀν τοῖς λαχάνοισιν ὁμοίως περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγορὰν ξὺν ὅπλοις ὥσπερ Κορύβαντες. Κι' άλλη δουλειά δεν έχουνε, παρά σαν τους Κορύβαντας στην αγορά να τρέχουνε, κ' εκεί ν' ανακατώνουνε τα όπλα τα πολεμικά, με χύτρες καί λαχανικά! Πρ νὴ &ία· χρὴ γὰρ τοὺς ἀνδρείους. Κ' έτσι πρέπει, μα τον &ία! Να, αυτό θα πή ανδρεία— Λυσ καὶ μὴν τό γε πρᾶγμα γέλοιον, Κι' όμως είν' αστείο πράμα, να κρατή κανείς ασπίδες με 56 ὅταν ἀσπίδ᾽ ἔχων καὶ Γοργόνα τις Γοργόνες, καί να τρέχη ν' αγοράζη, τί;— 0 κᾆτ᾽ ὠνῆται κορακίνους. μαρίδες! Γυνὴ Β νὴ &ί᾽ ἐγὼ γοῦν ἄνδρα κομήτην φυλαρχοῦντ᾽ εἶδον ἐφ᾽ ἵππου ἐς τὸν χαλκοῦν ἐμβαλλόμενον πῖλον λέκιθον παρὰ γραός· ἕτερος δ᾽ <αὖ Θρᾷξ πέλτην σείων κἀκόντιον ὥσπερ ὁ Τηρεύς, ἐδεδίσκετο τὴν ἰσχαδόπωλιν καὶ τὰς δρυπεπεῖς κατέπινεν. Μα το θεό, είδα κ' εγώ καβάλλ' απάνω 'ς τ' άλογο σπουδαίον αρχηγό, να βγάν' υπερηφάνως το χάλκινο του κράνος με τα μαλλιά τα μακρυά,— να βάλη μέσα εν' αυγό, π' αγόρασε από μια γρηά! Κ' ένα άλλο παλληκάρι, πού ήτανε σαν τον Τηρέα, με ασπίδα καί κοντάρι, κ' είχε 'ρθή από τη Θράκη, μια γυναίκα απειλούσε, όπου σύκα επουλούσε, καί της έχαφτ' ένα-ένα όσα ήσαν γινωμένα. 56 5 Πρ πῶς οὖν ὑμεῖς δυναταὶ παῦσαι τεταραγμένα πράγματα πολλὰ ἐν ταῖς χώραις καὶ διαλῦσαι; Καί πώς θα ήσθε δυνατές, της ταραχές όλες αυτές οπού στης χώρες γίνονται, εσείς να καταπνίξετε ; Λυσ φαύλως πάνυ. Ά, είνε τόσον εύκολο. Πρ πῶς; ἀπόδειξον. Μα πώς; να τ' αποδείξετε, Λυσ ὥσπερ κλωστῆρ᾽, ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος, ὧδε λαβοῦσαι, ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν ἐνταυθοῖ τὸ δ᾽ ἐκεῖσε, οὕτως καὶ τὸν πόλεμον τοῦτον διαλύσομεν, ἤν τις ἐάσῃ, Σαν κλωστές, πού όταν πέφτουν σε μια μπερδεψιά κακή, της τραβούμε με τ' αδράχτια, μια από 'δώ καί μια από 'κεί, έτσι καί τον πόλεμο σας θα διαλύσω τον μεγάλο, 57 0 &ιενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῖ τὸ δ᾽ ἐκεῖσε. στέλνοντας αμέσως πρέσβεις στο 'να μέρος καί στο άλλο. Πρ ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων πράγματα δεινὰ παύσειν οἴεσθ᾽ ὦ ἀνόητοι; Τί μας λέτε, βρε κουτές, με μαλλιά καί με κλωστές καί μ' αδράχτια σείς θαρρείτε τέτοια πράματα μεγάλα πώς να παύσετε μπορείτε ; Λυσ κἂν ὑμῖν γ᾽ εἴ τις ἐνῆν νοῦς, ἐκ τῶν ἐρίων τῶν ἡμετέρων ἐπολιτεύεσθ᾽ ἂν ἅπαντα. Αλλ' αν είχατε σείς γνώσι, κι' από τούτα τα μαλλιά μάθημα θάχατε πάρη για τη κάθε σας δουλειά. Πρ πῶς δή; φέρ᾽ ἴδω. Πώς λοιπόν; για να το ιδούμε. Λυσ πρῶτον μὲν ἐχρῆν, ὥσπερ πόκου ἐν βαλανείῳ Όπως βάζομε στην πλύσι 57 5 ἐκπλύναντας τὴν οἰσπώτην, ἐκ τῆς πόλεως ἐπὶ κλίνης πρώτα-πρώτ' από τη βρώμα το μαλλί να καθαρίςη, ἐκραβδίζειν τοὺς μοχθηροὺς καὶ τοὺς τριβόλους ἀπολέξαι, καὶ τούς γε συνισταμένους τούτους καὶ τοὺς πιλοῦντας ἑαυτοὺς ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖσι διαξῆναι καὶ τὰς κεφαλὰς ἀποτῖλαι· εἶτα ξαίνειν ἐς καλαθίσκον κοινὴν εὔνοιαν, ἅπαντας έτσι έπρεπ' οι πολίται τα ραβδιά να πάρετ' όλοι, μοχθηρούς καί ραδιούργους να πετάξετ' απ' την πόλι— καί αυτούς, πού κάνουν πάντα μεταξύ τους μια φατρία καί κολλούν στην εξουσία, να τους ξύνετε, μαδώντας το [κακό τους] το κεφάλι— έπειτα μέσ' στο καλάθι να τους ξάνετ' όλους πάλι— προς ωφέλεια της χώρας— νάχετε' ανακατωμένους 58 0 καταμιγνύντας τούς τε μετοίκους κεἴ τις ξένος ἢ φίλος ὑμῖν, κεἴ τις ὀφείλει τῷ δημοσίῳ, καὶ τούτους ἐγκαταμεῖξαι· καὶ νὴ &ία τάς γε πόλεις, ὁπόσαι τῆς γῆς τῆσδ᾽ εἰσὶν ἄποικοι, διαγιγνώσκειν ὅτι ταῦθ᾽ ἡμῖν ὥσπερ τὰ κατάγματα κεῖται χωρὶς ἕκαστον· κᾆτ᾽ ἀπὸ τούτων πάντων τὸ κάταγμα λαβόντας εκεί μέσα τους μετοίκους καί τους φίλους σας τους ξένους— άλλ' αν τύχη και κανένας στο δημόσιο χρωστά, βάλτε τον κ' εκείνον μέσα [να μη μένη χωριστά.] Και η πόλεις, μα τον &ία, όπου είνε μέχρις ώρας άποικοι αυτής της χώρας, να το ξέρετε πώς είνε σαν κομμάτια χωρισμένα: πάρετε κάθε κομμάτι, να τα κάμετ' όλα ένα. 58 5 δεῦρο ξυνάγειν καὶ συναθροίξειν εἰς ἕν, κἄπειτα ποιῆσαι τολύπην μεγάλην κᾆτ᾽ ἐκ ταύτης τῷ δήμῳ χλαῖναν ὑφῆναι. Φτιάστε μια τρανή τουλούπα μ' όλ' αυτά τα μαζωμένα, κ' έπειτα μ' αυτή του &ήμου να υφαίνετε τη χλαίνα. Πρ οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίξειν καὶ τολυπεύειν, αἶς οὐδὲ μετῆν πάνυ τοῦ πολέμου; &εν είνε ανυπόφορο τέτοια μαλλιά να ξαίνουν αυτές, οπού στον πόλεμο καί μέρος δεν λαβαίνουν; Λυσ καὶ μὴν ὦ παγκατάρατε πλεῖν ἤ γε διπλοῦν αὐτὸν φέρομεν, πρώτιστον μέν γετεκοῦσαι Καί όμως, τρισκατάρατε ! [στον πόλεμο δεν πάμε] μα δίνουμε περσότερο κι' απ' το διπλό:— γεννάμε 59 0 κἀκπέμψασαι παῖδας ὁπλίτας. τα τέκνα ημείς πρώτες πού πάνε στρατιώτες. Πρ σίγα, μὴ μνησικακήσῃς. Μη μου θυμίζης το κακό! Λυσ εἶθ᾽ ἡνίκα χρῆν εὐφρανθῆναι καὶ τῆς ἥβης ἀπολαῦσαι, μονοκοιτοῦμεν διὰ τὰς στρατιάς. καὶ θἠμέτερον μὲν ἐᾶτε, περὶ τῶν δὲ κορῶν ἐν τοῖς &εν πρέπει να χαρούμε λοιπόν κ' εμείς τα νηάτα μας; να ευχαριστηθούμε, πού σήμερα κοιμώμεθα μονάχες, εξ αιτίας αυτής της εκστρατείας; θαλάμοις γηρασκουσῶν ἀνιῶμαι. Κι' όσο για μας αφήστέ το, [δεν μας πολυπειράζει]— μα κείνο, όπου τώχουμε μέσ' στην καρδιά μαράζι, είνε που τα κορίτσια μας ανύπανδρα γερνάνε. Πρ οὔκουν χἄνδρες γηράσκουσιν; Μήπως κ' οι άνδρες δεν γερνούν; Λυσ μὰ &ί᾽ ἀλλ᾽ οὐκ εἶπας ὅμοιον. Μπα! λες το ίδιο νάνε; 59 5 ὁ μὲν ἥκων γάρ, κἂν ᾖ πολιός, ταχὺ παῖδα κόρην γεγάμηκεν· τῆς δὲ γυναικὸς σμικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ᾽πιλάβηται, οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην, ὀττευομένη δὲ κάθηται. Ο άνδρας, επιστρέφοντας και γέρος απ' τη μάχη, μπορεί λαμπρά να πανδρευθή καί νηά γυναίκα νάχη. Μα της γυναίκας φεύγουνε τα νηάτα καί η χάρι, κι' αν δεν προφθάση γρήγορα, κανείς δεν θα την πάρη, καί κάθεται [στο ράφι] για να ρωτάη από κεί τη μοίρα, τι τής γράφει! Πρ ἀλλ᾽ ὅστις ἔτι στῦσαι δυνατὸς-- Αλλά γιατί, αφού μπορεί καί γέρος να την πάρη, οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι; Λυσ σὺ δὲ δὴ τί μαθὼν οὐκ ἀποθνῄσκεις; Συ, για πες μου τώρα: τάχα τί να μάθεις περιμένεις πού ακόμα δεν πεθαίνεις; 60 0 χωρίον ἐστί· σορὸν ὠνήσει· μελιτοῦτταν ἐγὼ καὶ δὴ μάξω. λαβὲ ταυτὶ καὶ στεφάνωσαι. Να σε θάψουν έχεις τόπο— [λοιπόν κάμε καί τον κόπο] καί αγόρασε μια κάσσα, καί για χάρι σου ως τόσο τα μελομακάρουνά σου μοναχή θα σου ζυμώσω. Να κι' αυτό για στέφανο σου— πάρε το και στεφανώσου. (Του ρίπτει άνωθεν στέφανον) Γυνὴ Γ Γυνή Γ' καὶ ταυτασὶ δέξαι παρ᾽ ἐμοῦ. (ρίπτουσα ταινίας) Να κι' αυτά, δικό μου δώρο. Γυνὴ Α Γυνή Α' καὶ τουτονγὶ λαβὲ τὸν στέφανον. (ρίπτουσα στέφανον) Καί στεφάνι θα σου βάλλω. 60 5 Λυσ τοῦ δεῖ; τί ποθεῖς; χώρει ᾽ς τὴν ναῦν· ὁ Χάρων σε καλεῖ, σὺ δὲ κωλύεις ἀνάγεσθαι. Πες μου, τί σου λείπει άλλο; Καί τί θέλεις [να σου πάρω;] Τράβα γρήγορα στη βάρκα... [δεν ακούς, καλέ], το Χάρο;... σε φωνάζει... σε προσμένει... &εν μπορεί να ξεκινήση, [κ' είν' ή βάρκα του δεμένη!] Πρ εἶτ᾽ οὐχὶ ταῦτα δεινὰ πάσχειν ἔστ᾽ ἐμέ; νὴ τὸν &ί᾽ ἀλλὰ τοῖς προβούλοις ἄντικρυς &εν είνε πράμα φοβερό; [δεν είνε αηδία] αυτά πού σήμερα εδώ παθαίνω; Μα τον &ία, 61 0 ἐμαυτὸν ἐπιδείξω βαδίζων ὡς ἔχω. θά πάω κ' οι επίτροποι για να μ' ιδούν οι άλλοι, καί να με καμαρώσουνε 'ς αυτό τό μαύρο χάλι! (Φεύγει) Λυσ μῶν ἐγκαλεῖς ὅτι οὐχὶ προὐθέμεσθά σε; ἀλλ᾽ ἐς τρίτην γοῦν ἡμέραν σοὶ πρῲ πάνυ ἥξει παρ᾽ ἡμῶν τὰ τρίτ᾽ ἐπεσκευασμένα. (κραυγάζουσα όπισθεν του:) Μη τύχη κ' εναντίον μας θα φτιάσης κατηγόρια, πού τάχα σου το κρύψαμε τολείψανο σου χώρια; Έννοια σου, σαν περάσουνε τρείς μέρες από σήμερα, θα ρθούμε να σου κάνουμε πρωί-πρωί τα τρήμερα! (Εισέρχεται) "Κρανάα" ωνομάζετο η πετρώδης ακρόπολις, από του βασιλέως Κραναού. Ο Πείσανδρος ήτο συνάρχων μετά του Φρυνίχου καί του Θηραμένους, κωμωδείται ως δωροδοκούμενος, καταχραστής καί δειλός. Η στήλη ήτο ορθογώνιος λιθίνη ή χαλκή, εκτεθειμένη εις δημόσιον μέρος, επί της οποίας ανεγράφοντο τα ψηφίσματα, αι συνθήκαι καί αι πράξεις των στηλιτευομένων επί κακία ή επαινουμένων επ' αρετή. κουκιά: Σατυρίζει τους δικαστάς— τινές των οποίων υπεχρεούντο να τρώγουν κουκκιά, δια να μη νυστάζουν κατά τάς δίκας. Κορύβαντας: Υιοί του Ηφαίστου, ιερείς της Κυβέλης, τελούντες τα όργια αυτής με ύμνους θορυβώδεις και με παράφορους κινήσεις, εν Φρυγία καί Κρήτη. Τηρέας: Ήρως καί βασιλεύς Θρακικός, περί του οποίου πλειότερα εις τα σχόλια των “Ορνίθων". "Μελιτούττα": παρασκεύασμα ζύμης μετά μέλιτος, το οποίον ετίθετο πλησίον των νεκρών, δια να χρησιμεύση ως τροφή του Κέρβερου κατά την διάβασιν εις τον Άδην. Το λείψανον απετίθετο εις δημόσιον θέαν προ της θύρας τής οικίας και εκεί το έκλαιον αι γυναίκες. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η Παράβαση (614-705) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) Χορὸς Γερόντων οὐκέτ᾽ ἔργον ἐγκαθεύδειν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος, Ο ελεύθερος ο άνδρας να κοιμάται δεν του πρέπει. 61 5 ἀλλ᾽ ἐπαποδυώμεθ᾽ ἄνδρες τουτῳὶ τῷ πράγματι. ἤδη γὰρ ὄζειν ταδὶ πλειόνων καὶ μειζόνων πραγμάτων μοι δοκεῖ, καὶ μάλιστ᾽ ὀσφραίνομαι τῆς Ἱππίου τυραννίδος· Ας ξετάσουμε το πράμα— εις αυτό καθένας βλέπει πώς υπάρχει κάτι άλλο πειό πολύ και πειό μεγάλο, και μυρίζει τυραννία σαν κ' εκείνη του Ιππία. 62 0 καὶ πάνυ δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινὲς δεῦρο συνεληλυθότες ἄνδρες ἐς Κλεισθένους τὰς θεοῖς ἐχθρὰς γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ᾽ ἡμῶν τόν τε μισθόν, Είνε φόβος μήπως ήλθαν Σπαρτιάτες στού Κλεισθένη κ' εκατάφεραν με δόλο κάθε μιά καταραμένη, να κρατήσουνε το χρήμα, πού 'χουμε [και πολεμούμε] 62 5 ἔνθεν ἔζων ἐγώ. και τη σύνταξι πού ζούμε. δεινὰ γάρ τοι τάσδε γ᾽ ἤδη τοὺς πολίτας νουθετεῖν, καὶ λαλεῖν γυναῖκας οὔσας ἀσπίδος χαλκῆς πέρι, καὶ διαλλάττειν πρὸς ἡμᾶς ἀνδράσιν Λακωνικοῖς, οἷσι πιστὸν οὐδὲν εἰ μή περ λύκῳ κεχηνότι. Είνε τρομερό να βγαίνουν συμβουλές να μας πουλάνε, και για χάλκινες ασπίδες η γυναίκες να μιλάνε, και να μας συμφιλιώσουν με τους Λάκωνας ακόμα, οπού έχουν τόση πίστι, όση κ' ένα λύκου στόμα. 63 0 ἀλλὰ ταῦθ᾽ ὕφηναν ἡμῖν ἄνδρες ἐπὶ τυραννίδι. ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὲν οὐ τυραννεύσουσ᾽, ἐπεὶ φυλάξομαι καὶ φορήσω τὸ ξίφος τὸ λοιπὸν ἐν μύρτου κλαδί, ἀγοράσω τ᾽ ἐν τοῖς ὅπλοις ἑξῆς Ἀριστογείτονι, ὧδέ θ᾽ ἑστήξω παρ᾽ αὐτόν· αὐτὸς γάρ μοι γίγνεται [&εν είν' αμφιβολία πώς] ολ' αυτά σκαρώσανε να φτιάσουν τυραννία. Αλλά να γίνουν τύραννοι καιρό δεν θα τους δώσω, και μέσα σε μυρτιάς κλαδιά το ξίφος μου θα χώσω, και θα σταθώ στην αγορά, και θα παραφυλάττω εκεί στου Αριστογείτονος το άγαλμ' από κάτω. Έ, τώρα τούτη τη γρηά μου 'ρχεται να την πιάσω, 63 5 τῆς θεοῖς ἐχθρᾶς πατάξαι τῆσδε και την παληομασσέλα της [με μια γροθιά] να σπάσω. γραὸς τὴν γνάθον. Χορὸς Γυναικῶν οὐκ ἄρ᾽ εἰσιόντα σ᾽ οἴκαδ᾽ ἡ τεκοῦσα γνώσεται. ἀλλὰ θώμεσθ᾽ ὦ φίλαι γρᾶες ταδί πρῶτον χαμαί. ἡμεῖς γὰρ ὦ πάντες ἀστοὶ λόγων κατάρχομεν τῇ πόλει χρησίμων· Όταν καθένας από σας στο σπίτι του γυρίση, θα τον ιδή κ' η μάννα του και δεν θα τον γνωρίση. — Φίλες γρηές! αφήστε τα ετούτα πού κρατείτε. — Για το καλό της πόλεως μιλούμ' εμείς, πολίται— 64 0 εἰκότως, ἐπεὶ χλιδῶσαν ἀγλαῶς ἔθρεψέ με. ἑπτὰ μὲν ἔτη γεγῶσ᾽ εὐθὺς ἠρρηφόρουν· εἶτ᾽ ἀλετρὶς ἦ δεκέτις οὖσα τἀρχηγέτι· και πρέπει, γιατί μ' έθρεψε με χάδια ζηλευτά, και με λαμπρότητα πολλή. Από χρονών εφτά κρατούσα [μια χαρά] μέσ' στης γιορτές της Αθηνάς τα βάζα τα ιερά— στα δέκα χρόνια μ' έβαζαν και άλεθα [με χάρι] το ιερό κριθάρι— 64 5 κᾆτ᾽ ἔχουσα τὸν κροκωτὸν ἄρκτος ἦ Βραυρωνίοις· κἀκανηφόρουν ποτ᾽ οὖσα παῖς καλὴ ᾽χουσ᾽ ἰσχάδων ὁρμαθόν· ἆρα προὐφείλω τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι; εἰ δ᾽ ἐγὼ γυνὴ πέφυκα, τοῦτο μὴ φθονεῖτέ μοι, και την αρκούδα έκανα με φούστα κροκωτή στης Βαυρωνίας τη γιορτή— και όταν πεια εγίνηκα μια ώμορφη κοπέλλα, και το κανίστρι εκράτησα και σύκα μια τσαπέλλα. Γι' αυτό λοιπόν πρέπει κ' εγώ να δώσω μια καλή στην πόλι συμβουλή. Κι' αν η δική μου η ψυχή καλό στην πόλι θέλη, κι' αν έτυχε να γεννηθώ γυναίκα, μη σας μέλη, - 65 0 ἢν ἀμείνω γ᾽ εἰσενέγκω τῶν παρόντων πραγμάτων. τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι· καὶ γὰρ ἄνδρας ἐσφέρω, τοῖς δὲ δυστήνοις γέρουσιν οὐ μέτεσθ᾽ ὑμῖν, ἐπεὶ τὸν ἔρανον τὸν λεγόμενον παππῷον ἐκ τῶν Μηδικῶν εἶτ᾽ ἀναλώσαντες οὐκ ἀντεσφέρετε τὰς ἐσφοράς, ούτε και αν τα πράματα, πού έχουν χάλι τόσο, εγώ θα διορθώσω. &ίνω το μερδικό μου στην πόλι, το δικό μου. Με άνδρες πάντα κάθε μια το φόρο της προσφέρει— δεν είσθε σείς για τίποτε, δυστυχισμένοι γέροι! παρά ξεκοκκαλίζετε τη σύνταξι πού παίρνετε απ' τον καιρό των Μηδικών, και τίποτε δεν φέρνετε 65 5 ἀλλ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν διαλυθῆναι προσέτι κινδυνεύομεν. ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; εἰ δὲ λυπήσεις τί με, τῷδέ γ᾽ ἀψήκτῳ πατάξω τῷ κοθόρνῳ τὴν γνάθον. και κινδυνεύ' η χώρα ολόκληρη, για χάρι σας, να παραλύση τώρα. Έχεις κ' αίτια άλλη για να γκρινιάζεις πάλι; Κύττα καλά, κακόμοιρε! γιατ' αν με πιάσ' η τρέλλα, με το σκληρό το τσόκαρο σου σπάζω τη μασσέλα. Χ Γερ ταῦτ᾽ οὖν οὐχ ὕβρις τὰ πράγματ᾽ ἐστὶ Ώ! μ' αυτό πού λένε πάλι είνε μια βρισιά μεγάλη! 66 0 πολλή; κἀπιδώσειν μοι δοκεῖ τὸ χρῆμα μᾶλλον. ἀλλ᾽ ἀμυντέον τὸ πρᾶγμ᾽ ὅστις γ᾽ ἐνόρχης ἔστ᾽ ἀνήρ. ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐκδυώμεθ᾽, ὡς τὸν ἄνδρα δεῖ ἀνδρὸς ὄζειν εὐθύς, ἀλλ᾽ οὐν ἐντεθριῶσθαι πρέπει. κι' όλο το κακό ανάβει κι' όλο πέφτουμε στα ίδια- Έ! τα μέτρα του ας λάβη κάθε άνδρας πώχει αρχίδια! Άς πετάξουμε τας χλαίνας, -κι' όταν άνδρας είν' κανένας πρέπει ανδρίκια να μυρίζη, και δεν πρέπει τυλιγμένος στα πανιά να τριγυρίζη. 66 5 ἀλλ᾽ ἄγετε λευκόποδες, οἵπερ επὶ Λείψύδριον ἤλθομεν ὅτ᾽ ἦμεν ἔτι, νῦν δεῖ νῦν ἀνηβῆσαι πάλιν κἀναπτερῶσαι Λοιπόν εμπρός, λυκόποδες! εμείς, πού νέοι τότε, πήγαμε στο Λειψύδιον [κρυφά για συνωμόται,] πρέπει να ξανανηώσουμε και τούτη τη φορά, νέα να πάρουμε φτερά, 67 0 πᾶν τὸ σῶμα κἀποσείσασθαι τὸ γῆρας τόδε. και τα γεράματα μας μακράν να τα πετάξουμε από τα σώματα μας. εἰ γὰρ ἐνδώσει τις ἡμῶν ταῖσδε κἂν σμικρὰν λαβήν, οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦς χειρουργίας, ἀλλὰ καὶ ναῦς τεκτανοῦνται, κἀπιχειρήσουσ᾽ ἔτι Γιατί αέρα τόσο και μόνον αν τους δώσω, μπορούν να βρούνε τον καιρό να φτιάσουν κάτι τολμηρό: μπορούν και πλοία μάλιστα στη θάλασσα να ρίξουν— 67 5 ναυμαχεῖν καὶ πλεῖν ἐφ᾽ ἡμἁς ὥσπε, Ἀρτεμισία. ἢν δ᾽ ἐφ᾽ ἱππικὴν τράπωνται, διαγράφω τοὺς ἱππέας. ἱππικώτατον γάρ ἐστι χρῆμα κἄποχον γυνή, κοὐκ ἂν ἀπολίσθοι τρέχοντος· τὰς μπορούν και κατ' επάνω μας ακόμη να τραβήξουν, να κάνουν ναυμαχία σαν την Αρτεμισία. Κι' αν [εύρουν ευκαιρία μια μέρα να] το ρίξουνε και στην καβαλλαρία, — το ξέγραψα το ιππικό— γιατί το κάθε θηλυκό δ᾽ Ἀμαζόνας σκόπει, ἃς Μίκων ἔγραψ᾽ ἐθ᾽ ἵππων μαχομένας τοῖς ἀνδράσιν. έχει για την καβάλλα κεφάλαια μεγάλα, και δεν εγλίστρησε ποτέ να πέση στην τρεχάλα. &εν παίρνεις το παράδειγμα κι' από της Αμαζόνες, στη ζωγραφιά του Μύκωνος, πού πολεμάνε μόνες 68 0 ἀλλὰ τούτων χρῆν ἁπασῶν ἐς τετρημένον ξύλον ἐγκαθαρμόσαι λαβόντας τουτονὶ τὸν αὐχένα. καβάλλα κατά των ανδρών; Λοιπόν μη της αφήσουμε, και το λαιμό τους γρήγορα στο φάλαγγα να κλείσουμε. Χ Γυν εἰ νὴ τὼ θεώ με ζωπυρήσεις, λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν ἐγὼ δή, καὶ ποιήσω Μά της δυο θεές! το αίμα κι' αν μ' ανάψη πειό πολύ, θ' απολύσω τη χολή, 68 5 τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῖν σ᾽ ἐγὼ πεκτούμενον. ἀλλὰ χἠμεῖς ὦ γυναῖκες θᾶττον ἐκδυώμεθα, ὡς ἂν ὄζωμεν γυναικῶν αὐτοδὰξ ὠργισμένων. νῦν πρὸς ἔμ᾽ ἴτω τις, ἵνα μή ποτε φάγῃ σκόροδα, μηδὲ θα σου βγάλω μάτια, μύτες, πού να τρέχης να γυρεύης βοηθούς σου τους πολίτες. —Κι' από μας η κάθε μία το κορμί της τώρ' ας γδύση, γυναικίλες να μυρίση. Κι' όποιος τώρα του βαστά, ας ζυγώση εδώ μπροστά, να του δείξω εγώ, αν σκόρδα του λοιπού θα ξαναφάη [για τον πόλεμο να πάη] 69 0 κυάμους μέλανας. ὡς εἰ καὶ μόνον κακῶς ἐρεῖς, ὑπερχολῶ γάρ, κι' αν θα φάη μαυροκούκκια [για να πάη να δικάζη και να κάθεται στην έδρα δίχως να ξερονυστάζη.] Μια το στόμα σου μονάχα λέξιν άσχημη να βγάνη, και ο θυμός ευθύς με πιάνει, 69 5 αἰετὸν τίκτοντα κάνθαρός σε μαιεύσομαι. οὐ γὰρ ὑμῶν φροντίσαιμ᾽ ἄν, ἢν ἐμοὶ ζῇ Λαμπιτὼ ἥ τε Θηβαία φίλη παῖς εὐγενὴς Ἰσμηνία. οὐ γὰρ ἔσται δύναμις, οὐδ᾽ ἢν ἑπτάκις σὺ ψηφίσῃ, ὅστις ὦ δύστην᾽ ἀπήχθου πᾶσι καὶ τοῖς γείτοσιν. πού θα βγής απ' τον καυγά όπως από το σκαθάρι κι' ο αητός,— χωρίς αυγά! Μα κι' αν στέκεσαι μπροστά μου, δεν με μέλει πειά γι' αυτό, όσο είν' η Λαμπιτώ, κι' όσο βρίσκεται εκεί κ' η Θηβαία Ισμηνία, πούνε κόρη ευγενική. Κι' αν σωστές φορές εφτά μας ψηφίσης εναντίον, δεν περνούν 'ς εμάς αυτά, κακομοίρη, πού γυρεύεις σε γειτόνους και σε φίλους συφορές να μαγερεύης. 70 0 ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν ἐγὼ τοῖσι παισὶ τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ᾽ ἐκ τῶν γειτόνων, παῖδα χρηστὴν κἀγαπητὴν ἐκ Βοιωτῶν ἔγχελυν· οἱ δὲ πέμψειν οὐκ ἔφασκον διὰ τὰ σὰ ψηφίσματα. κοὐχὶ μὴ παύσησθε τῶν ψηφισμάτων τούτων, πρὶν ἂν Χθες ακόμα με της άλλες στης Εκάτης τη γιορτή, τούτη την αγαπητή επροσκάλεσα κοπέλλα, πούνε ώμορφη και μέλι και της Βοιωτίας χέλι. Και δεν ήθελαν να στείλουν της γυναίκες τους δω πέρα από τα ψηφίσματα σου, [οπού βγάνεις κάθε μέρα.] Παύτε τα ψηφίσματα σας, πρίν κανένας σας αρπάξη 70 5 τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων. απ' τα γέρικα σας σκέληα, και το σβέρκο σας τινάξη! Ιππίας και Ίππαρχος, γνωστοί τύραννοι των Αθηνών, υιοί του Πεισιστράτου, των οποίων ο δεύτερος εφονεύθη υπό του Αριστογείτονος. Κλεισθένης: Τρυφηλός και συζών μετά πολλών γυναικών. μυρτιάς κλαδιά Υπονοεί τον τρόπον, δια του οποίου ο Αριστογείτων εφόνευσε τον Ίππαρχον. “Αρρηφορία" ελέγετο η μετακόμισις αγγείων, εντός των οποίων αι παρθένοι έφερον τα “άρρητα" εις την Αθηνάν. Βαυρών ήτο δήμος Αθηναίων πλησίον του Μαραθώνος, ένθα λέγεται ότι ο Αγαμέμνων εθυσίασε την Ιφιγένειαν και ουχί εν Αυλίδι. Εκεί μυθολογείται ότι άρκτος τις δοθείσα εις τον ναόν της Αρτέμιδος εξημερώθη, εν τούτοις ημέραν τινά κατέσχισε το πρόσωπον παρθένου τινός, της οποίας ο αδελφός εφόνευσε το ζώον. Εκ τούτου οργισθείσα η Άρτεμις διέταξεν, όπως εκάστη παρθένος από ηλικίας 5-10 ετών ενδύεται άπαξ ιεράν κροκωτήν εσθήτα και χορεύη ως άρκτος. Λειψύδιον: Χωρίον ξηρόν και άνυδρον πλησίον της Πάρνηθας, εις το οποίον συνήλθόν τινες εκ της πόλεως προς συνωμοσίαν, ως βεβαιοί ο Αριστοτέλης εις την Αθηναίων Πολιτείαν. Αρτεμισία: Θυγάτηρ του Λυγδάμιδος εξ Εφέσου καταγόμενη, σύμμαχος του Ξέρξου κατά την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν. Μύκων, περίφημος ζωγράφος Αθηναίος, ζωγραφίσας μάχην Αμαζόνων εις την Ποικίλην Στοάν. φάλαγγα: Τρυπημένον ξύλον, "κύφων"— εντός της οπής αυτού έκλειον τον λαιμόν των κακούργων. αυγά: Κατά Αισώπειον μύθον ελέχθη: οι κάνθαροι καταστρέφουσι τα ωά των αετών. Ίσως υπονοεί τους όρχεις. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η Ιαμβική Σκηνή (706-780) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) Χορὸς Γυναικῶν ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος, τί μοι σκυθρωπὸς ἐξελήλυθας δόμων; Συ, αρχηγέ της πράξεως, για πες μας τί συμβαίνει, πού βγαίνεις τόσο σκυθρωπή και τόσο λυπημένη; Λυσιστράτη κακῶν γυναικῶν ἔργα καὶ θήλεια φρὴν ποιεῖ μ᾽ ἄθυμον περιπατεῖν τ᾽ ἄνω κάτω. Των γυναικών των πρόστυχων τα έργα τα κακά και τα μυαλά τα θηλυκά [πού φρόνησι τους λείπει]— έ, να, αυτά μ' εκάμανε να περπατώ με λύπη. 71 0 Χ Γυ τί φῄς; τί φῄς; Τί λες; τί λες; Λυσ ἀληθῆ, ἀληθῆ. Αλήθεια, ναί. Χ Γυ τί δ᾽ ἐστὶ δεινόν; φράζε ταῖς σαυτῆς φίλαις. Τ' είν' το κακό πού εστάθη; Πες το στη φιλαινάδα σου, [πού θέλει να το μάθη.] Λυσ ἀλλ᾽ αἰσχρὸν εἰπεῖν καὶ σιωπῆσαι βαρύ. Κι' αν σας το πω θα ήν' αισχρό, κι' αν δεν το πω κακό-ψυχρό. Χ Γυ μή νύν με κρύψῃς ὅ τι πεπόνθαμεν κακόν. Μη μας το κρύβης το κακό, και πες το ίσα-ίσα., 71 5 Λυσ βινητιῶμεν, ᾗ βράχιστον τοῦ λόγου. Κοντολογής, μας έπιασε για το γαμήσι λύσσα! Χ Γυ ἰὼ Ζεῦ. Ώ Ζεύ! Λυσ τί Ζῆν᾽ ἀυτεῖς; ταῦτα δ᾽ οὖν οὕτως ἔχει. ἐγὼ μὲν οὖν αὐτὰς ἀποσχεῖν οὐκέτι οἵα τ᾽ ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν· διαδιδράσκουσι γάρ. Τί να σου κάνη ο Ζεύς; Αυτό ζητούν να φτιάσουν, και να της κάνω δεν μπορώ τους άνδρες να ξεχάσουν. Και κατορθώνει κάθε μια με τρόπο να μου φυγή. 72 0 τὴν μέν γε πρώτην διαλέγουσαν τὴν ὀπὴν κατέλαβον ᾗ τοῦ Πανός ἐστι ταὐλίον, τὴν δ᾽ ἐκ τροχιλείας αὖ κατειλυσπωμένην, τὴν δ᾽ αὐτομολοῦσαν, τὴν δ᾽ ἐπὶ στρούθου μίαν ἤδη πέτεσθαι διανοουμένην κάτω Τη μία, τρύπα μυστική την τσάκωσα ν' ανοίγη— μεσ' στου Πανός το ιερό— [κ' η άλλη με σχοινί γερό] κατέβη, απ' του πηγαδιού δεμένη το μαγκάνι— η άλλη πάει στον εχθρό κι' αυτομολία κάνει— κι' άλλη καβάλλα ήθελε να πάρη ένα σπουργίτι, 72 5 ἐς Ὀρσιλόχου χθὲς τῶν τριχῶν κατέσπασα. πάσας τε προφάσεις ὥστ᾽ ἀπελθεῖν οἴκαδε ἕλκουσιν. ἤδη γοῦν τις αὐτῶν να πέση στου [πορνοβοσκού] Ορσίλοχου το σπίτι,— ως πού την εξεμάλλιασα. Και όλες μου ζητάνε προφάσεις, να το σκάσουνε, στα ἔρχεται. αὕτη σὺ ποῖ θεῖς; σπίτια τους να πάνε. Θα ιδήτε— κάποια έρχεται και πλησιάζει— να τη! —Παρακαλώ, πού το βαλες του λόγου σου τρεχάτη ; (Εισέρχεται η Γυνή Α') Γυνὴ Α οἴκαδ᾽ ἐλθεῖν βούλομαι. οἴκοι γάρ ἐστιν ἔριά μοι Μιλήσια Θέλω να πάω σπίτι μου. Άφησα 'ς το κατώι από τη Μίλητο μαλλιά, κι' ο σκόρος μου τα τρώει. 73 0 ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα. Λυσ ποίων σέων; οὐκ εἶ πάλιν; Ποιός σκόρος; άφησε τ' αυτά— [τράβα και γύρνα πίσω!] Γυν Α ἀλλ᾽ ἥξω ταχέως νὴ τὼ θεὼ ὅσον διαπετάσασ᾽ ἐπὶ τῆς κλίνης μόνον. Στης δυο θεές ορκίζομαι, αμέσως θα γυρίσω— θα πεταχτώ τρεχάτη, να το ξαπλώσω μια στιγμή απάνω στο κρεββάτι. Λυσ μὴ διαπετάννυ, μηδ᾽ ἀπέλθῃς μηδαμῇ. &εν φεύγεις, ούτε το μαλλί θ' απλώσης τώρα— άσ' το! Γυν Α ἀλλ᾽ ἐῶ ᾽πολέσθαι τἄρι᾽; Μα θα το χάσω το μαλλί! Λυσ ἢν τούτου δέῃ. Έ, δεν πειράζει— χάσ' το! 73 5 Γυνὴ Β (εισερχόμενη) τάλαιν᾽ ἐγώ, τάλαινα τῆς Ἀμοργίδος, ἣν ἄλοπον οἴκοι καταλέλοιφ᾽. Η δύστυχη! η δύστυχη! και τώρα τί να κάνω, πού το λινάρι τάφησα με δίχως να το ξάνω! Λυσ αὕθἠτέρα ἐπὶ τὴν Ἄμοργιν τὴν ἄλοπον ἐξέρχεται. χώρει πάλιν δεῦρ᾽. Να κι' άλλη, πού μας κόπιασε το δρόμο της να πάρη, γιατί άφησεν ακτύπητο στο σπίτι το λινάρι! Πήγαινε μέσα γρήγορα! Γυν Β ἀλλὰ νὴ τὴν Φωσφόρον ἔγωγ᾽ ἀποδείρασ᾽ αὐτίκα μάλ᾽ ἀνέρχομαι. Μα θα γυρίσω πίσω, μα την Εκάτη, στη στιγμή, αρκεί να το κτυπήσω! 