AMPHIKTYONBOOKS

TRANSLATION IN MANY LANGUAGES

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
ΑΧΑΡΝΗΣ
425 π.Χ. α΄ Βραβείο
ΠΡΟΣ ΠΑ του ΕΡΓΟΥ
ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ: Αθηναίος αγρότης.
Εξασφαλίζει «ιδιωτική
ειρήνη», ενώ η πατρίδα
του βρίσκεται σε
πόλεμο.
ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα.
Έρχεται να πουλήσει
προϊόντα στην αγορά του
1ικαιόπολη.
ΚΗΡΥΚΑΣ: Υπάλληλος στη
συνέλευση του δήμου.
ΚΟΡΕΣ: Οι μικρές κόρες του
Μεγαρέα, που τις
παρουσιάζει σαν
γουρουνίτσες.
ΑΜΦΙΘΕΟΣ: Πρόσωπο
«αλαφροϊσκιωτο».
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ: Το αποτροπιαστικό πρόσωπο
της αθηναϊκής πολιτικής
ζωής.
ΠΡΕΣΒΕΙΣ: Αθηναίοι που είχαν
σταλεί, ως επιτροπή,
στο Μέγα Βασιλιά της
Περσίας και
επιστρέφουν τώρα μετά
από χρόνια.
ΒΟΙ ΤΟΣ: Όπως και ο Μεγαρέας.
ΨΕΥ ΑΡΤΑΒΑΣ: Ψευδοαπεσταλμένος του
Πέρση Βασιλιά
ΝΙΚΑΡΧΟΣ: Συγκεκριμένος (ή και
επώνυμος) συκοφάντης.
ΘΕ ΡΟΣ: Αθηναίος αντιπρόσωπος,
σταλμένος από καιρό
στο βασιλιά της
Θράκης, για βοήθεια.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Υπηρέτης του Λάμαχου.
ΧΟΡΟΣ: Γέροντες Αχαρνιώτες.
ΚΗΡΥΚΑΣ: Φέρνει διαταγή στο Λάμαχο.
ΚΟΡΗ: Θυγατέρα του
1ικαιόπολη.
ΓΕ ΡΓΟΣ: Έρχεται και ζητάει «στάλες
ειρήνης».
ΚΗΦΙΣΟΦ ΝΤΑΣ: Υπηρέτης του Ευριπίδη. ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ: Όπως ο γεωργός.
ΕΥΡΙΠΙ ΗΣ: Ο γνωστός τραγικός
ποιητής.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ: Α΄ και Β΄. Ο ένας λέει για
τον τραυματισμό του
Λάμαχου και ο άλλος για το
γλέντι του 1ικαιόπολη.
ΛΑΜΑΧΟΣ: Αθηναίος στρατηγός,
φιλοπόλεμος
ΒΟΥΒΑ
ΠΡΟΣ ΠΑ:
Aλλα αναφέρονται επώνυμα
και άλλα μένουν ανώνυμα.
ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ
Η Αθήνα και η Σπάρτη βρίσκονται ήδη στον 6ο χρόνο του
μεταξύ τους πολέμου. Ο αγροτικός πληθυσμός της Αθήνας
έχει μαζευτεί μέσα στα τείχη της πόλης όπου οι συνθήκες
ζωής είναι δραματικές. Ο Αθηναίος αγρότης 1ικαιόπολης
είναι απογοητευμένος γιατί οι πολίτες δεν πηγαίνουν στις
συνελεύσεις, οι πολιτικοί δεν νοιάζονται για την ειρήνη,
και η διαχείριση των κοινών είναι αδιαφανής. Βλέποντας
ότι αυτά επαναλαμβάνονται και στην συνέλευση αυτής της
ημέρας, αποφασίζει να κλείσει μόνος του ειρήνη με την
Σπάρτη και έτσι αρχίζει να απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα
που αυτό συνεπάγεται...
(Ο χώρος της Πνύκας άδειος ακόμα. Στο κέντρο της ο ικαιόπολης μόνος
του. Σε λίγο, στο γύρω χώρο, εμφανίζονται πολίτες)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Οι δαγκωνιές στην καρδιά μου είναι πολλές, οι χαρές
λιγοστές, πολύ λίγες, τέσσερις. Οι πόνοι χίλιοι
τέσσερις. Άντε να θυμηθώ τι χαρά άξια έζησα. Εκείνο που
είδα και η καρδιά μου ευφράνθηκε είναι τα πέντε τάλαντα
που ξέρασε ο
Κλέωνας - αχ πολύ το χάρηκα αυτό και αγαπάω τους
Ιππείς γι’ αυτό τους το έργο. Αυτό το τιμάει η Ελλάδα!