74 0 Λυσ μή μἀποδείρῃς. ἢν γὰρ ἄρξῃς τοῦτο σύ, ἑτέρα γυνὴ ταὐτὸν ποιεῖν βουλήσεται. Ας λείψουν τα κτυπήματα— γιατ' έτσι αν αρχίση, κι' άλλη θα μας κουβαληθή το ίδιο να ζητήση. Γυνὴ Γ (Εισέρχεται η Γυνή Γ' έχουσα εξωγκωμένην την γαστέρα) ὦ πότνι᾽ Εἰλείθυι᾽ ἐπίσχες τοῦ Ώ συ, θεά Ειλείθυια! κράτει [με κάθε τόκου, ἕως ἂν εἰς ὅσιον μόλω ᾽γὼ χωρίον. τρόπο,] για να προφθάσ' η γέννα μου να γίνη 'ς άλλον τόπο, χωρίς την ιερότητα πού έχει τούτος νάχη. Λυσ τί ταῦτα ληρεῖς; Τί ψαίλνεις συ μονάχη ; Γυν Γ αὐτίκα μάλα τέξομαι. Κύττα! στην ώρα βρίσκομαι της γέννας η καημένη. 74 5 Λυσ ἀλλ᾽ οὐκ ἐκύεις σύ γ᾽ ἐχθές. Έ, μα καλά— συ όμως χθες δεν ήσουν 'γγαστρωμένη. Γυν Γ ἀλλὰ τήμερον. ἀλλ᾽ οἴκαδέ μ᾽ ὡς τὴν μαῖαν ὦ Λυσιστράτη ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα. Τί τάχα; είμαι σήμερα. Στείλε με στη στιγμή να πεταχθώ στο σπίτι μου να φέρω τη μαμή. Λυσ τίνα λόγον λέγεις; τί τοῦτ᾽ ἔχεις τὸ σκληρόν; Μα για ποιο λόγο; τούτο δω μου φαίνεται πολύ σκληρό. Γυν Γ ἄρρεν παιδίον. Α, είν' αρσενικό μωρό. Λυσ μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐ σύ γ᾽, ἀλλ᾽ ἢ χαλκίον Μα τη θεά! εδώ παιδί δεν φαίνεται για νάχη— σαν τεντζερέδι φαίνεται— στάσου, θα ιδώ μονάχη, (Ερευνά υπό τον χιτώνα της Γυναικός Γ', και εξάγει, χαλκήν περικεφαλαίαν) 75 0 ἔχειν τι φαίνει κοῖλον· εἴσομαι δ᾽ ἐγώ. ὦ καταγέλαστ᾽ ἔχουσα τὴν ἱερὰν κυνῆν κυεῖν ἔφασκες; Το κράνος έχωσες εδώ, ανόητη! της Αθηνάς, και λες ότι κοιλοπονάς; Γυν Γ καὶ κυῶ γε νὴ &ία. Μα το θεό, κοιλοπονώ. Λυσ τί δῆτα ταύτην εἶχες; Καλά, κ' εδώ στη ζώνη το κράνος γιατί τώβαλες; Γυν Γ ἵνα μ᾽ εἰ καταλάβοι ὁ τόκος ἔτ᾽ ἐν πόλει, τέκοιμ᾽ ἐς τὴν κυνῆν Γιατί αν μου 'ρθουν πόνοι απάνω στην Ακρόπολι, να κάτσω χέρι- χέρι 75 5 ἐσβᾶσα ταύτην, ὥσπερ αἱ περιστεραί. να κάνω μέσα το παιδί καθώς το περιστέρι. Λυσ τί λέγεις; προφασίζει· περιφανῆ τὰ πράγματα. οὐ τἀμφιδρόμια τῆς κυνῆς αὐτοῦ μενεῖς; Τί λες! ωραία πρόφασι! μα είνε φανερό! Γιατί εδώ δεν κάθεσαι να κάνης το μωρό, και στη δεκάτη μέρα του απάνω ίσα- ίσα, μέσα στο κράνος του παιδιού να κάνης τα βαφτίσα; Γυν Γ ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι ᾽γωγ᾽ οὐδὲ κοιμᾶσθ᾽ ἐν πόλει, ἐξ οὗ τὸν ὄφιν εἶδον τὸν οἰκουρόν ποτε. Ά, όχι— στην Ακρόπολι εγώ δεν θέλω νάμαι και [μόνη] να κοιμάμαι— με πήγε ριπιτίδι την ώρα πού αντίκρυσα της Αθηνάς το φίδι. Γυνὴ * (Εισερχόμενη) 76 0 ἐγὼ δ᾽ ὑπὸ τῶν γλαυκῶν γε τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι ταῖς ἀγρυπνίαισι κακκαβαζουσῶν ἀεί. Nχ, ωχ! Η κακορροίζικη! απ' την αγρύπνια θα χαθώ— ούτε στιγμή να κοιμηθώ η κουκουβάγες μ' άφησαν! Λυσ ὦ δαιμόνιαι παύσασθε τῶν τερατευμάτων. ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι Παύτε τα παραμύθια, δαιμονισμένες! θέλετε τους άνδρες σας 'ς ταλήθεια— θαρρείτε πώς δεν θέλουμε να είμεθα μαζύ τους; δέ ξέρουμε το τί τραβούν της νύχτες μοναχοί τους; 76 5 ἄγουσι νύκτας. ἀλλ᾽ ἀνάσχεσθ᾽ ὦγαθαί, καὶ προσταλαιπωρήσατ᾽ ἔτ᾽ ὀλίγον χρόνον, ὡς χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐπικρατεῖν, ἐὰν μὴ στασιάσωμεν· ἔστι δ᾽ ὁ χρησμὸς οὑτοσί. Μα λίγο κρατηθήτε και στενοχωρηθήτε, γιατί το είπε κι' ο χρησμός: η νίκ' είνε δική μας άν γκρίνιες δεν ανοίξουμε και στάσι μεταξύ μας. Αυτός λοιπόν είν' ο χρησμός... Γυν Α λέγ᾽ αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει. Για πες να τον ακούσουμε. Λυσ σιγᾶτε δή. Ακούστε και σκασμός! 77 0 ἀλλ᾽ ὁπόταν πτήξωσι χελιδόνες εἰς ἕνα χῶρον, τοὺς ἔποπας φεύγουσαι, ἀπόσχωνταί τε φαλήτων, παῦλα κακῶν ἔσται, τὰ δ᾽ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης-- —“Όταν η χελιδόνες ”θά μαζευθούν σε μια μεριά και θα καθήσουν μόνες ”από τους τσαλαπετεινούς μακράν κι' από αρσενικά, ”θα σταματήσουν τα κακά. ”κι' ο Ζεύς όπου βροντά ψηλά [με το τρανό του χέρι,] ”τά πράματα θα φέρη, ”πού τ' από πάνω θα βρεθή στο κάτω πλακωμένο”. Γυν Β ἐπάνω κατακεισόμεθ᾽ ἡμεῖς; Θα πέφτουμ' από πάνω τους εμείς;— [καταλαβαίνω.] Λυσ ἢν δὲ διαστῶσιν καὶ ἀναπτῶνται “Η χελιδόνες δε αυτές αν τσακωθούν πτερύγεσσιν καμμιά φορά 77 5 ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες, οὐκέτι δόξει ὄρνεον οὐδ᾽ ὁτιοῦν καταπυγωνέστερον εἶναι. ”κι' από τον ιερό ναό φύγουν και κάνουνε φτερά, ”όρνιο ποτέ δεν θα φανή [στόν κόσμο γεννημένο] ”πειό πουτανιάρικο απ' αυτές και πειό ξεκωλιασμένο! . . . ” Γυν Α σαφής γ᾽ ὁ χρησμὸς νὴ &ί᾽. Ά, μα τον &ία! ο χρησμός τα λέει παστρικά. Λυσ ὦ πάντες θεοί, μή νυν ἀπείπωμεν ταλαιπωρούμεναι, ἀλλ᾽ εἰσίωμεν. καὶ γὰρ αἰσχρὸν τουτογὶ Θεοί! ας μη δειλιάσουμε απ' τούτα τα κακά. Περάστε μέσα, φίλες μου, [τα χέρια μας να σφίξουμε] και προδοσία στο χρησμό θάνε κακό να δείξουμε. 78 0 ὦ φίλταται, τὸν χρησμὸν εἰ προδώσομεν. Εισέρχονται όλαι εντός των πυλών και τας κλείουν. Ορσίλοχος Πορνοβοσκός και μοιχός, κωμωδούμενος και επί θηλυπρεπεία. Μίλητος Τα έρια της Μιλήτου επροτιμώντο ως εκλεκτότερα. Ειλείθυια: Θεά προστάτις των τοκετών. βαφτίσα: Κατά τον Σχολιαστήν η δεκάτη και κατά τον Νεόφυτον &ούκαν η πέμπτη ημέρα της γεννήσεως του παιδιού, καθ' ην αι φίλαι περιέφερον αυτό γύρω της εστίας της οικίας— η τελετή αυτή εκαλείτο “αμφιδρόμια". της Αθηνάς το φίδι: Ο ιερός δράκων της Αθηνάας, φύλαξ του ναού. χελιδόνες: Εννοεί τάς γυναίκας. τσαλαπετεινούς: Τους άνδρας. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η Λυρικός &ιάλογος (781-828) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) Χορὸς Γερόντων μῦθον βούλομαι λέξαι τιν᾽ ὑμῖν, ὅν ποτ᾽ ἤκουσ᾽ αὐτὸς ἔτι παῖς ὤν. Άκουσ' ένα παραμύθι από το δικό μου στόμα, πούχα μια φοράν ακούση, πού μουνα παιδί ακόμα. 78 5 οὕτως ἦν νεανίσκος Μελανίων τις, ὃς φεύγων γάμον ἀφίκετ᾽ ἐς ἐρημίαν, κἀν τοῖς ὄρεσιν ᾤκει· κᾆτ᾽ ἐλαγοθήρει Λοιπόν ήταν ένας νέος, Μελανίων τώνομά του, μια φορά, όπου το γάμο δεν τον ήθελ' η καρδιά του, και την ερημιά επήρε και τα όρη εκατοικούσε— 79 0 πλεξάμενος ἄρκυς, καὶ κύνα τιν᾽ εἶχεν, κοὐκέτι κατῆλθε πάλιν οἴκαδ᾽ ὑπὸ μίσους. οὕτω τὰς γυναῖκας ἐβδελύχθη είχε και σκυλλί και δίχτυ και λαγούς εκυνηγούσε. Λοιπόν έτσι, τής γυναίκες είχε τόσο σιχαθή, πού σε πόλι και σε σπίτι δεν μπορούσε να σταθή,— 79 5 ᾽κεῖνος, ἡμεῖς τ᾽ οὐδὲν ἧττον τοῦ Μελανίωνος οἱ σώφρονες. μα κοντεύω κι' από κείνον πειό πολύ να σε μισήσω— Γέρων βούλομαί σε γραῦ κύσαι-- μολαταύτα σαν να θέλω, βρε γρηά, να σε φιλήσω. Γυνή κρόμμυόν τἄρ᾽ οὐκ ἔδει. Αλλ' ανάγκη πειά δεν θάχης από κρομμυδιού κομμάτια να σου κλάψουνε τα μάτια. Γέρ κἀνατείνας λακτίσαι. Και το πόδι θα σηκώσω με κλωτσιές να σε φορτώσω. 80 0 Γυν τὴν λόχμην πολλὴν φορεῖς. Βλέπω πούχεις κρεμασμένη γενειάδα φυτρωμένη. Χορὸς Γερόντων καὶ Μυρωνίδης γὰρ ἦν τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν, ὥς δὲ καὶ Φορμίων. Μα κι' αυτός ο Μυρωνίδης τους εχθρούς εφόβιζ' όλους με τους μαύρους του τους κώλους και με την τραχεία του όψι, —όπως κάνει κι ο Φορμίων. Χορὸς Γυναικῶν 80 5 κἀγὼ βούλομαι μῦθόν τιν᾽ ὑμῖν ἀντιλέξαι τῷ Μελανίωνι. Τίμων ἦν ἀίδρυτός τις ἀβάτοισιν Αφού είπες συ εκείνο, πού καμεν ο Μελανίων, έχω και εγώ σκοπό ένα μύθο να σου ειπώ: Κάποιος Τίμων είχε ζήση, με μορφή σκουντουφλιασμένη, 81 0 ἐν σκώλοισι τὸ πρόσωπον περιειργμένος, Ἐρινύων ἀπορρώξ. οὗτος οὖν ὁ Τίμων * ᾤχεθ᾽ ὑπὸ μίσους λες και ήτανε μ' αγκάθια γύρω-γύρω της φραγμένη, όπως βράχος Ερινύων. Έ, λοιπόν, αυτός ό Τίμων έφυγεν από το πλήθος των κακών και των ατίμων. 81 πολλὰ καταρασάμενος ἀνδράσι Τους αχρείους όπως είσθε, είχε σιχαθή 5 πονηροῖς. οὕτω ᾽κεῖνος ὑμῶν ἀντεμίσει τοὺς πονηροὺς ἄνδρας ἀεί, κι' αυτός,— κι' όμως ήταν στης γυναίκες τρυφερός κι' αγαπητός,— 82 0 ταῖσι δὲ γυναιξὶν ἦν φίλτατος. Γυν τὴν γνάθον βούλει θένω; Τη μασσέλα θα σου σπάσω! Γέρ μηδαμῶς· ἔδεισά γε. Καλέ σώπα! μην το κάνης,—κι' απ' το φόβο θα τα χάσω Γυν ἀλλὰ κρούσω τῷ σκέλει; Νά, τα σκέλια θά σηκώσω και θα σε κλωτσήσω. Γέρ τὸν σάκανδρον ἐκφανεῖς. Κτύπα! να σου ιδούμε και την τούπα. 82 5 Χ Γυν ἀλλ᾽ ὅμως ἂν οὐκ ἴδοις καίπερ οὔσης γραὸς ὄντ᾽ αὐτὸν κομήτην, ἀλλ᾽ ἀπεψιλωμένον τῷ λύχνῳ. Τώρα 'ς τα γεράματα μου δεν θα ιδής αυτήν τη χάρι, γιατί τόχω μαδημένο σαν να το κάψε λυχνάρι. Μελανίων ή Μειλανίων, σύζυγος της Αταλάντης, μεταμορφωθείς εις λέοντα. Ενταύθα αναγράφει τον μύθον προς ειρωνείαν, διότι ο Μελανίων, συναντηθείς μετά της Αταλάντης εις κυνήγιον επί των ορέων της Αρκαδίας, την κατεδίωξε και την εβίασεν. Μελανίων και Φορμίων. Γενναίοι στρατηγοί, Τους μελαμπύγους εθεώρουν γενναίους, τουναντίον δε δειλούς και θηλυπρεπείς τους λευκοπύγους. Τίμων ο Μισάνθρωπος: ούτος αποφεύγων τους ανθρώπους, κατέφυγεν εις ερημικά μέρη— καταπεσών δε από απιδέαν και μη θέλων να προσκαλέση ιατρόν να περιποιηθή το τραύμα του, απέθανεν εκ γαγγραίνης, ο δε τάφος του κατεκλύσθη υπό της θαλάσσης επί της οδού της οδηγούσης από Πειραιώς εις Σούνιον. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η &ύο Ιαμβικές Σκηνές με (954-979) Αναπαιστικό Ξέσπασμα της Πρώτης (829-1013) Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas) (επί του τείχους) Λυσιστράτη ἰοὺ ἰοὺ γυναῖκες ἴτε δεῦρ᾽ ὡς ἐμὲ Έ, έ! γυναίκες! γρήγορα ελάτ' εδώ! 83 0 ταχέως. Γυνή τί δ᾽ ἔστιν; εἰπέ μοι τίς ἡ βοή; Τί τρέχει; ποιός είν' αυτός ο θόρυβος, και ποιάν αιτίαν έχει; Λυσ ἄνδρ᾽ <ἄνδρ᾽> ὁρῶ προσιόντα
παραπεπληγμένον,
τοῖς τῆς Ἀφροδίτης ὀργίοις
εἰλημμένον.
Να! βλέπω άνδρα πού τραβά εδώ 'ς το
τείχος ίσα—
τον έχει πιάση, φαίνεται, για της
γυναίκες λύσσα.
Λυσιστράτη Mυρρίνη
ὦ πότνια Κύπρου καὶ Κυθήρων καὶ
Πάφου
μεδέουσ᾽, ἴθ᾽ ὀρθὴν ἥνπερ ἔρχι τὴν
ὁδόν.
Συ, των Κυθήρων η θεά, [η
αφρογεννημένη,]
πούσαι στην Πάφο [λατρευτή], στην
Κύπρο [δοξασμένη],
'ς αυτόν τον δρόμο πού άνοιξες,
δύναμι τώρα δίνε
να πάρη τον ανήφορο.
83
5 Γυν ποῦ δ᾽ ἐστὶν ὅστις ἐστί; Ποιός έρχεται; πού είνε ;
Λυσ παρὰ τὸ τῆς Χλόης.
Εκεί στης Χλόης το ιερό επρόβαλε
τρεχάτος.
Γυν

ὢ νὴ &ί᾽ ἔστι δῆτα. τίς κἀστίν ποτε;
Ώ, μα τον &ία! να τος!
Ποιος νάνε ;
Λυσ ὁρᾶτε· γιγνώσκει τις ὑμῶν;
Τον γνωρίζετε καμμιά από σας ; για
ιδήτε.
Μυρ
νὴ &ία
ἔγωγε· κἀστὶν οὑμὸς ἀνὴρ
Κινησίας.
Τον ξέρω— για σταθήτε—
αυτός είνε ο άνδρας μου, ο Κινησίας.
Λυσ
σὸν ἔργον ἤδη τοῦτον ὀπτᾶν καὶ
στρέφειν
Έλα,
ψήσε τον, στριφογύρισ' τον, δείξε πώς
έχεις τρέλλα
84
0
κἀξηπεροπεύειν καὶ φιλεῖν καὶ μὴ
φιλεῖν,
καὶ πάνθ᾽ ὑπέχειν πλὴν ὧν
σύνοιδεν ἡ κύλιξ.
γι' αυτόν, πως δεν τον αγαπάς
κατόπιν, κι' ό,τι άλλο,
οξ' απ' αυτό πού δώσαμε τον όρκο τον
μεγάλο.
Μυρ ἀμέλει ποιήσω ταῦτ᾽ ἐγώ.
Ά! μη σε μέλη κ' έννοια σου— κουνούπι
θα του γίνω.
Λυσ
καὶ μὴν ἐγὼ
ξυνηπεροπεύσω <σοι>
παραμένουσ᾽ ἐνθαδί,
καὶ ξυσταθεύσω τοῦτον. ἀλλ᾽
ἀπέλθετε.
Κ' εγώ μαζύ θα μείνω
να του σηκώσω τα μυαλά και να τον
ξεροψήσω.
(Προς τάς λοιπάς)
Πηγαίνετε πειό πίσω.
(Άπασαι αι επί του τείχους γυναίκες και
η Μυρρίνη κρύπτονται).
Κινησίας (ερχόμενος κάτωθεν του τείχους)
84
5
οἴμοι κακοδαίμων, οἷος ὁ σπασμός
μ᾽ ἔχει
Πω, πω, πω! ο κακομοίρης! τί σπασμός
πού μ' έχει πιάση,
λες και στον τροχό με δέσαν.
χὠ τέτανος ὥσπερ ἐπὶ τροχοῦ
στρεβλούμενον.
Λυσ
τίς οὗτος οὑντὸς τῶν φυλάκων
ἑστώς;
Έ! τίς εί! πού 'χεις περάση
μέσ' στους φύλακας;
Κιν ἐγώ. Εγώ, είμαι!
Λυσ ἀνήρ; Άνδρας είσαι;
Κιν ἀνὴρ δῆτ᾽. Άνδρας, πώς;
Λυσ οὐκ ἄπει δῆτ᾽ ἐκποδών; Θέν θα φυγής;
Κιν σὺ δ᾽ εἶ τίς ἡκβάλλουσά μ᾽; Τ' είσαι τάχα συ που μου το λες;
Λυσ ἡμεροσκόπος. Σκοπός.
85
0 Κιν
πρὸς τῶν θεῶν νυν ἐκκάλεσόν μοι
Μυρρίνην.
Φώναξε μου τη Μυρρίνη να βγή έξω,
στο θεό σου!
Λυσ
ἰδοὺ καλέσω ᾽γὼ Μυρρίνην σοι; σὺ
δὲ τίς εἶ;
Ακου! θέλει τη Μυρρίνη να φωνάξω!
σε καλό του!
Και του λόγου σου ποιος είσαι, [όπου
προσταγές μας δίδεις;]
Κιν ἀνὴρ ἐκείνης, Παιονίδης Κινησίας.
Είμ' ό άνδρας ο δικός της,—Κινησίας Π
ε ο ν ί δ η ς.
Λυσ
ὦ χαῖρε φίλτατ᾽· οὐ γὰρ ἀκλεὲς
τοὔνομ
τὸ σὸν παρ᾽ ἡμῖν ἐστιν οὐδ᾽
ἀνώνυμον.
Συ 'σαι, φίλτατέ μου; Γειά σου!
κάθε μιά μας τώνομά σου,
όχι και με δίχως δόξα εδώ πέρα το
γνωρίζει—
85
5
ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ᾽ ἔχει διὰ στόμα.
κἂν ᾠὸν ἢ μῆλον λάβῃ, “Κινησίᾳ
τουτὶ γένοιτο,” φησίν.
η γυναίκα σου στο στόμα τώχει και το
πιπιλίζει,
κ' είτ' αυγό κρατεί στο χέρι
είτε μήλο, το φυλάει πάντοτε να το
προσφέρη
στον καλό της Κινησία, [πού τον
άφησε στο σπίτι.]
Κιν ὢ πρὸς τῶν θεῶν. Αχ! για το θεό! [χρυσό μου!]
Λυσ
νὴ τὴν Ἀφροδίτην· κἂν περὶ
ἀνδρῶν γ᾽ ἐμπέσῃ
λόγος τις, εἴρηκ᾽ εὐθέως ἡ σὴ γυνὴ
Ώ, ναί, μα την Αφροδίτη!
Κι' αν συμβή καμμιά κουβέντα για τους
άνδρας μας να γίνη,
πάντοτε μας λέει εκείνη:
86
0
ὅτι λῆρός ἐστι τἄλλα πρὸς
Κινησίαν.
[“όλ' αυτά πού λέτ' αλήθεια],
μα μπροστά στον Κινησία είνε όλοι
κολοκύθια!”.
Κιν ἴθι νυν κάλεσον αὐτήν. Τρέχα, τρέχα φώναξε τη!
Λυσ τί οὖν; δώσεις τί μοι;
Κάτι τι δεν θα θελήσης
και 'ς εμένα να χαρίσης;
Κιν
ἔγωγέ <σοι> νὴ τὸν &ί᾽, ἢν βούλῃ
γε σύ·
ἔχω δὲ τοῦθ᾽· ὅπερ οὖν ἔχω,
δίδωμί σοι.
(χειρονομών καταλλήλως)
Άκου λέει! Μα τον &ία, να το θέλης
μόνο φθάνει—
τούτο μού τυχε να έχω,—σου το δίνω
[αν σου κάνη.]
Λυσ φέρε νυν καλέσω καταβᾶσά σοι.
Στάσου λίγο— κατεβαίνω να σου την
φωνάξω τώρα.
(εισέρχεται)
Κιν ταχύ νυν πάνυ.
Τρέχα γρήγορα και φέρ' τη— γιατί άχ!
από την ώρα
86
5
ὡς οὐδεμίαν ἔχω γε τῷ βίῳ χάριν,
ἐξ οὗπερ αὕτη ᾽ξῆλθεν ἐκ τῆς
οἰκίας·
ἀλλ᾽ ἄχθομαι μὲν εἰσιών, ἔρημα δὲ
εἶναι δοκεῖ μοι πάντα, τοῖς δὲ
σιτίοις
χάριν οὐδεμίαν οἶδ᾽ ἐσθίων· ἔστυκα
γάρ.
που μου έφυγε απ' το σπίτι [κι' από
μένα μένει χώρια,]
στη ζωή δεν βρίσκω χάρι . . . μπαίνω
μέσα, στενοχώρια...
όλα έχουνε ρημάξη ....
άνοστο και το φαί μου.... κι' απ' την
καύλα έχω λυσσάξη!
Εξέρχεται η ΜΥΡΙΝΗ εις το τείχος
87
0 Μυρ
φιλῶ φιλῶ ᾽γὼ τοῦτον· ἀλλ᾽ οὐ
βούλεται
ὑπ᾽ ἐμοῦ φιλεῖσθαι. σὺ δ᾽ ἐμὲ
τούτῳ μὴ κάλει.
(ωσεί μονολογούσα)
Τον αγαπώ, τον αγαπώ, κι' όμως
αυτός δεν θέλει
καθόλου την αγάπη μου— λοιπόν σαν
δεν τον μέλη,.
τι μ' έφερες εδώ γι' αυτόν;
Κιν
ὦ γλυκύτατον Μυρρινίδιον τί ταῦτα
δρᾷς;
κατάβηθι δεῦρο.
Γλυκό μου Μυρρηνάκι!
Γιατί μου κλείσθηκες αυτού; [έλα μ'
εμέ λιγάκι.]
Μυρ μὰ &ί᾽ ἐγὼ μὲν αὐτόσ᾽ οὔ.
Κάτω εγώ;! μα τον θεό, ούτε στο νου
το βάζω.
Κιν
ἐμοῦ καλοῦντος οὐ καταβήσει
Μυρρίνη;
Μυρρίνη! πώς; δέν έρχεσαι 'ς εμέ, πού
σε φωνάζω;
87
5 Μυρ
οὐ γὰρ δεόμενος οὐδὲν ἐκκαλεῖς
ἐμέ.
Ανάγκες από μένα συ δεν έχεις πειά
πολλές.
Κιν
ἐγὼ οὐ δεόμενος; ἐπιτετριμμένος
μὲν οὖν.
&εν έχω ανάγκη εγώ για σε; [Μα τ' είν'
αυτά πού λες;]
Εγώ εκαταστράφηκα χωρίς εσέ.
Μυρ ἄπειμι. Θα φύγω.
Κιν
μὴ δῆτ᾽, ἀλλὰ τῷ γοῦν παιδίῳ
ὑπάκουσον· οὗτος οὐ καλεῖς τὴν
μαμμίαν;
Στάσου ακόμα λίγο.
(Σπεύδει εις τα παρασκήνια και οδηγεί
υπηρέτην φέροντα παιδίον.)
Άκουσε το παιδάκι μας,
(Προς το παιδίον)
Τί στέκεσαι, βρε βλάκα;
φώναξε τη μαμάκα σου.
Παῖς Κινησίου
μαμμία, μαμμία, μαμμία. Μαμάκα μου! μαμάκα!
88
0 Κιν
αὕτη τί πάσχεις; οὐδ᾽ ἐλεεῖς τὸ
παιδίον
ἄλουτον ὂν κἄθηλον ἕκτην ἡμέραν;
Βρε συ! μα ούτε το παιδί λυπάσαι, σαν
μητέρα,
πούν' άπλυτο και αβύζαχτο για έκτη
τώρα μέρα;
Μυρ
ἔγωγ᾽ ἐλεῶ δῆτ᾽· ἀλλ᾽ ἀμελὴς
αὐτῷ πατὴρ
ἔστιν.
Εγώ λυπάμαι το παιδί— μα 'κείνος όπου
μένει
σκληρός, ειν' ο πατέρας του.
Κιν κατάβηθ᾽ ὦ δαιμονία τῷ παιδίῳ.
Μωρή δαιμονισμένη!
κατέβα χάριν του παιδιού!
Μυρ
οἷον τὸ τεκεῖν· καταβατέον. τί γὰρ
πάθω;
Η μάννα δεν ξεχάνει
το σπλάγχνο της— ας κατεβώ— τί τάχα
θα μου κάνη;
(Εισέρχεται)
88
5 Κιν
ἐμοὶ γὰρ αὕτη καὶ νεωτέρα δοκεῖ
πολλῷ γεγενῆσθαι κἀγανώτερον
βλέπειν·
χἂ δυσκολαίνει πρὸς ἐμὲ καὶ
βρενθύεται,
ταῦτ᾽ αὐτὰ δή ᾽σθ᾽ ἃ κἄμ᾽ ἐπιτρίβει
τῷ πόθῳ.
Μωρέ, αυτή μου φαίνεται πειό νηά ότι
τη βρήκα,
και τώρα έχει πειό πολλή μεσ' στη
ματιά της γλύκα—
κι' όσο μου κάνει αντίστασι, κι' όσο
μου κάνει νάζι,
τόσο του πόθου της φωτιές μέσ' στην
καρδιά μου βάζει.
Μυρ
ὦ γλυκύτατον σὺ τεκνίδιον κακοῦ
πατρός,
(εξέρχεται εκ του παρασκηνίου και σπεύδει
προς το παιδίον)
Γλυκό παιδί, ενός μπαμπά με
διαστρεμμένη φύσι!
89
0
φέρε σε φιλήσω γλυκύτατον τῇ
μαμμίᾳ.
έλα στη μητερίτσα σου να σε
γλυκοφιλήση.
Κιν
τί ὦ πονήρα ταῦτα ποιεῖς χἀτέραις
πείθει γυναιξί, κἀμέ τ᾽ ἄχθεσθαι
ποιεῖς
αὐτή τε λυπεῖ;
(συλλαμβάνων αυτήν)
Παληογυναίκα συ! γιατί σε πείσανε η
άλλες,
και φασαρίες άνοιξες στον άνδρα σου
μεγάλες,
πού έτσι βλάπτεσαι και συ, κ' εκείνος
υποφέρει;
Μυρ μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι.
Παρακαλώ! μη ακουμπάς επάνω μου
το χέρι!
Κιν
τὰ δ᾽ ἔνδον ὄντα τἀμὰ καὶ σὰ
χρήματα
Κι' άφησες τόσα πράγματα έρμα στο
σπίτι χάμου
89
5 χεῖρον διατίθης. δικά σου και δικά μου;
Μυρ ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει. Μπα, δεν με μέλει τέσσαρα.
Κιν
ὀλίγον μέλει σοι τῆς κρόκης
φορουμένης
ὑπὸ τῶν ἀλεκτρυόνων;
Βρε μίλα λογικά—
και τα κοκκόρια πού τρυπούν τα
[δόλια] πανικά;
Μυρ ἔμοιγε νὴ &ία. Ας τα τρυπούν.
Κιν
τὰ <δὲ> τῆς Ἀφροδίτης ἱέρ᾽
ἀνοργίαστά σοι
χρόνον τοσοῦτόν ἐστιν. οὐ βαδιεῖ
πάλιν;
Τόσον καιρόν πού λείπεις απ' το σπίτι,
θυσία πειά δεν έκαμες καμμιά στην
Αφροδίτη.
Λοιπόν δεν θα ρθης σπίτι σου;
90 Μυρ μὰ &ί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽, ἢν μὴ Α, τούτο δεν θα γίνη,
0 διαλλαχθῆτέ γε
καὶ τοῦ πολέμου παύσησθε.
εάν δεν παύση ο πόλεμος κι αν δεν
κλεισθή ειρήνη.
Κιν
τοιγάρ, ἢν δοκῇ,
ποιήσομεν καὶ ταῦτα.
Ησύχασε παρακαλώ—
κι αυτό θα γίνη γρήγορα, αν μας φανή
καλό.
Μυρ
τοιγάρ, ἢν δοκῇ,
κἄγωγ᾽ ἄπειμ᾽ ἐκεῖσε· νῦν δ᾽
ἀπομώμοκα.
Έ, όταν σας φανή καλό, θα ρθώ κ' εγώ
κοντά σου—
μα όρκο τώρα έκανα [και κάτω τα
ξερά σου!]
Κιν
σὺ δ᾽ ἀλλὰ κατακλίνηθι μετ᾽ ἐμοῦ
διὰ χρόνου.
Καλά— μα έλα μιά στιγμή να πέσουμ'
εδώ πάνω.
90
5 Μυρ
οὐ δῆτα· καίτοι σ᾽ οὐκ ἐρῶ γ᾽ ὡς
οὐ φιλῶ.
&εν λέγω πώς δεν σ' αγαπώ,— μα όχι,
δεν το κάνω.
Κιν
φιλεῖς; τί οὖν οὐ κατεκλίνης ὦ
Μύρριον;
Αχ, μ' αγαπάς; λοιπόν γιατί δεν
πέφτεις, Μυρρινάκι,
μαζύ μ' εμέ λιγάκι;
Μυρ
ὦ καταγέλαστ᾽ ἐναντίον τοῦ
παιδίου;
Γελοίε! τέτοια πράγματα, και στο παιδί
μπροστά;!
Κιν
μὰ &ί᾽ ἀλλὰ τοῦτό γ᾽ οἴκαδ᾽ ὦ
Μανῆ φέρε.
ἰδοὺ τὸ μέν σοι παιδίον καὶ δὴ
᾽κποδών,
Μα το θεό! πολύ σωστά!
(Προς τον υπηρέτην)
—Μωρέ Μανή! πάρ' το παιδί και
πήγαινε στη χώρα.
(Ο υπηρέτης απέρχεται)
91
0 σὺ δ᾽ οὐ κατακλίνει.
—Να, έφυγε και το παιδί, έ, δεν θα
πέσης τώρα;
Μυρ
ποῦ γὰρ ἄν τις καὶ τάλαν
δράσειε τοῦθ᾽;
&ύστυχε! πού θα κάνουμε λοιπόν
τέτοια δουλειά;
Κιν ὅπου; τὸ τοῦ Πανὸς καλόν.
Θάνε καλά μέσ' στου Πανός να πάμε
τη σπηλιά.
Μυρ
καὶ πῶς ἔθ᾽ ἁγνὴ δῆτ᾽ ἂν ἔλθοιμ᾽
ἐς πόλιν;
Και απ' αυτό τ' αμάρτημα ποιος θα με
καθαρίση;
Κιν
κάλλιστα δήπου λουσαμένη τῇ
Κλεψύδρᾳ.
Και στης Κλεψύδρας μια στιγμή δεν
πλύνεσαι τη βρύσι;
Μυρ
ἔπειτ᾽ ὀμόσασα δῆτ᾽ ἐπιορκήσω
τάλαν;
Βρε δυστυχή! ωρκίσθηκα και θα γενής
αιτία
να γίνω και επίορκος.
91
5 Κιν
εἰς ἐμὲ τράποιτο· μηδὲν ὅρκου
φροντίσῃς.
Σ' εμε κ' η αμαρτία.
Μυρ φέρε νυν ἐνέγκω κλινίδιον νῷν.
Στάσου τουλάχιστον να βρω κανένα
κρεββατάκι.
Κιν
μηδαμῶς.
ἀρκεῖ χαμαὶ νῷν.
Μπα! δεν βαρυέσαι; πέφτουμε και
χάμου για λιγάκι.
Μυρ
μὰ τὸν Ἀπόλλω μή σ᾽ ἐγὼ
καίπερ τοιοῦτον ὄντα κατακλινῶ
χαμαί.
Τιί λες; μα τον Απόλλωνα, σαν το δικό
σου σώμα
ποτέ δεν θα παραδεχθώ να κυλισθή
στο χώμα.
(Απέρχεται)
Κιν
ἥ τοι γυνὴ φιλεῖ με, δήλη ᾽στὶν
καλῶς.
Τούτ' η γυναίκα η καψερή
μου έχει αγάπη φοβερή.
92
0 Μυρ
ἰδοὺ κατάκεισ᾽ ἀνύσας τι, κἀγὼ
᾽κδύομαι.
καίτοι, τὸ δεῖνα, ψίαθός ἐστ᾽
ἐξοιστέα.
(κατερχομένη με δύο δίποδα ηνωμένα δια
πανίου)
Να, πέσε και ξαπλώσου,
και τώρα θα γδυθώ κ' εγώ [και θά ρθω
στο πλευρό σου.]
(Προσποιείται ότι εκδύεται και αίφνης
ανακόπτεται)
Μπά! είδες πού εξέχασα να φέρω το
ψαθί;
Κιν ποία ψίαθος; μὴ μοί γε.
Άφ' το κι' ας λείψη το ψαθί— ας πάη να
χαθή!
Μυρ
νὴ τὴν Ἄρτεμιν,
αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε.
Ά, όχι μα την Αρτεμι— αυτό δεν θα το
κάνω
μέσ' στο πανί απάνω.
Κιν δός μοί νυν κύσαι. Έλα να σε φιλήσω!
(Η Μυρρίνη πλησιάζει και την φιλεί)
Μυρ ἰδού.
Κιν παπαιάξ· ἧκέ νυν ταχέως πάνυ.
Μπώ, μπώ! τρομάρες!... γρήγορα να
μου γυρίσης πίσω!
(Η Μυρρίνη απέρχεται και επανέρχεται αμέσως
κομίζουσα ψάθαν)
92
5 Μυρ
ἰδοὺ ψίαθος· κατάκεισο, καὶ δὴ
᾽κδύομαι.
καίτοι, τὸ δεῖνα, προσκεφάλαιον
οὐκ ἔχεις.
Να ψάθα— πέσε, να γδυθώ.
(Προσποιείται ότι εκδύεται και ανακόπτεται)
Ώ η οργή να πάρη!
δεν έχεις μαξιλάρι!
Κιν ἀλλ᾽ οὐδὲ δέομ᾽ ἔγωγε. &εν έχω ανάγκη απ' αυτό.
Μυρ νὴ &ί᾽ ἀλλ᾽ ἐγώ. Α! έχω και πολλή. (φεύγει)
Κιν
ἀλλ᾽ ἢ τὸ πέος τόδ᾽ Ἡρακλῆς
ξενίζεται.
Αχ! τούτη η ψωλή
τον Ηρακλή, ως φαίνεται, θα έχη
μουσαφίρη,
[πού τελευταίος έφθανε στο κάθε
πανηγύρι.]
Μυρ
ἀνίστασ᾽, ἀναπήδησον. ἤδη πάντ᾽
ἔχω.
(επανέρχεται φέρουσα προσκεφάλαιον)
Σήκω απάνω! πήδησε!
(Τοποθετεί το προσκεφάλαιον)
Έ, όλα τάχεις τώρα.
93
0 Κιν
ἅπαντα δῆτα. δεῦρό νυν ὦ
χρύσιον.
Όλα, χρυσό μου! έλα πειά, [μη
χάνουμε την ώρα.]
Μυρ
τὸ στρόφιον ἤδη λύομαι. μέμνησό
νυν·
μή μ᾽ ἐξαπατήσῃς τὰ περὶ τῶν
διαλλαγῶν.