Πόνος όμως ήταν το άλλο στο θέατρο, που περίμενα όλος
λαχτάρα Αισχύλο και ο κήρυκας είπε «Θέογνη το Χορό σου»!
Τι ταμπλάς ήταν !
Το άλλο που χάρηκα ήταν που μπήκε στη σκηνή ο 1εξίθεος -
μετά απ’ τον Μόσχο, να τραγουδήσει Βοιώτικα, μα άνοιξε γη
κι αλληθώρισα φέτος που μπήκε να πει λεβέντικο ύμνο
μπαταρισμένος ο Χαίρης (ο φάλτσος). Και από τότε που
άρχισα και πλένω το πρόσωπο ποτέ δεν μου έτσουξε η βρώμα
τα μάτια όσο τώρα που έχουμε Συνέλευση επίσημη κι είναι
πρωί κι η Πνύκα μας άδεια! Κι όμως στην αγορά φλυαρίες
και τσάρκες και φευγάλες μην πέσει το φούμο του
μπόγια κι οι πρυτάνεις δεν έρχονται κι όλο αργούν και
ύστερα σπρώχνονται, όσοι αργήσουν, να βρουν ν’ αγκαζάρουν
θέση μπροστά.. Και για ειρήνη - για το αν και το πώς…
ούτε λόγο δεν κάνουν. Αχ πατρίδα μου Αθήνα!
Κι εγώ πάντα πρώτος παρών στη Συνέλευση προσμένω και κάθομαι και μόνος
βαριέμαι και ρίχνω στεναγμούς και χαζεύω και χασμουριέμαι, σέρνω γραμμές στο
χώμα και ξύνομαι και μαδάω τα μαλλιά μου και φέρνω στο νου τα χωράφια και
σκέφτομαι. Αγαπώ την ειρήνη, τη βαριέμαι την πόλη, τους χωριανούς μου ποθώ που
ποτέ τους δεν είπαν «δώσε για κάρβουνο, δώσε για ξίδι, για λάδι» και τέτοια. Τα
παράγουνε μόνοι τους, το «αγοράζω» δεν το ξέρουν. Και τώρα που ήρθα πανέτοιμος
είμαι για φωνές και προγκίγματα και να βαρέσω τον όποιον πάει να πει για οτιδήποτε
άλλο εκτός για ειρήνη.
(Μπαίνουν στην Πνύκα οι πρυτάνεις. Πίσω τους ακολουθούν και
σπρώχνονται πολίτες)
Α! οι πρυτάνεις! Μεσημέριασε κι ήρθαν! /εν έβγαζαν λόγο; Εμ το έλεγα εγώ. Για
πρωτεία στριμώχνονται όλοι.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Προχωρείτε. Προχωρείτε ο κόσμος! Στις θέσεις που
ορίστηκαν όλοι!
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Μίλησε κανείς ως τώρα;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ποιος θέλει να μιλήσει;
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Εγώ.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ποιος είσαι εσύ;
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Αμφίθεος.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Όχι θνητός;
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Αθάνατος είμαι. Ο Αμφίθεος ήταν της 1ήμητρας και του
Τριπτόλεμου που έκανε τον Κελεό και ο Κελεός παντρεύτηκε
την Φαιναρέτη, τη γιαγιά μου, και έκανε το Λυκίνο. Από
τον Λυκίνο εγώ. Αθάνατος είμαι. Σε
μένα ανάθεσαν οι θεοί να κάνω ειρήνη με τους Σπαρτιάτες,
μονάχος μου. Αλλά μ’ όλο που είμαι αθάνατος, κρίμα, δεν
έχω παράβολο - οι πρυτάνεις δεν δίνουν.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Τοξότες! Στο έργο σας!
(Έρχονται φρουροί να βγάλουν έξω τον Αμφίθεο. Αυτός ξεγλιστρά -
αργότερα πλησιάζει στο ικαιόπολη)
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Τριπτόλεμε και Κελεέ! Το ανέχεστε αυτό;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Άντρες Πρυτάνεις! Το στόμα του κλείνετε! Το δήμο
ντροπιάζετε! Ειρήνη θέλει ο άνθρωπος! Λέει «όχι στις
ασπίδες»!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Κάτσε κάτω και πάψε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αν δεν πάρετε απόφαση για την ειρήνη θα φωνάζω, μα τον
Απόλλωνα!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Να έρθουν οι πρέσβεις από το Βασιλέα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποιο Βασιλέα; Μου τη δίνουν πρέσβεις ψηλομύτηδες παγόνια.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Πάψε είπα.
(Μπαίνουν πρέσβεις με στολές και λούσα)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μπα. Μπα. Μπα! Μπαξ! Εκβάτανα ολόκληρα!