Να ξεκουμπώσω μιά στιγμή την
πόρπη— μη ξεχάσης
και για τη συμφιλίωσι, πού είπες, με
γελάσης.
Κιν νὴ &ί᾽ ἀπολοίμην ἆρα. Αν το ξεχάσω, να χαθώ!
Μυρ σισύραν οὐκ ἔχεις. Κουβέρτα πού δεν έχεις;
Κιν
μὰ &ί᾽ οὐδὲ δέομαί γ᾽, ἀλλὰ βινεῖν
βούλομαι.
Ούφ! τώρα πού να τρέχης
[καιί πάλι σούρτα φέρτα
να πας να βρής κουβέρτα;]
Κουβέρτες δεν χρειάζομαι, - μα θέλω
να γαμήσω.
93
5 Μυρ
ἀμέλει ποιήσεις τοῦτο· ταχὺ γὰρ
ἔρχομαι.
Κι' αυτό θα γίνη— μια στιγμή και πάλι
θα γυρίσω.
(φεύγει)
Κιν
ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με διὰ τὰ
στρώματα.
Μωρέ αυτό το θηλυκό
μου φτιάνει με τα στρώματα
περσσότερο κακό!
Μυρ ἔπαιρε σαυτόν.
(φέρουσα σκέπασμα)
Έ, σήκω τώρα μια στιγμή [ν'
αναπαυθής καλήτερα]
Κιν ἀλλ᾽ ἐπῆρται τοῦτό γε.
&εν βλέπεις πού σηκώθηκενετούτο
μου προτήτερα!
Μυρ βούλει μυρίσω σε;
Θέλεις και λίγες μυρουδιές [να σού
ρθουνε στη μύτη;]
Κιν μὰ τὸν Ἀπόλλω μὴ μέ γε. Όχι, μα τον Απόλλωνα!
Μυρ
νὴ τὴν Ἀφροδίτην ἤν τε βούλῃ γ᾽
ἤν τε μή.
Ά, μα την Αφροδίτη,
[θα μου μοσχομυρίσης]
θελήσης, δεν θελήσης—
(εξάγει φιαλίδιον)
94
0 Κιν
εἴθ᾽ ἐκχυθείη τὸ μύρον ὦ Ζεῦ
δέσποτα.
Αφέντη &ία! δώσε μια και χύσε το
ευθύς!
Μυρ
πρότεινέ νυν τὴν χεῖρα κἀλείφου
λαβών.
Άπλωσ' το χέρι σου λοιπόν και πάρε ν'
αλειφθής.
Κιν
οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον μὰ τὸν Ἀπόλλω
τουτογί,
εἰ μὴ διατριπτικόν γε κοὐκ ὄζον
γάμων.
(αλειφόμενος δια του μύρου)
Μα τον Απόλλωνα! κι' αυτό
όταν μας τρώη τον καιρό, είν' άνοστο
και περιττό,
κι' όταν δεν έρχεται μαζύ [με τη δική
του ευωδιά,]
του γαμησιου η μυρουδιά!
Μυρ
τάλαιν᾽ ἐγὼ τὸ ῾Ρόδιον ἤνεγκον
μύρον.
Πω, πω! η κακομοίρα!
τί έπαθα! σου έφερα, καλέ, της Ρόδου
μύρα.
94
5 Κιν ἀγαθόν· ἔα αὔτ᾽ ὦ δαιμονία.
Είνε κι' αυτό καλό πολύ—
άφησε τάλλα, βρε τρελλή.
Μυρ ληρεῖς ἔχων. Για πες μου! αστειεύεσαι;
(Φεύγει ταχέως)
Κιν
κάκιστ᾽ ἀπόλοιθ᾽ ὁ πρῶτος ἑψήσας
μύρον.
Κακή και μαύρη μοίρα,
'ς αυτόν πού του κατέβηκε να
πρωτοφτιάση μύρα!
Μυρ λαβὲ τόνδε τὸν ἀλάβαστον.
(επανερχόμενη με φιαλίδιον)
Πάρε το μπουκαλάκι αυτό.
Κιν ἀλλ᾽ ἕτερον ἔχω. Μα έχω μια μπουκάλα!
ἀλλ᾽ ᾠζυρὰ κατάκεισο καὶ μή μοι
φέρε
μηδέν.
Έλα μου δω να ξαπλωθής και μη μου
φέρνης άλλα.
Μυρ ποιήσω ταῦτα νὴ τὴν Ἄρτεμιν.
Βέβαια, μα την Άρτεμι— αυτό κ' εγώ θα
κάνω—
95
0
ὑπολύομαι γοῦν. ἀλλ᾽ ὅπως ὦ
φίλτατε
σπονδὰς ποιεῖσθαι ψηφιεῖ.
να, τα παπούτσια βγάνω.
Αλλ' όμως, φιλαράκο μου, το είπες και
θα γίνη—
θα δώσης ψήφο γρήγορα και συ για
την ειρήνη.
(Φεύγει ταχέως)
Κιν
βουλεύσομαι.
ἀπολώλεκέν με κἀπιτέτριφεν ἡ
γυνὴ
τά τ᾽ ἄλλα πάντα κἀποδείρασ᾽
οἴχεται.
οἴμοι τί πάθω; τίνα βινήσω
(πίπτων επί της κλίνης)
Καλά, αυτό θα το σκεφτώ.
(Βλέπων την Μυρρίνην φεύγουσαν)
Τρανή μου συμφορά!
πάει η γυναίκα! κι' όλ' αυτά μου
τάφησε ξερά!
95
5
τῆς καλλίστης πασῶν ψευσθείς;
πῶς ταυτηνὶ παιδοτροφήσω;
ποῦ Κυναλώπηξ;
μίσθωσόν μοι τὴν τίτθην.
Πω, πω κακό που τώπαθα! ποιάν θα
γαμήσω τώρα,
που η πειό καλή μ' εγέλασε απ' όσες
έχ' η χώρα;
Μιά παραμάννα πως θα βρω τώρα γι'
αυτή, [και πού ; . . .]
Πού είσαι, μωρή σκυλλαλεπού! . . .
στείλ' της τουλάχιστον κοντά
μια παραμάννα και νταντά! . . .
(Εισέρχονται εκατέρωθεν οι Χοροί)
Χορὸς Γερόντων
ἐν δεινῷ γ᾽ ὦ δύστηνε κακῷ Σε βασανίζει, δυστυχή!
96
0
τείρει ψυχὴν ἐξαπατηθείς.
κἄγωγ᾽ οἰκτίρω σ᾽ αἰαῖ.
ποῖος γὰρ ἂν ἢ νέφρος ἀντίσχοι,
ποία ψυχή, ποῖοι δ᾽ ὄρχεις,
ποία δ᾽ ὀσφῦς, ποῖος δ᾽ ὄρρος
κακό μεγάλο στην ψυχή,
όπου κ' εμέ ταράττει,
για τούτη την απάτη.
Ποια νεφρά μπορούν ν' ανθέξουν,
[στο σκληρό αυτό παιγνίδι;]
και ποιά μέση [θα κράτηση], ποια
ψυχή και ποιό αρχίδι;
96
5
κατατεινόμενος
καὶ μὴ βινῶν τοὺς ὄρθρους;
ποιο θ' ανθέξη κωλονούρι, πού με
δύναμι τεντώνει,
το πρωί να μη πλακώνη;
Κιν ὦ Ζεῦ δεινῶν ἀντισπασμῶν.
(επί της κλίνης)
Ζεύ πατέρα! δεν αντέχω!
τί τινάγματα πού έχω!
Χ
Γερ
ταυτὶ μέντοι νυνί σ᾽ ἐποίησ᾽
ἡ παμβδελυρὰ καὶ παμμυσαρά.
Να, τί σου φτιασεν ακόμα
η αχρεία και η βρώμα!
Κινησίας Χορός Γυναικών
97
0 μὰ &ί᾽ ἀλλὰ φίλη καὶ παγγλυκερά.
Ναί, μα είνε φιλαινάδα όλο χάρι κι' όλο
γλύκα.
Χορὸς Γερόντων Κινησίας (εγειρόμενος της κλίνης)
ποία γλυκερά; μιαρὰ μιαρά.
Βρε ποιά γλύκα! σιχαμένη και σαχλή
πάντα τη βρήκα!
Κινησίας Χορός Γερόντων
<μιαρὰ> δῆτ᾽ ὦ Ζεῦ ὦ Ζεῦ·
εἴθ᾽ αὐτὴν ὥσπερ τοὺς θωμοὺς
μεγάλῳ τυφῷ καὶ πρηστῆρι
Ώ Ζεύ! ανεμοστρόβιλο γερό
κ' ένα τυφώνα στείλε καυτερό,
97
5
ξυστρέψας καὶ ξυγγογγύλας
οἴχοιο φέρων, εἶτα μεθείης,
ἡ δὲ φέροιτ᾽ αὖ πάλιν ἐς τὴν γῆν,
κᾆτ᾽ ἐξαίφνης
περὶ τὴν ψωλὴν περιβαίη.
κι' ανέβασ' τες με δύναμι τρανή
ψηλά, σαν του αχύρου το κλωνί,
και στριφογύρισε τες με οργή,
και δώσ' τους μια να πέσουνε στη γη,
και να 'ρθουνε με δύναμι πολλή
να καρφωθούν επάνω στην ψωλή!
Κῆρυξ Λακεδαιμονίων
98
0
πᾷ τᾶν Ἀσανᾶν ἐστιν ἁ γερωχία
ἢ τοὶ πρυτάνιες; λῶ τι μυσίξαι νέον.
Σε ποιά μεριά των Αθηνών θα βρώ τη
γερουσία.
και που τα πρυτανεία ;
θέλω ένα νέο να τους πω.
Κινησίας Πρόβουλος
σὺ δ᾽ εἶ πότερον ἄνθρωπος ἢ
κονίσαλος;
Και συ τι είσαι τάχα;
άνθρωπος ή δαιμόνιο της σκόνης
είσαι;
Κῆρ
κᾶρυξ ἐγὼν ὦ κυρσάνιε ναὶ τὼ σιὼ
ἔμολον ἀπὸ Σπάρτας περὶ τᾶν
διαλλαγᾶν.
Χαχα!
πώχεις λαχάνου κεφαλή,—κήρυκας
έχω γίνει,
κι από τη Σπάρτη έφθασα εδώ γιά την
ειρήνη.
Κινησίας Πρόβουλος
98
5
κἄπειτα δόρυ δῆθ᾽ ὑπὸ μάλης ἥκεις
ἔχων;
[Καλό και τούτο πάλι,]
μα βλέπω δόρυ να κρατάς κάτ' από τη
μασχάλη.
Κῆρ οὐ τὸν &ί᾽ οὐκ ἐγών γα. Μα το θεό, καθόλου ... μπα!...
Κινησίας Πρόβουλος
ποῖ μεταστρέφει;
τί δὴ προβάλλει τὴν χλαμύδ᾽; ἢ
βουβωνιᾷς
ὑπὸ τῆς ὁδοῦ;
Κι' απ' τη μεριά την άλλη
γιατί γυρίζεις πάλι;
Και κάτ' απ' τη χλαμύδα σου τ' είν'
κείνο πού φουσκώνει;
από το δρόμο τον πολύ μη έβγανες
βουβώνι;
Κῆρ
παλαιόρ γα ναὶ τὸν Κάστορα
ὥνθρωπος.
Συ θάσαι, μα τον Κάστορα,
γεροξεκουτιασμένος.
Κινησίας Πρόβουλος
ἀλλ᾽ ἔστυκας ὦ μιαρώτατε.
Βρε σιχαμένε άνθρωπε! φτού! είσαι
καυλωμένος!
99
0 Κῆρ
οὐ τὸν &ί᾽ οὐκ ἐγών γα· μηδ᾽ αὖ
πλαδδίη.
Όχι μα το θεό! αυτό
μήτε να πής για χωρατό.
Κινησίας Πρόβουλος
τί δ᾽ ἐστί σοι τοδί;
Τότε λοιπόν, τί είν' αυτό, πού βλέπω
σαν το στύλο;
Κῆρ σκυτάλα Λακωνικά.
[Ποιό; τούτο; είνε ξύλο]—
σκυτάλη σπαρτιατική.
Κινησίας Πρόβουλος(χειρονομών καταλλήλως)
εἴπερ γε χαὔτη ᾽στὶ σκυτάλη
Λακωνική.
ἀλλ᾽ ὡς πρὸς εἰδότ᾽ ἐμὲ σὺ τἀληθῆ
λέγε.
τί τὰ πράγμαθ᾽ ὑμῖν ἐστι τἀν
Λακεδαίμονι;
Όσο σκυτάλη είν' αυτό, τόσο και
τούτη πούν' εκεί!
Μα πες μου τήν αλήθεια συ, ωσάν
γνωστή μου νάνε:
Εκεί στη Λακεδαίμονα τα πράματα πώς
πάνε;
99
5 Κῆρ
ὀρσὰ Λακεδαίμων πᾶα καὶ τοὶ
σύμμαχοι
ἅπαντες ἐστύκαντι· Πελλάνας δὲ
δεῖ.
Όλα ορθά στην πόλι
κ' οι σύμμαχοι μας όλοι
καυλώσανε κ' εκείνοι—
γυρεύουν την Πελλήνη!
Κινησίας Πρόβουλος
ἀπὸ τοῦ δὲ τουτὶ τὸ κακὸν ὑμῖν
ἐνέπεσεν;
ἀπὸ Πανός;
Πώς έτυχε η συμφορά να πέση 'ς
όλους γενικώς ;
Μην τύχη κ' είνε πανικός;
Κῆρ
οὔκ, ἀλλ᾽ ἆρχεν οἰῶ Λαμπιτώ,
ἔπειτα τἄλλαι ταὶ κατὰ Σπάρταν
ἅμα
Καθόλου, πά! πά! δεν είν' αυτό—
Νομίζω πως η Λαμπιτώ
10
00
γυναῖκες περ ἀπὸ μιᾶς ὑσπλαγίδος
ἀπήλααν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν
ὑσσάκων.
άρχισε πρώτη, κ' ύστερα όλες το ίδιο
πράξανε,
και όλες απ' τα σκέληα τους τους
άνδρας επετάξανε.
Κιν πῶς οὖν ἔχετε; Και πώς περνάτε σείς λοιπόν;
Κῆρ
μογίομες. ἂν γὰρ τὰν πόλιν
περ λυχνοφορίοντες ἐπικεκύφαμες.
ταὶ γὰρ γυναῖκες οὐδὲ τῶ μύρτω
σιγεῖν
Nχ! υποφέρουμ' όλοι.
μερόνυχτα στήν πόλι
γυρίζουμε σκυφτοί-σκυφτοί,
λες και φανάρι ο καθείς στα χέρια του
κρατεί.
Γιατί η γυναίκες [θύμωσαν, και νάζα
κάνουν χίλια]
10
05
ἐῶντι, πρίν γ᾽ ἅπαντες ἐξ ἑνὸς
λόγω
σπονδὰς ποιησώμεσθα ποττὰν
Ἑλλάδα.
δεν θέλουν και ν' αγγίξουμε της
τρύπας τους τα χείληα,
αν στην Ελλάδα όλοι μας και με την
ίδια γνώμη,
ειρήνη και φιλίωσι δεν κάμωμεν
ακόμη.
Κιν
τουτὶ τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν
ξυνομώμοται
ὑπὸ τῶν γυναικῶν· ἄρτι νυνὶ
μανθάνω.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα φράζε περὶ
διαλλαγῶν
Τώρα καταλαβαίνω,
πώς η γυναίκες τώχουνε παντού
συμφωνημένο.
Τρέξε λοιπόν, [μη κάθεσαι— και η
δουλειά η πρώτη σου]
στον κάθε πατριώτη σου
10
10
αὐτοκράτορας πρέσβεις ἀποπέμπειν
ἐνθαδί.
ἐγὼ δ᾽ ἑτέρους ἐνθένδε τῇ βουλῇ
φράσω
πρέσβεις ἑλέσθαι τὸ πέος ἐπιδείξας
τοδί.
πρέσβεις να πής να στείλη
για την είρηνη γρήγορα, [να γίνουμ'
όλοι φίλοι.]
Κ' εγώ θα πω στους Βουλευτάς να
φύγουν πρέσβεις άλλοι,
και θα τους πείσω, δείχνοντας της
πούτσας μου το χάλι!
Κῆρ
ποτάομαι· κράτιστα γὰρ παντᾷ
λέγεις.
Nραίο σχέδιο κι αυτό!
φτερούγες κάνω και πετώ!
(Απέρχονται)
στης Χλόης: Ιερόν της &ήμητρας εν τη Ακροπόλει, εν τω οποίω ήγον εορτήν και εθυσίαζον κατά τον μήνα
Θαργηλιώνα (Μάϊον).
Κινησίας: &ιακωμωδεί τον αυτόν Κινησίαν τον διθυραμβοποιόν, ως επιρρεπή εις την ήδονήν, περί ου
μακρός ο λόγος εις τους “Όρνιθας”.
Πεονίδης: Λογοπαίγνιον προς το πέος, και τούτο ίνα ταυτοχρόνως διαβάλη αυτόν ως μη καταγόμενον από
κανένα αθηναϊκόν δήμον, και επομένως ως ξένον και Θράκα.
καταλλήλως: “Το αιδοίον δείκνυσιν” (Σχολιαστής).
Μάνης: Σύνηθες παρ' Αριστοφάνει όνομα υπηρέτου.
Κλεψύδρα: κρήνη εν τη Ακροπόλει καλουμένη και Εμπιδώ— ωνομάσθη ούτω, διότι άλλοτε επλημμύρει και
άλλοτε εξηραίνετο.
Ηρακλής: “Από παροιμίας, ως ο Ηρακλής, περιερχόμενος πάσαν γην, άλλη άλλοτε εξενίζετο, ούτω και το
πέος τούτο, ουκέτι την οικείαν ευρίσκει καλύβην (Νεοφ. &ούκας)”. Άλλως: ότι οι υποδεχόμενοι τον
Ηρακλέα βραδύνουσιν, αδηφάγον όντα (Σχολιαστής).
ετούτο: “Το αιδοίον δείκνυσι” (Σχολιαστής).
μπουκάλα: “Το αιδοίον φησι" (Σχολιαστής).
σκυλλαλεπού: Εννοεί τόν Φιλόστρατον τον επικαλούμενον Κυναλώπεκα, και πορνοβοσκόν όντα, παρά του
οποίου ζητεί γυναίκα.
δόρυ: "&ιά το αιδοίον αυτού μέγα είναι, εξέτεινε τα ιμάτια τη χειρί— ο δε είπε, δόρυ έχεις" (Σχολιαστής).
Πελλήνη: πόλις της Αχαΐας την οποίαν διεξεδίκουν Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι κατά την εποχήν του
πολέμου, συγχρόνως δε και γνωστή ωραία εταίρα εν Αθήναις.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
&ιάλογος των δύο Χορών
(1014-1042)
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
Χορὸς Γερόντων
οὐδέν ἐστι θηρίον γυναικὸς
ἀμαχώτερον,
Νάνε χειρότερο θεριό απ' τη γυναίκα,
δεν μπορεί—
10
15
οὐδὲ πῦρ, οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἀναιδὴς
οὐδεμία πόρδαλις.
ούτε τη φθάν' η πάρδαλις, ούτ' η
φωτιά η φοβερή!
Χορὸς Γυναικῶν
ταῦτα μέντοι <σὺ ξυνιεὶς εἶτα
πολεμεῖς ἐμοί,
ἐξὸν ὦ πόνηρε σοὶ βέβαιον ἔμ᾽
ἔχειν φίλην;
Αφού μας ξέρεις συ εμάς
γιατί μαζύ μας πολεμάς,
που θάσουν πάντα φίλος μου καλός κι
αγαπημένος;
Χ Γε
ὡς ἐγὼ μισῶν γυναῖκας οὐδέποτε
παύσομαι.
Ά δεν θα παύσω να μισώ των
γυναικών το γένος.
Χ Γυ
ἀλλ᾽ ὅταν βούλῃ σύ· νῦν δ᾽ οὖν οὔ
σε περιόψομαι
Να κάμης όπως αγαπάς— μα εγώ δεν
θα θελήσω
να σε παραμελήσω—
10
20
γυμνὸν ὄνθ᾽ οὕτως. ὁρῶ γὰρ ὡς
καταγέλαστος εἶ.
ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐνδύσω σε
προσιοῦσ᾽ ἐγώ.
γιατί αν αποφάσισες γυμνός στους
δρόμους να φανής.
— πούσαι για να γελάη κανείς, —
θα ρθώ να ρίξω απάνω σου το ρούχο
το δικό μου.
(Ρίπτουν επί των γερόντων τα μικρά
επανωφόρια των)
Χ Γε
τοῦτο μὲν μὰ τὸν &ί᾽ οὐ πονηρὸν
ἐποιήσατε·
ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ὀργῆς γὰρ πονηρᾶς καὶ
τότ᾽ ἀπέδυν ἐγώ.
&εν είν' κακό— είχα γδυθή απ' τον πολύ
θυμό μου.
Χ Γυ
πρῶτα μὲν φαίνει γ᾽ ἀνήρ, εἶτ᾽ οὐ
καταγέλαστος εἶ.
Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν άνδρας
στην εντέλεια—
δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι
πειά για γέλια,
10
25
κεἴ με μὴ ᾽λύπεις, ἐγώ σου κἂν
τόδε τὸ θηρίον
τοὐπὶ τὠφθαλμῷ λαβοῦσ᾽ ἐξεῖλον
ἂν ὃ νῦν ἔνι.
και αν ίσως συ δεν μ' έκανες να σκάσω
από γινάτι,
ένα κουνούπι θα βγαζα που σούχει
μπή στο μάτι.
Χ Γε
τοῦτ᾽ ἄρ᾽ ἦν με τοὐπιτρῖβον,
δακτύλιος οὑτοσί·
ἐκσκάλευσον αὐτό, κᾆτα δεῖξον
ἀφελοῦσά μοι·
ὡς τὸν ὀφθαλμόν γέ μου νὴ τὸν
Γιά τούτο τώρα μ' έτριβε το μάτι
τόσην ώρα.
Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το
τώρα
και το κουνούπι βγάλε μου [εις την
&ία πάλαι δάκνει. οργή να πάη
γιατί έχει ώρα κάμποση πού με
κατατσιμπάει.
Χ Γυ
ἀλλὰ δράσω ταῦτα· καίτοι
δύσκολος ἔφυς ἀνήρ. 1030
ἦ μέγ᾽ ὦ Ζεῦ χρῆμ᾽ ἰδεῖν τῆς
ἐμπίδος ἔνεστί σοι.
οὐχ ὁρᾷς; οὐκ ἐμπίς ἐστιν ἥδε
Τρικορυσία;
Έ, θα το κατορθώσω,
μ' όλο πού είσαι άνθρωπος
διεστραμμένος τόσο.
(Η κορυφαία του Χορού των Γυναικών
λαμβάνει το δακτύλιον του Κορυφαίου του
Χορού των Γερόντων και καθαρίζει διά του
δακτυλουλίθου τον οφθαλμόν του)
Ώ Ζεύ! κουνούπι τρομερό σούχει χωθή
στο μάτι—
δέν είν' απ' την Τρικόρυθο;
Χ Γε
νὴ &ί᾽ ὤνησάς γέ μ᾽, ὡς πάλαι γέ
μ᾽ ἐφρεωρύχει,
ὥστ᾽ ἐπειδὴ ᾽ξῃρέθη, ῥεῖ μου τὸ
δάκρυον πολύ.
Ησύχασα κομμάτι.
Πηγάδι μέσα μ' άνοιγε—καλό πού
μούχεις κάμη!—
και τώρα ιδέ τα δάκρυα πού τρέχουν
σαν ποτάμι.
10
35 Χ Γυ
ἀλλ᾽ ἀποψήσω σ᾽ ἐγώ, καίτοι πάνυ
πονηρὸς εἶ,
καὶ φιλήσω.
Εγώ θα το σκουπίσω
και, μ' όλο πούσαι και κακός, θα ρθώ
να σε φιλήσω.
Χ Γε μὴ φιλήσῃς. Όχι να με φιλήσης!
Χ Γυ
ἤν τε
βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή.
Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσης,
δεν θελήσης!
(Αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας
δια της βίας)
Χ Γε
ἀλλὰ μὴ ὥρασ᾽ ἵκοισθ᾽· ὡς ἐστὲ
θωπικαὶ φύσει,
κἄστ᾽ ἐκεῖνο τοὔπος ὀρθῶς κοὐ
κακῶς εἰρημένον,
οὔτε σὺν πανωλέθροισιν οὔτ᾽ ἄνευ
πανωλέθρων.
Έ, να σας πάρη η ευκή!
για να χαϊδεύετε καλά, τόχετε τέχνη
φυσική!
και δεν ειπώθηκε κακά
αυτό πού ακούμε τακτικά:
“ούτε να ζή κανείς μπορεί με την
πανούκλ' αυτή μαζύ,
ούτε χωρίς αυτή να ζή”!
10
40
ἀλλὰ νυνὶ σπένδομαί σοι, καὶ τὸ
λοιπὸν οὐκέτι
οὔτε δράσω φλαῦρον οὐδὲν οὔθ᾽
ὑφ᾽ ὑμῶν πείσομαι.
ἀλλὰ κοινῇ συσταλέντες τοῦ
μέλους ἀρξώμεθα.
Μά τώρα πειά πού κάναμε συνθήκη
και ειρήνη,
από τον ένα μας κακό στον άλλο δεν
θα γίνη.
Και τώρα ας αρχίσουμε
μαζύ να τραγουδούμε.
Τρικόρυθος: δήμος και χωρίον της εν τη Αττική Τετραπόλεως πλησίον του Μαραθώνος,
ανήκον εις την Αιαντίδα φυλήν.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
Μέλος (Στάσιμο)
(1043-1071)
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
Χορός
Χορός Γυναικών
(Αντιστροφή)
οὐ παρασκευαζόμεσθα
τῶν πολιτῶν οὐδέν᾽ ὦνδρες
Κακό δεν είχα εγώ σκοπό
για τους πολίτες μας να ειπώ—
10
45
φλαῦρον εἰπεῖν οὐδὲ ἕν.
ἀλλὰ πολὺ τοὔμπαλιν πάντ᾽ ἀγαθὰ
καὶ λέγειν
καὶ δρᾶν· ἱκανὰ γὰρ τὰ κακὰ καὶ τὰ
παρακείμενα.
το εναντίο μάλιστα [και κάτι παρά
πάνω]
μόνο καλό εγώ θα ειπώ κι' όλο καλό
θα κάνω,
γιατί αρκετά είνε τα κακά
κι' όλα τ' αποτελέσματα πού φέρνουν
τακτικά.
ἀλλ᾽ ἐπαγγελλέτω πᾶς ἀνὴρ καὶ
γυνή,
Και αν θελήση χρήματα κανείς καμμιά
φορά,
10
50
εἴ τις ἀργυρίδιον δεῖται
λαβεῖν μνᾶς ἢ δύ᾽ ἢ τρεῖς,
ὡς πόλλ᾽ ἔσω ᾽στὶν
κἄχομεν βαλλάντια.
κἄν ποτ᾽ εἰρήνη φανῇ,
γυναίκα ή άνδρας, μιά-δυό μναίς, ας
το δήλωση καθαρά,
γιατί έχουμε περσσότερα στης τσέπες—
κι' όταν γίνη
με το καλό ειρήνη,
10
55
ὅστις ἂν νυνὶ δανείσηται
παρ᾽ ἡμῶν,
ἃν λάβῃ μηκέτ᾽ ἀποδῷ.
εκείνος, οπού σήμερα εγώ θα του
δανείσω,
ας μη το δώση πίσω.
ἑστιᾶν δὲ μέλλομεν ξένους
τινὰς Καρυστίους, ἄν-
Έχουμ' από την Κάρυστο κάτι
ανθρώπους ξένους
10
60
δρας καλούς τε κἀγαθούς.
κἄστιν <ἔτ᾽ ἔτνος τι· καὶ δελφάκιον
ἦν τί μοι,
καὶ τοῦτο τέθυχ᾽, ὡς τὰ κρέ᾽
ἔδεσθ᾽ ἁπαλὰ καὶ καλά.
ἥκετ᾽ οὖν εἰς ἐμοῦ τήμερον· πρῲ
πολύ καλούς και παστρικούς στο σπίτι
μας φερμένους,
τραπέζι σαν τους κάνουμε, έχ' όσπρια
φτιασμένα.
και γουρουνάκι ένα,
και κρεατάκι απαλό
θα φάνε, και πολύ καλό.
δὲ χρὴ
τοῦτο δρᾶν λελουμένους αὔ-
Λοιπόν να ρθήτε σπίτι μου, [τραπέζι
σας προσμένει]—
μα πρέπει νάρθετε πρωί και νάσθε και
λουσμένοι
10
65
τούς τε καὶ τὰ παιδί᾽, εἶτ᾽ εἴσω
βαδίζειν,
μηδ᾽ ἐρέσθαι μηδένα,
ἀλλὰ χωρεῖν ἄντικρυς
ὥσπερ οἴκαδ᾽ εἰς ἑαυτῶν
και σείς, και τα παιδάκια σας νάνε
καλολουσμένα—
μα δίχως και κανένα
στην πόρτα να ρωτήσης,
σαν νάσαι μέσ' στο σπίτι σου, γραμμή
να προχώρησης,
[κι' αν το τραπέζι δεν το βρής, όπως
θαρρείς, στρωμένο,]
10
70
γεννικῶς, ὡς
ἡ θύρα κεκλῄσεται.
θα βρής το μύλο σφαλιστό και το νερό
κομμένο! (1)
παστρικούς: Εκωμωδούντο οι Καρύστιοι ως μοιχοί, ως και αλλαχού παρ' Αριστοφάνει.
γουρουνάκι “&ελφάκιον”: εννοεί το χοιρίδιον και το γυναικείον αιδοίον.
(1) Επέρχεται απροόπτως δια της φράσεως “ίσως δ' η θύρα κεκλείσεται”, ήτις, κατόπιν
των προηγουμένων επαγγελιών, αντιστοιχεί περίπου προς την ανωτέρω σύγχρονον
δημοτικήν.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
&ύο Ιαμβικές Σκηνές με Αναπαιστική
Εισαγωγή η κάθε μία
(1072-1188)
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
Χορός Χορός Γερόντων
καὶ μὴν ἀπὸ τῆς Σπάρτης οἱδὶ
πρέσβεις ἕλκοντες ὑπήνας
χωροῦσ᾽, ὥσπερ χοιροκομεῖον περὶ
τοῖς μηροῖσιν ἔχοντες.
ἄνδρες Λάκωνες πρῶτα μέν μοι
χαίρετε,
Πρέσβεις έρχονται απ' τη Σπάρτη, πού
μεγάλα γένεια σέρνουν,
και μπροστά παλούκια φέρνουν
στα μεριά τους τεντωμένα,
σαν αυτά όπου κρατούνε τα
γουρούνια μας δεμένα.
(Εισέρχεται αριστερόθεν χορός
Λακεδαιμονίων).
— Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! πρώτα σας
χαιρετούμε,
10
75 εἶτ᾽ εἴπαθ᾽ ἡμῖν πῶς ἔχοντες ἥκετε.
και δεύτερα, τί πάθατε πού έρχεσθε,
ρωτούμε;
Λάκων
τί δεῖ ποθ᾽ ὑμὲ πολλὰ μυσίδδειν
ἔπη;
ὁρῆν γὰρ ἔξεσθ᾽ ὡς ἔχοντες ἵκομες.
Τί χρεία να το μάθετε με λόγια μας
πολλά;
Τί μας συμβαίνει κ' ήρθαμε, το
βλέπετε καλά.
Χορ
βαβαί· νενεύρωται μὲν ἥδε
συμφορὰ
δεινῶς, τεθερμῶσθαί γε χεῖρον
φαίνεται.
Πάθατε μια συφορά
νευρωμένη τρομερά,
κι' από του Ερμή εκείνη
πειό τρανή σας έχει γίνη.
10
80 Λάκ
ἄφατα. τί κα λέγοι τις; ἀλλ᾽ ὅπᾳ
σέλει
παντᾷ τις ἐλσὼν ἁμὶν εἰράναν
σέτω.
&εν λέγονται, μην τα ρωτάς.
Τί κι' αν τα λέμε; δεν κυττάς;
Κάντε γρήγορα ειρήνη,
κι' όπως θέλετε να γίνη.
Χορ
καὶ μὴν ὁρῶ καὶ τούσδε τοὺς
αὐτόχθονας
ὥσπερ παλαιστὰς ἄνδρας ἀπὸ τῶν
γαστέρων
θαἰμάτι᾽ ἀποστέλλοντας· ὥστε
φαίνεται
&εν κυττάς και τους δικούς μας [με τα
χαλιά τα δικά τους,]
όπου τα φορέματα τους
σαν τους παλαιστάς σηκώνουν από
πάνω απ' την κοιλιά;
10
85
ἀσκητικὸν τὸ χρῆμα τοῦ
νοσήματος.
είνε, φαίνετ' η αρρώστια της
γυμναστικής δουλειά!
Αθηναίος
τίς ἂν φράσεις ποῦ᾽ στιν ἡ
Λυσιστράτη;
ὡς ἄνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί.
(εισερχόμενος)
Ποιος θα μου πή πού βρίσκεται εκείν'
η Λυσιστράτη;
είμαστε άνδρες πειά εμείς, [ή σάτυροι
βαρβάτοι;]
Χορ
χαὔτη ξυνᾴδει χἠτέρα ταύτῃ νόσῳ.
ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς
λαμβάνει;
Κι' αρρώστια τούτη πάλι
είνε όμοια με την άλλη—
Το πρωί, πού ξημερώνει,
σας τινάζει; σας τεντώνει;
10
90 Αθη
μὰ &ί᾽ ἀλλὰ ταυτὶ δρῶντες
ἐπιτετρίμμεθα.
ὥστ᾽ εἴ τις ἡμᾶς μὴ διαλλάξει ταχύ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ Κλεισθένη
βινήσομεν.
Μα τον &ία! μας συμβαίνει,
κ' είμαστε κατεστραμμένοι.
Κι' αν κανείς δεν κατορθώση
για να μας συμφιλίωση,
πες μου, ποιος δεν θα τολμήση
τον Κλεισθένη να γαμήση;
Χορ
εἰ σωφρονεῖτε, θαἰμάτια λήψεσθ᾽,
ὅπως
τῶν Ἑρμοκοπιδῶν μή τις ὑμᾶς
ὄψεται.
Φρόνιμοι αν είσθε άνδρες, πιάστε τα
φορέματα σας,
[ρίχτε τα καλά μπροστά σας],
μήπως σας ιδή κανένας [Αθηναίος
κουνενές]
από κείνους, όπου κόβουν των Ερμών
της μπροστινές!
10
95 Αθη νὴ ταὸν &ί᾽ εὖ μέντοι λέγεις.
(διευθετών τα ιμάτια του)
Ώ, μα τον &ία, βέβαια— μιλείς με τα
σωστά σου.
Λάκ
ναὶ ταὼ σιὼ
παντᾷ γα. φέρε τὸ ἔσθος
ἀμβαλώμεθα.
(ωσαύτως)
Μα τους θεούς, σωστά— κ' εγώ τα
κατεβάζω,—στάσου—
[καλά και που το μάθαμε.]
Αθη
ὢ χαίρετ᾽ ὦ Λάκωνες· αἰσχρά γ᾽
ἐπάθομεν.
Χαίρετε, άνδρες Λάκωνες! πολύ κακά
την πάθαμε!
Λάκ
ὦ Πολυχαρείδα δεινά κ᾽ αὖ
᾽πεπόνθεμες,
αἰ εἶδον ἁμὲ τὤνδρες
ἀμπεφλασμένως.
(ο Κορυφαίος προς ένα εκ των λοιπών)
Τι συφορά, πολύχαρε, και αν μας
είδαν έτσι
καταγδαρμένο νάχουμεν [αυτό το
σκυλοπέτσι.]
Αθη
ἄγε δὴ Λάκωνες αὔθ᾽ ἕκαστα χρὴ
λέγειν. 1100
ἐπὶ ταί πάρεστε δεῦρο;
Λοιπόν ελάτε, Λάκωνες, να μας ειπήτε
τώρα
γιατ' ήλθατε στη χώρα;
Λάκ
περὶ διαλλαγᾶν
πρέσβεις.
Πρέσβεις για την ειρήνη.
Αθη
καλῶς δὴ λέγετε· χἠμεῖς τουτογί.
τί οὐ καλοῦμεν δῆτα τὴν
Λυσιστράην,
ἥπερ διαλλάξειεν ἡμᾶς ἂν μόνη;
Λαμπρά— καθ' ένας κι' από μας πολύ
σωστά την κρίνει.
Γιατί να μη φωνάξουμε λοιπόν τη
Λυσιστράτη,
οπού αυτή στο ζήτημα μπορεί να κάνη
κάτι;
11
05 Λάκ
ναὶ ταὼ σιὼ κἂν λῆτε τὸν
Λυσίστρατον.
Μα τους θεούς, καλέστε τη.
Αθη
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἡμᾶς, ὡς ἔοικε, δεῖ
καλεῖν·
αὐτὴ γάρ, ὡς ἤκουσεν, ἥδ᾽
ἐξέρχεται.
&εν φαίνεται για νάχη
ανάγκη από προσκάλεσμα— να
πουρχεται μονάχη.
(Η Λυσιστράτη κατέρχεται εκ της Ακροπόλεως
εις την σκηνήν).
Χορ
χαῖρ᾽ ὦ πασῶν ἀνδρειοτάτη· δεῖ δὴ
νυνί σε γενέσθαι
δεινὴν <δειλὴν ἀγαθὴν φαύλην
σεμνὴν ἀγανὴν πολύπειρον·
Απ' της γυναίκες [τούτου του καιρού,]
γεια σου, εσύ, η πειό παλληκαρού!
γίνου σεμνή, αχρεία, τρομερή,
παμπόνηρη, καλή και τρυφερή,
11
10
ὡς οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων τῇ σῇ
ληφθέντες ἴυγγι
συνεχώρησάν σοι καὶ κοινῇ
τἀγκλήματα πάντ᾽ ἐπέτρεψαν.
γιατί, κ' οι πρώτοι Έλληνες μποστά
σου
έγειναν δούλοι απ' τα θέλγητρα σου,
και έρχονται σε σένα με χαρά τους
να λύσης κάθε μια διαφορά τους.
Λυσιστράτη
ἀλλ᾽ οὐχὶ χαλεπὸν τοὔργον, εἰ
λάβοι γέ τις
Είν' εύκολον, αφού φωτιές ανάφτουν
στο κορμί τους
ὀργῶντας ἀλλήλων τε μὴ
᾽κπειρωμένους.
τάχα δ᾽ εἴσομαι ᾽γώ. ποῦ ᾽στιν ἡ
&ιαλλαγή;
πού να της σβήσουν δεν μπορούν το
αναμεταξύ τους!
Γρήγορα θα διορθωθή [και με καλό θα
βγή].
Πού είν' η Συνδιαλλαγή
11
15
πρόσαγε λαβοῦσα πρῶτα τοὺς
Λακωνικούς,
καὶ μὴ χαλεπῇ τῇ χειρὶ μηδ᾽
αὐθαδικῇ,
μηδ᾽ ὥσπερ ἡμῶν ἅνδρες ἀμαθῶς
τοῦτ᾽ ἔδρων,
ἀλλ᾽ ὡς γυναῖκας εἰκός, οἰκείως
πάνυ,
ἢν μὴ διδῷ τὴν χεῖρα, τῆς σάθης
ἄγε.
(Προσέρχεται μία εκ των γυναικών)
Φέρε μου συ τους Λάκωνας με χέρι
τρυφερό,
κι' όχι με την αυθάδεια, — οπού δεν
χάνουνε καιρό
οι άνδρες μας να δείξουνε,—[και ούτε
με κακία,]
μα όπως πρέπει, φιλικά, σε φύσι
γυναικεία.
Μα κι' αν κανέναν απ' αυτούς τον βρής
ασυγκατάβατον,
απ' την ψωλή του τράβα τον!
11
20
ἴθι καὶ σὺ τούτους τοὺς Ἀθηναίους
ἄγε,
οὗ δ᾽ ἂν διδῶσι πρόσαγε τούτους
λαβομένη.
(Προς ετέραν γυναίκα)
—Φέρε τους Αθηναίους συ, κι' αν σ'
αρνηθούν το χέρι τους,
πιάσ' τους και συ και τράβα τους από
τα ίδια μέρη τους.
(Η πρώτη γυνή οδηγεί τον Κορυφαίον του
Χορού των Λακεδαιμονίων. Η δε δευτέρα τον
Κορυφαίον του Χορού των Αθηναίων, ους
ακολουθούσιν οι λοιποί)
ἄνδρες Λάκωνες στῆτε παρ᾽ ἐμὲ
πλησίον,
ἐνθένδε δ᾽ ὑμεῖς, καὶ λόγων
ἀκούσατε.
—Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! σταθήτ' εδώ
κοντά μου—
—κ' οι άλλοι σείς, ακούσατε τα λόγια
τα δικά μου.
ἐγὼ γυνὴ μέν εἰμι, νοῦς δ᾽ ἔνεστί
μοι,
Γυναίκα είμαι, βλέπετε, μα 'χω γερό
μυαλό,
11
25
αὐτὴ δ᾽ ἐμαυτῆς οὐ κακῶς γνώμης
ἔχω,
τοὺς δ᾽ ἐκ πατρός τε καὶ
γεραιτέρων λόγους
πολλοὺς ἀκούσασ᾽ οὐ μεμούσωμαι
κακῶς.
λαβοῦσα δ᾽ ὑμᾶς λοιδορῆσαι
βούλομαι
κοινῇ δικαίως, οἳ μιᾶς ἐκ χέρνιβος
κ' η κάθε μια ιδέα μου εβγήκε σε καλό,
γιατί δεν μ' αναπτύξανε ως σήμερα
κακά
τα λόγια τα γεροντικά,
και γνώσεις μου 'δωκαν πολλές —
η πατρικές η συμβουλές.
Σαν έτυχε στα χέρια μου να είσθε μια
φορά,
θα σας μιλήσω φανερά
και με χωρίς χατήρια:
11
30
βωμοὺς περιρραίνοντες ὥσπερ
ξυγγενεῖς
Ὀλυμπίασιν, ἐν Πύλαις, Πυθοῖ
(πόσους
Τους ίδιους έχουμε βωμούς, τα ίδια
ραντιστήρια,
και όλ' οι άνθρωποι μαζύ μας είδανε
σαν αδελφούς
στην Ολυμπία πάντοτε,
εἴποιμ᾽ ἂν ἄλλους, εἴ με μηκύνειν
δέοι;)
ἐχθρῶν παρόντων βαρβάρων
στρατεύματι
Ἕλληνας ἄνδρας καὶ πόλεις
ἀπόλλυτε.
στης Θερμοπύλες, στους &ελφούς
και 'ς άλλα τόσα μέρη
—να μη σας τα πολυλογώ,—πού ο
καθένας ξέρει.
Κ' ενώ βαρβαρικός στρατός
συγκεντρωμένος τώρα,
[πού σύμμαχο τον έχετε,] βρίσκεται
μέσ' στη χώρα,
σείς πάτε εναντίον σας τα όπλα σας να
στρέφετε,
και πόλεις καταστρέφετε!
11
35
εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ
περαίνεται.
Έ το μισό του λόγου μου ετέλειωσ'
εδώ πέρα.
Αθη
ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽
ἀπεψωλημένος.
Κ' εγώ εξεψωλιάστικα, κακή ψυχρή
μου μέρα!
Λυσ
εἶτ᾽ ὦ Λάκωνες, πρὸς γὰρ ὑμᾶς
τρέψομαι,
οὐκ ἴσθ᾽ ὅτ᾽ ἐλθὼν δεῦρο
Περικλείδας ποτὲ
ὁ Λάκων Ἀθηναίων ἱκέτης καθέζετο
Τώρα 'ς εσάς, ώ Λάκωνες, το λόγο μου
θα φέρω:
[όπως κ' εγώ το ξέρω]
και σείς το ξέρετ' όλοι,
ο Περικλείδας μια φορά ο Λάκωνας,
στην πόλι
των Αθηνών πως έφθασεν ωχρός και
ικετεύοντας,
ἐπὶ τοῖσι βωμοῖς ὠχρὸς ἐν φοινικίδι
1140
στρατιὰν προσαιτῶν; ἡ δὲ
Μεσσήνη τότε
ὑμῖν ἐπέκειτο χὠ θεὸς σείων ἅμα.
ἐλθὼν δὲ σὺν ὁπλίταισι
τετρακισχιλίοις
Κίμων ὅλην ἔσωσε τὴν
Λακεδαίμονα.
και στους βωμούς εκάθησε
στρατεύματα γυρεύοντας.
Είχατε τότε πόλεμον εσείς με τη
Μεσσήνη,
μα και σεισμοί είχαν γίνη.
Πήρε χιλιάδες τέσσαρες ο Κίμωνας
οπλίτες
και ήλθε και σας έσωσε και πόλι και
πολίτες.
ταυτὶ παθόντες τῶν Ἀθηναίων ὕπο
1145
δῃοῦτε χώραν, ἧς ὑπ᾽ εὖ
πεπόνθατε;
Αφού λοιπόν τέτοιο καλό σας κάναμε,
πώς τώρα
σείς φέρνετε καταστροφές μέσ' στη
δική μας χώρα;
Αθη
ἀδικοῦσιν οὗτοι νὴ &ί᾽ ὦ
Λυσιστράτη.
Μα το Θεό! μας αδικούν αυτοί, ώ
Λυσιστράτη!
Λάκ
ἀδικίομες· ἀλλ᾽ ὁ πρωκτὸς ἄφατον
ὡς καλός.
Σας αδικούμε; μα και σείς εβάλατε στο
μάτι
έναν ωραίον κώλο
[και θαυμαστό, και κάνατε γι' αυτόν
τον πόλεμ' όλο.]
Λυσ ὑμᾶς δ᾽ ἀφήσειν τοὺς Ἀθηναίους (προς τους Αθηναίους)
Μα και σας τους Αθηναίους, τί
<μ᾽ οἴει; θαρρείτε; θα θελήσω
δίχως έλεγχο ν' αφήσω;
οὐκ ἴσθ᾽ ὅθ᾽ ὑμᾶς οἱ Λάκωνες αὖθις
αὖ 1150
κατωνάκας φοροῦντας ἐλθόντες
δορὶ
πολλοὺς μὲν ἄνδρας Θετταλῶν
ἀπώλεσαν,
πολλοὺς δ᾽ ἑταίρους Ἱππίου καὶ
ξυμμάχους,
ξυνεκμαχοῦντες τῇ τόθ᾽ ἡμέρᾳ
μόνοι,
&εν το ξέρετ' εσείς τάχα, πώς οι
Λάκωνες μια μέρα
με τους δουλικούς χιτώνας εσκοτώσαν
εδώ πέρα
τους εχθρούς τους Θεσσαλούς,
πού τους είχεν ο Ιππίας, κι' άλλους
σύμμαχους πολλούς,
κ'έδωκαν ελευτεριά,
με τα δόρατα μονάχοι πολεμώντας τα
βαρηά;
11
55
κἠλευθέρωσαν κἀντὶ τῆς
κατωνάκης
τὸν δῆμον ὑμῶν χλαῖναν ἠμπέσχον
πάλιν;
κ' έτσι ο δήμος, πού του δούλου τον
χιτώνα είχε βάλη,
της ελευτεριάς τη χλαίνα ξαναφόρεσε
και πάλι.
Λάκ οὔπα γυναῖκ᾽ ὄπωπα χαϊωτεραν.
&εν είδα αγαθώτερη γυναίκα ως την
ώρα.
Αθη
ἐγὼ δὲ κύσθον γ᾽ οὐδέπω
καλλίονα.
Κ' εγώ κομμάτι πειό καλό δεν είχα ιδή
ως τώρα.
Λυσ
τί δῆθ᾽ υπηργμένων γε πολλῶν
κἀγαθῶν
Αφού λοιπόν τόσα καλά εδώσατε κ'
ελάβετε,
11
60
μάχεσθε κοὐ παύεσθε τῆς
μοχθηρίας;
τί δ᾽ οὐ διηλλάγητε; φέρε τί
τοὐμποδών;
πώς πολεμάτε ;—και γιατί την έχθρα
δεν την παύετε ;
και πώς δεν κατωρθώσατε να
συμφιλιωθούμε;
ποιό ήταν το εμπόδιο λοιπόν; για να
το ιδούμε.
Λάκ
ἁμές γε λῶμες, αἴ τις ἁμὶν
τὤγκυκλον
λῇ τοῦτ᾽ ἀποδόμεν.
Μα την ειρήνη σήμερα κ' εμείς τη
θέλουμ' όλοι,
φθάνει να ξαναπάρουμε τη στρογγυλή
την πόλι.
Λυσ ποῖον ὦ τᾶν; Φίλε, ποιά πόλι στρογγυλή;
Λάκ
τὰν Πύλον,
ἇσπερ πάλαι δεόμεθα καὶ
βλιμάττομες.
Να, θέλουμε την Πύλο
όπου την ψηλαφίζουμε τόσο καιρό.
11
65 Αθη
μὰ τὸν Ποσειδῶ τοῦτο μέν γ᾽ οὐ
δράσετε.
[Το φίλο!]
Ά, μα τον Ποσειδών μας, αυτό πού δεν
θα γίνη.
Λυσ ἄφετ᾽ ὦγάθ᾽ αὐτοῖς.
(προς τον Αθηναίον)
Όχι, καλέ μου, άφησε δική τους να
απομείνη.
Αθη κᾆτα τίνα κινήσομεν;
Τότε λοιπόν πού ταραχές θα κάνουμε
μεγάλες;
Λυσ
ἕτερόν γ᾽ ἀπαιτεῖτ᾽ ἀντὶ τούτου
χωρίον.
Αντί της Πύλου πάλι σείς ζητείτε
πόλεις άλλες.
Αθη
τὸ δεῖνα τοίνυν παράδοθ᾽ ἡμῖν
τουτονὶ
πρώτιστα τὸν Ἐχινοῦντα καὶ τὸν
Μηλιᾶ
Καλά, τον Εχινούντα κ' εγώ θα του
ζητήσω,
του κόλπου του Μαλιακού, πού έχει, τ'
από πίσω,
11
70
κόλπον τὸν ὄπισθεν καὶ τὰ
Μεγαρικὰ σκέλη.
τα [τείχη] τα Μεγαρικά, τα σκέληα
[όπως λένε]....
Λάκ
οὐ τὼ σιὼ οὐχὶ πάντα γ᾽ ὦ
λισσάνιε.
Μα όχι πάλι κι' όλ' αυτά πού θέλεις,
λυσσασμένε!
Λυσ ἐᾶτε, μηδὲν διαφέρου περὶ σκελοῖν.
Αφήστε, δεν μας μέλει
και τόσο για τα σκέλη.
Αθη
ἤδη γεωργεῖν γυμνὸς ἀποδὺς
βούλομαι.
Θέλω και γρήγορα τη γη γδυτός να
την οργώσω.
Λάκ
ἐγὼ δὲ κοπραγωγεῖν γα πρῶτα ναὶ
τὼ σιώ.
Και κοπριά προτήτερα να την
καταφορτώσω.
11
75 Λυσ
ἐπὴν διαλλαγῆτε, ταῦτα δράσετε.
ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ δρᾶν ταῦτα,
βουλεύσασθε καὶ
τοῖς ξυμμάχοις ἐλθόντες
ἀνακοινώσατε.
Έ, όλα θα τα φτιάσετε,
φιλίες όταν πιάσετε.
Μα όλ' αυτά κι' αν θέλετε να γίνουνε,
σκεφθήτε,
να πάτε στους συμμάχους σας τη
σκέψι σας να πήτε.
Αθη
ποίοισιν ὦ τᾶν ξυμμάχοις;
ἐστύκαμεν.
οὐ ταὐτὰ δόξει τοῖσι συμμάχοισι
νῷν
Βρε, ποιους συμμάχους, αδελφή;
εμάς μας γίνηκε καρφί!
Και τί έχεις νομίση,
11
80 βινεῖν ἅπασιν;
πώς επειδ' είναι σύμμαχοι δεν θέλουν
το γαμήσι;
Λάκ
τοῖσι γῶν ναὶ τὼ σιὼ
ἁμοῖσι.
Μα τους θεούς! [τί λες εκεί!]
το θέλουν φίλοι και δικοί!
Αθη καὶ γὰρ ναὶ μὰ &ία Καρυστίοις.
Μα το θεό! το θέλουνε κι' αυτοί από
την Κάρυστο,
[που 'ναι δικοί μας σύμμαχοι και μ'
εργαλείον άριστο.]
καλῶς λέγετε. νῦν οὖν ὅπως
ἁγνεύσετε,
ὅπως ἂν αἱ γυναῖκες ὑμᾶς ἐν πόλει
ξενίσωμεν ὧν ἐν ταῖσι κίσταις
εἴχομεν.
Πολύ σωστά. Τώρα λοιπόν
καθαρισθήτε όλοι,
και γρήγορα στην πόλι
καθείς θα φιλοξενηθή
απ' της γυναίκες, μ' ό,τι πεια μέσ' στα
καλάθια μας βρεθή.
11
85
ὅρκους δ᾽ ἐκεῖ καὶ πίστιν ἀλλήλοις
δότε.
κἄπειτα τὴν αὑτοῦ γυναῖχ᾽ ὑμῶν
λαβὼν
Και πίστιν αφού δώσετε και όρκον
υψηλό,
πάρτε της γυναικούλές σας να πάτε
στο καλό.
ἄπεισ᾽ ἕκαστος.
Αθη ἀλλ᾽ ἴωμεν ὡς τάχος. Εμπρός πηγαίνομε λοιπόν.
Λάκ ἄγ᾽ ὅπᾳ τυ λῇς. Πηγαίνουμε όπου αγαπάς.
Αθη νὴ τὸν &ί᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἄγε.
Ώ, μα τον &ία! γρήγορα όσο μπορείς
να πάς.
(Εξέρχονται όλοι, πλην του Χορού Γερόντων
και Γυναικών)
του Ερμή: Τα αγάλματα του Ερμου έφεραν συνήθως το αιδοίον τερατώδες και εντεταμένον.
εισερχόμενος: Χάριν του κωμικού ειρμού ο Α' Αθηναίος δύναται να ήνε αυτός ο Κινησίας.
Κλεισθένης: Υιός του Σιβυρτίου, κωμωδούμενος επί θηλυπρεπεία.
"Ερμοκοπίδαι". Τέσσαρα έτη προ της συγγραφής του έργου τούτου, κατά τάς παραμονάς του πλου εις
Σικελίαν, ηκρωτηρίασαν δια νυκτός τους Ερμάς, τους ευρισκομένους προ των θυρών των οικιών.
Συνδιαλλαγή: Από το μέρος τούτο η κωμωδία ονομάζεται και "&ιαλλαγαί".
"Εν Πύλαις": εννοεί τας Θερμοπύλας, όπου έπεμπαν τους λεγομένους ιερομνήμονας.
Περικλείδας: Πρεσβευτής των Λακεδαιμονίων, ελθών εις Αθήνας δια να ζήτηση
στρατόν κατά των ειλώτων, αποστατησάντων εις την Ιθώμην.
Nραίο κώλο: “Αλλ' ο πρωκτός άφατος και καλός”: κατά την γνώμην του σοφού διδασκάλου του γένους
Νεοφύτου &ούκα, ο Αρ. υπονοεί εδώ την Ασπασίαν, χάριν της οποίας εγένετο το ψήφισμα των Μεγαρέων
εκ τούτου εξερράγη ο πόλεμος, του οποίου αίτιος ήτο ο Περικλής, εραστής της Ασπασίας—εννοεί δ' ο
Λάκων: “Ηδικήσαμεν ημείς, αλλά και σείς ηδικήσατε χάριν του θαυμαστού πρωκτού της Ασπασίας”.
Εχινούς, πόλις θεσσαλική παρά τον Μαλιακόν κόλπον.
Κάρυστο: "Ελέγετο μοιχούς είναι τους Καρυστίους..." (Σχολιαστής).
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
Μέλος (αντίστοιχο του 1043-71)
(1189-1215)
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
Χορός Χορός Γυναικών
στρωμάτων δὲ ποικίλων καὶ Στρώματα διάφορα κ' επανωφοράκια
11
90
χλανιδίων καὶ ξυστίδων καὶ
χρυσίων, ὅσ᾽ ἐστί μοι,
οὐ φθόνος ἔνεστί μοι πᾶσι παρέχειν
φέρειν
τοῖς παισίν, ὁπόταν τε θυγάτηρ τινὶ
κανηφορῇ.
πᾶσιν ὑμῖν λέγω λαμβάνειν τῶν
ἐμῶν
και χρυσά κοσμήματα και
φορεματάκια,
μ' ευχαρίστησι πολύ τα δωρώ στην
αφεντιά σας
να τα πάτε στα παιδιά σας
και στην κάθε μια σας κόρη,
όταν πεια θα μεγαλώσουν και θα
γίνουν κανηφόροι.
Μπήτε μέσ' το σπίτι μου σας
παρακαλώ,
11
95
χρημάτων νῦν ἔνδοθεν, καὶ
μηδὲν οὕτως εὖ σεσημάν-
θαι τὸ μὴ οὐχὶ
τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι,
χἄττ᾽ <ἂν ἔνδον ᾖ φορεῖν.
κι' ότι πραματάκι μου βρίσκετε καλό
πάρτε το, θα σας το δώσω—
τίποτα δεν βρίσκεται σφραγισμένο
τόσο,
πού να μη μπορέσετε, έτσι δα να
πιάσετε,
κι' όλες της σφραγίδες του να της
κομματιάσετε
12
00
ὄψεται δ᾽ οὐδὲν σκοπῶν, εἰ
μή τις ὑμῶν
ὀξύτερον ἐμοῦ βλέπει.
κι' όποιος τα ματάκια του τάχει
ανοιγμένα
πειό καλά από μένα,
ας φορέση ό,τι τύχη—
[κι' από σβέρκο θα πιτύχη!] (1)
εἰ δέ τῳ μὴ σῖτος ὑμῶν
ἔστι, βόσκει δ᾽ οἰκέτας καὶ
Κι' αν κανένας από σας δεν έχει σιτάρι,
και έχει δούλους και παιδιά, ας ερθή
να πάρη,
12
05
σμικρὰ πολλὰ παιδία,
ἔστι παρ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν πυρίδια
λεπτὰ μέν,
ὁ δ᾽ ἄρτος ἀπὸ χοίνικος ἰδεῖν μάλα
νεανίας.
ὅστις οὖν βούλεται τῶν πενήτων
ἴτω
εἰς ἐμοῦ σάκκους ἔχων καὶ
όλα θα τα βρή εμένα,
και ψωμί μεγάλο νέο, και μικρά
[καλοψημένα].
Κι' όποιος από τούς φτωχούς στο φαί
έχει την έννοια,
ας ερθή στο σπίτι μου, φέρνοντας
σακκιά πετσένια,
12
10
κωρύκους, ὡς λήψεται πυ-
ρούς· ὁ Μανῆς δ᾽
οὑμὸς αὐτοῖς ἐμβαλεῖ.
πρός γε μέντοι τὴν θύραν
προαγορεύω μὴ βαδίζειν
τὴν ἐμήν, ἀλλ᾽
κι' o Μανής μου θα του βάλη
το σιτάρι στο τσουβάλι.
Μα σας λέγω καθαρά: μη στην πόρτα
προχωρήτε
12
15 εὐλαβεῖσθαι τὴν κύνα. κι απ' τη σκύλλα φυλαχθήτε.
Εισέρχεται ο Αθηναίος όστις κτυπά θύραν
οίκου τινός πλουσίου
(1) Επέρχεται απροόπτως η άρνησις κατόπιν των επαγγελιών, ως και εν προηγουμένω χορικώ των
Γυναικών, προς εντονώτερον χαρακτηρισμόν ίσως του φιλοπαίγμονος και του απατηλού χαρακτήρας
αυτών.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
Ιαμβική Σκηνή
(1216-1241)
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
Εισέρχεται ο Αθηναίος όστις κτυπά θύραν οίκου τινός πλουσίου:
Ἀθηναίος Α Α' Αθηναίος (κρούων την θύραν)
ἄνοιγε τὴν θύραν· Ανοίξετε την πόρτα σείς!
122
0 Η Θυρωρός (εξερχομένη και κρατούσα δάδα ανημμένην)
παραχωρεῖν οὐ θέλεις;
ὑμεῖς τί κάθησθε; μῶν ἐγὼ τῇ λαμπάδι
ὑμᾶς κατακαύσω; φορτικὸν τὸ χωρίον.
οὐκ ἂν ποιήσαιμ᾽. εἰ δὲ πάνυ δεῖ τοῦτο δρᾶν,
Έ, συ! τραβήξου πίσω!
Θ' απλώσω τη λαμπάδα μου και θα σε τσουρουφλίσω.
Θα είνε κ' ενοχλητικό [να βγω στο μέσο της
με τη λαμπάδα που κρατώ και να καή μ' αυτή κανείς],
—μ' αν το θελήσετε ποτέ
ὑμῖν χαρίσασθαι, προσταλαιπωρήσομεν. έ, θα το κάνουμε κι' αυτό για χάρι σας, ώ θεαταί!
Ἀθηναίος Β Χορός Γυναικών
χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν. Το υποφέρνουμε κ' εμείς.
Ἀθηναίος Α Η Θυρωρός (προς τον Α' Αθηναίον και τον χορόν των οὐκ ἄπιτε; κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά.
οὐκ ἄπιθ᾽, ὅπως ἂν οἱ Λάκωνες ἔνδοθεν
καθ᾽ ἡσυχίαν ἀπίωσιν εὐωχημένοι;
Θα φύγετε; θα πάψετε;
φευγάτε, γιατί γρήγορα της τρίχες σας θα κλάψετε(απειλεί διά της δαδός)
φευγάτε, γιατ' οι Λάκωνες πρέπ' ήσυχα να φάνε
κ' ύστερα στης πατρίδες τους με το καλό να πάνε
(Εισέρχονται οι Β' και Γ' Αθηναίοι)
Ἀθηναίος Β
122
5 οὔπω τοιοῦτον συμπόσιον ὄπωπ᾽ ἐγώ.
Τέτοιο τραπέζι σαν κι' αυτό, δεν είδα ως την ώρα
σε τούτη μας τη χώρα.
Γ' Αθηναίος
ἦ καὶ χαρίεντες ἦσαν οἱ Λακωνικοί·
ἡμεῖς δ᾽ ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι.
Ήσαν πολύ ευχάριστοι οι Λάκωνες, αλλά και συ
κ' εγώ, κι' όλοι εμείς σοφοί, σοφοί συντρ
Ἀθηναίος Α Β' Αθηναίος
ὀρθῶς γ᾽, ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν·
ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω λέγων,
Χέμ, φυσικά, με το κρασί σοφοί κ' εμείς να γίνουμε,
σαν είμαστε ανόητοι της ώρες πού δεν πίνουμε.
Οι Αθηναίοι αν πεισθούν, θα στέ
123
0
μεθύοντες ἀεὶ πανταχοῖ πρεσβεύσομεν.
νῦν μὲν γὰρ ὅταν ἔλθωμεν ἐς Λακεδαίμονα
νήφοντες, εὐθὺς βλέπομεν ὅ τι ταράξομεν·
ὥσθ᾽ ὅ τι μὲν ἂν λέγωσιν οὐκ ἀκούομεν,
ἃ δ᾽ οὐ λέγουσι, ταῦθ᾽ ὑπονενοήκαμεν,
τους πρέσβεις μεθυσμένους—
γιατί αν στην Λακεδαίμονα μας στείλουν τώρα εκεί,
πάλι καυγά θα στήσουμεν αν πάμε νηστικοί—
μ' αν είμαστε πιωμένοι,
κανείς τα όσα θα μας πουν δεν θα καταλαβαίνη,
κι' αν δεν θα λένε τίποτε, θα νοιώθουμε πολλά
123
5 ἀγγέλλομεν δ᾽ οὐ ταὐτὰ τῶν αὐτῶν πέρι. και άλλ' αντ' άλλων.
νυνὶ δ᾽ ἅπαντ᾽ ἤρεσκεν· ὥστ᾽ εἰ μέν γέ τις Κ' έτσι πειά όλα θα πάν καλά.
ᾄδοι Τελαμῶνος, Κλειταγόρας ᾄδειν δέον,
ἐπῃνέσαμεν ἂν καὶ προσεπιωρκήσαμεν.
ἀλλ᾽ οὑτοιὶ γὰρ αὖθις ἔρχονται πάλιν
Μα κι' αν από τον Αίαντα του Σοφοκλή α
[με την πολεμική ωδή] κανείς να τραγουδήση,
ας πούμε ότι τραγουδεί της Κλειταγόρας της στροφές
124
0 ἐς ταὐτόν. οὐκ ἐρρήσετ᾽ ὦ μαστιγίαι; και το παραδεχόμαστε [και παύουν κ' η καταστροφές].
Ἀθηναίος Β Η Θυρωρός (ή Α' Αθηναίος)
νὴ τὸν &ί᾽ ὡς ἤδη γε χωροῦσ᾽ ἔνδοθεν. Να τοι, πού έρχονται μαζύ.
(1) Το χωρίον τούτο εν τω κειμένω είνε ασαφές δια τον σημερινόν αναγνώστην, άνευ αναλύσεως και
επεξηγήσεως— ο Αρ. υπονοεί ενταύθα θούριον στροφήν εκ του Τελαμωνίου Αίαντος, ακατάλληλον δια
συμπόσιον ειρήνης, η δε Κλειταγόρα ήτο ποιήτρια εκ Λακωνίας ή εκ Θεσσαλίας.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η
Έξοδος
(1242-1320)
Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος &ημητρακόπουλος (Pol Arcas)
(Η Θυρωρός πρός τους Αθηναίους, οι οποίοι
σπεύδουν να παρατηρήσουν δια της θύρας)
— Βρε μάγκες! δεν τραβάτε
στο δρόμο σας να πάτε;
Β' Αθηναίος
Να, έρχονται.
(Εξέρχονται εκ της οικίας οί Λακεδαιμόνιοι
μετά των γυναικών των και η Λυσιστράτη)
Λάκων Λαικεδαιμόνιος (ο κορυφαίος του Χορού
προς ένα των λοιπών)
ὦ Πολυχαρείδα λαβὲ τὰ
φυσατήρια,
ἵν᾽ ἐγὼ διποδιάξω τε κἀείσω καλὸν
ἐς τὼς Ἀσαναίως τε καὶ ἐς ἡμᾶς
ἅμα.
Πολύχαρε, θέλω να τραγουδήσω
εδώ γιά όλους ώμορφα, και να
χοροπηδήσω.
πάρε το φυσητήρί σου.
Ἀθηναίος Β' Αθηναίος
12
45
λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας πρὸς
τῶν θεῶν,
ὡς ἥδομαί γ᾽ ὑμᾶς ὁρῶν
Ναί, πάρ' το φυσητήρι,
και του δικού σας του χορού, ώ
Λάκωνες, οι γύροι
αμέσως ας άρχίσουνε
ὀρχουμένους. να μάς ευχαριστήσουνε.
(Είς εκ των Λακώνων συνοδεύει προς αυλόν
την απαγγελίαν του Κορυφαίου.)
Χορὸς Λακεδαιμονίων Χορός Λακεδαιμονίων
ὅρμαον
τὼς κυρσανίως ὦ Μναμοΰνα
τάν τ᾽ ἐμὰν Μῶαν, ἅτις
Μνημοσύνη! δός στους νέους
[Σπαρτιάτας κι' Αθηναίους]
κίνησι για το χορό,
12
50
οἶδεν ἁμὲ τώς τ᾽ Ἀσαναίως,
ὅκα τοὶ μὲν ἐπ᾽ Ἀρταμιτίῳ
πρὤκροον σιοείκελοι
ποττὰ κᾶλα τὼς Μήδως τ᾽ ἐνίκων,
που μάς ξέρει από καιρό,—
όταν μ' αθανάτους ίσοι
με τα πλοία είχαν ορμήση
και τους Μήδους πολεμούσαν
στο Αρτεμίσιο και νικούσαν.
ἁμὲ δ᾽ αὖ Λεωνίδας Ο Λεωνίδας μου μ' εμένα,
12
55
ἆγεν περ τὼς κάπρως
θάγοντας οἰῶ τὸν ὀδόντα·
πολὺς δ᾽ ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς
ἤνσει,
πολὺς δ᾽ ἁμᾷ καττῶν σκελῶν
ἀφρὸς ἵετο.
με τα δόντια ακονισμένα,
σαν τον κάπρο, έφθασε πρώτα,
κι' ο αφρός απ' τον ιδρώτα
στα σαγόνια μας ανθούσε
κι' ως τα σκέληα μας κυλούσε.
12
60
ἦν γὰρ τὤνδρες οὐκ ἐλάσσως
τᾶς ψάμμας τοὶ Πέρσαι.
ἀγροτέρα σηροκτόνε
μόλε δεῦρο παρσένε σιὰ
ποττὰς σπονδάς,
Και οι Πέρσαι ήσαν μπροστά μου
άπειροι, ως είδος άμμου.
Έλα τώρα εσύ μ' εμένα
Άρτεμις, θεά παρθένα,
που σκοτώνεις τα θηρία,—
12
65
ὡς συνέχῃς πολὺν ἁμὲ χρόνον.
νῦν δ᾽ αὖ φιλία τ᾽ αἰὲς εὔπορος εἴη
ταῖς συνθήκαις,
καὶ τᾶν αἱμυλᾶν ἀλωπέκων
παυσαίμεθα.
της σπουδές και τη Φιλία,
μα και την ειρήνη επίσης,
για καιρό να την κράτησης.
Ας γενή φιλία τώρα
όλο και με πλούσια δώρα,
κι' όχι λόγια πειά περίσσια
τρυφερά κι' αλεπουδίσια!
ὢ δεῦρ᾽ ἴθι δεῦρ᾽ ὦ Έλα, έλα συ μ' εμένα,
12
70 κυναγὲ παρσένε. κυνηγέ, θεά παρθένα!
Ἀθηναίος Λυσιστράτη
ἄγε νυν ἐπειδὴ τἄλλα πεποίηται
καλῶς,
ἀπάγεσθε ταύτας ὦ Λάκωνες,
τάσδε τε
Ε, όλα τώρα πάν' καλά. Ο κάθε Λάκων
ας ερθή,
να πάρη τη γυναίκα του κοντά της να
σταθή,
κι' αυτή κοντά στον άνδρα της, κι'
αφού χορούς θα στήσουμε
12
75
ὑμεῖς· ἀνὴρ δὲ παρὰ γυναῖκα καὶ
γυνὴ
στήτω παρ᾽ ἄνδρα, κᾆτ᾽ ἐπ᾽
ἀγαθαῖς συμφοραῖς
γι' αυτή την καλορροίζικη συνθήκη
που θα κλείσουμε,
έ, τότε στους θεούς μαζύ όρκο μεγάλο
πιάνουμε,
ὀρχησάμενοι θεοῖσιν εὐλαβώμεθα
τὸ λοιπὸν αὖθις μὴ ᾽ξαμαρτάνειν
ἔτι.
αυτήν την αμαρτία πειά να μη την
ξανακάνουμε.
Χορὸς Ἀθηναίων Χορός Αθηναίων - Κορυφαίος
πρόσαγε χορόν, ἔπαγε <δὲ
Χάριτας,
Σύρε το χορό,—της Χάρες κάλεσε
μαζύ,—ευχήσου
12
80 ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν,
ἐπὶ δὲ δίδυμον ἀγέχορον
Ἰήιον
εὔφρον᾽, ἐπὶ δὲ Νύσιον,
ὃς μετὰ μαινάσι Βάκχιος ὄμμασι
δαίεται,
στ' όνομα του &ιονύσου.
που με της Μαινάδες τρέχει
και φωτιές στα μάτια του έχει,—
12
85
&ία τε πυρὶ φλεγόμενον, ἐπί τε
πότνιαν ἄλοχον ὀλβίαν·
εἶτα δὲ δαίμονας, οἷς ἐπιμάρτυσι
χρησόμεθ᾽ οὐκ ἐπιλήσμοσιν
Ἡσυχίας πέρι τῆς ἀγανόφρονος,
στον Απόλλωνα ευχήσου των χορών
τον αρχηγό,—
στη Θεά την κυνηγό,
και στον &ία που ανάφτει,
και βροντάει και αστράφτει,—
μα και στη συντρόφισσα του τη θεά
την ευτυχή,—
και 'ς τους δαίμονας ευχή,
όπου δεν ξεχνούν εκείνοι,
και για μάρτυρες σταθήκαν στη
μεγάλη την ειρήνη,
12
90
ἣν ἐποίησε θεὰ Κύπρις.
ἀλαλαὶ ἰὴ παιήων·
αἴρεσθ᾽ ἄνω ἰαί,
ὡς ἐπὶ νίκῃ ἰαί.
εὐοῖ εὐοῖ, εὐαί εὐαί.
πού έχει γίνη στερεά
απ' της Κύπρου τη θεά.
Τραλαλαλά! εμπρός! παιάν!
νίκη! ευοί! ευαί,! ευάν!
Ἀθηναίος Λυσιστράτη
12
95
πρόφαινε δὴ σὺ Μοῦσαν ἐπὶ νέᾳ
νέαν.
Έλα τώρα, Σπαρτιάτη,
να μας ξαναψάλης κάτι.
Χορὸς Λακεδαιμονίων Χορός Λακεδαιμονίων
Ταΰγετον αὖτ᾽ ἐραννὸν ἐκλιπῶα
Μῶα μόλε Λάκαινα πρεπτὸν ἁμὶν
κλέωα τὸν Ἀμύκλαις σιὸν
Ώ μούσα εσύ Λακωνική!
άφ' τον Ταΰγετον εκεί,
που εινε τόσο ευχάριστος, κ' έλα να
ψάλης πρώτα
Απόλλωνα και Αθηνά,
13
00
καὶ χαλκίοικον Ἀσάναν,
Τυνδαρίδας τ᾽ ἀγασώς,
τοὶ δὴ πὰρ Εὐρώταν ψιάδδοντι.
εἶα μάλ᾽ ἔμβη
ὢ εἶα κοῦφα πάλλων,
και του Τυνδάρου τα παιδιά, πού
παίζουνε παντοτινά
στης όχθες του Ευρώτα.
Έλα και πήδα ελαφρά μ' εμάς να
τραγουδήσουμε,
13 ὡς Σπάρταν ὑμνίωμες, τη Σπάρτη να υμνήσουμε,
05 τᾷ σιῶν χοροὶ μέλοντι
καὶ ποδῶν κτύπος,
τε πῶλοι ταὶ κόραι
πὰρ τὸν Εὐρωταν
πού τόσο την ευφραίνουνε οι θεϊκοί
χοροί,
και τα ποδοκτυπήματα, όταν η κόρ' η
τρυφερή
κοντά κοντά τα πόδια της κτυπά, σαν
το πουλάρι,
πηδώντας στού Ευρώτα μας το
πράσινο χορτάρι,
13
10
ἀμπάλλοντι πυκνὰ ποδοῖν
ἀγκονίωαι,
ταὶ δὲ κόμαι σείονθ᾽ περ Βακχᾶν
θυρσαδδωᾶν καὶ παιδδωᾶν.
ἁγεῖται δ᾽ ἁ Λήδας παῖς
και τα μαλλιά της αρχινά
ο άνεμος να τα κινά,
όπως όταν χοροπηδούν
κισσοστεφανωμένες
η Βάκχες μεθυσμένες.
Και πρώτη πρώτη στο [χορό από της
άλλες χώρια
13
15 ἁγνὰ χοραγὸς εὐπρεπής.
η κόρη μπαίν' η πάναγνη της Λήδας η
πανώρηα.
ἀλλ᾽ ἄγε κόμαν παραμπύκιδδε χερί,
ποδοῖν τε πάδη
τις ἔλαφος· κρότον δ᾽ ἁμᾷ ποίει
χορωφελήταν.
Εμπρός! περόνη πέρασε και κάρφωσ'
την πλεξίδα,
και κτύπησε τα χέρια σου, και σάν το
λάφι πήδα!
Εμπρός! και τώρα του χορού ας
ακουσθούν οι κρότοι,
13
20
καὶ τὰν σιὰν δ᾽ αὖ τὰν κρατίσταν
Χαλκίοικον ὕμνει τὰν πάμμαχον.
και ψάλε [απ' όλες πρώτη]
την Αθηνά, πούνε θεά
ανίκητη και κραταιά!...
φυσητήρι: Εννοεί τον αυλόν.
Μαινάδες και Βάκχαι, εις τας οποίας απεδίδετο η λάμψις των βλεμμάτων του &ιονύσου.
συντρόφισσα: Την Ήραν.
Τυνδάρεως: Βασιλεύς της Σπάρτη σύζυγος της Λήδας και πατήρ των Κάστορος, Πολυδεύκους, Ελένης και
Κλυταιμνήστρας.
η κόρη της Λήδας: Η Ελένη.
για λάθη, σχόλια, παρατηρήσεις: Α. Περδικούρης aper@otenet.gr