ΠΡΕΣΒΗΣ
Μας στείλατε στο Μέγα Βασιλιά με δέκα καφετιά αποζημίωση
τη μέρα όταν ήταν άρχοντας ο Ευθυμένης...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Iχ! Κρίμα στα δεκαχίλιαρα!
ΠΡΕΣΒΗΣ
Κακοπάθαμε στους κάμπους του Καϋστρου. Περιπλανιόμασταν
μέναμε σε σκηνές. Πάνω σε αρμάμαξες τη βγάζαμε σκέτο
σακάτεμα...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Εγώ πέρναγα πολύ καλά πολεμώντας στο κάστρο και κοιμόμουν
σε αχυρόστρωμα!
ΠΡΕΣΒΗΣ
Κι όταν μας τραπέζωναν έπρεπε να πίνουμε μέχρι σκασμού,
με το ζόρι, άκρατο γλυκό κρασί σε χρυσογυάλινα ποτήρια...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αθήνα κοροϊδάρα μου! Ακούς τους πρέσβεις τι ρεζίλεμα
έπαθαν;
ΠΡΕΣΒΗΣ
Μόνο όσοι τρώνε και πίνουν πάρα πολύ, αυτοί έχουν πέραση
στους βάρβαρους άντρες.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Και σε μας οι τέτοιοι κι οι αποτέτοιοι.
ΠΡΕΣΒΗΣ
Στον τέταρτο χρόνο μόνο φτάσαμε στο βασιλιά, αλλά αυτός
με το στρατό του είχε πάει προς νερού του για οχτώ μήνες
πάνω σε χρυσά βουνά.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πόσος χρόνος πήρε να ξανασφίξει ο πισινός του;
ΠΡΕΣΒΗΣ
Όσο να γεμίσει το φεγγάρι. Κι έπειτα που γύρισε μας έκανε
τραπέζι βόδια στο φούρνο, ολόκληρα!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πω πω τι περηφάνιες! Είδε ποτέ κανένας βόδια φουρνιστά;
ΠΡΕΣΒΗΣ
Ναι. Και μα το 1ία, μας πρόσφεραν για γεύμα ένα πουλί
τεράστιο, τριπλάσιο από τον Κλεώνυμο που το έλεγαν
Φενάκη. Ξεγελαστή.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γι’ αυτό κι εσύ μας ξεγελούσες παίρνοντας δυο δραχμές τη
μέρα.
ΠΡΕΣΒΗΣ
Και τώρα γυρίσαμε φέρνοντας μαζί τον Ψευδαρτάβα, το Μάτι
του Βασιλιά.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Α, που να σου το φάει κόρακας το μάτι. Κι αυτουνού και το
δικό σου!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Το Μάτι του Βασιλιά του Μέγα! Ιδού!
(Ντυμένος βαριά και με ένα μεγάλο φτιαχτό μάτι στο μέτωπο έρχεται ο
Ψευδαρτάβας. Τον συνοδεύουν δυο ευνούχοι)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Άρχοντα Ηρακλή μου, αμάν! Για το θεό σου άνθρωπέ μου!
Καραβίσιο μάτι έχεις ή στρίβοντας κάβο ψάχνεις όρμο να
αράξεις; Και τα μάτια σου κάτω ξεφούσκωτες φούσκες!
ΨΕΥ1ΑΡΤΑΒΑΣ
Ιαρταμάν εξάρξαν απισσόνα σάτρα
ΠΡΕΣΒΗΣ
Καταλάβατε τι λέει;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όχι, μα τον Απόλλωνα!
ΠΡΕΣΒΗΣ
Λέει θα μας στείλει ο βασιλιάς τους χρυσό!
Πες Ψευδαρτάβα για το χρυσό καθαρά. Τι ακριβώς;
ΨΕΥ1ΑΡΤΑΒΑΣ
Ντεν παρει χρυσό χασκοκώλο Ατήνο.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Iι μου ώι μου! Ξεκάθαρα λόγια!
ΠΡΕΣΒΗΣ
Τι είπε τώρα;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι; Χασκοκώληδες μας λέει τους Αθηναίους αν περιμένουμε
χρυσάφι απ’ τους Πέρσες.
ΠΡΕΣΒΗΣ
1εν λέει έτσι. Λέει για χρυσά σακιά.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποια σακιά ρε; Μεγαλόμπουφος είσαι. Άντε στην άκρη να τον
ρωτήσω εγώ.
(Ο ικαιόπολης, που συχνά μονολογούσε ως τώρα, απευθύνεται στους
συνοδούς του Ψευδάρταβα)
Έλα εσύ πες καθαρά, μίλα μπροστά του να μη σε κάνει
κόκκινο τούτος ο ράβδος.
Θα μας στείλει ο βασιλιάς χρυσάφι;
(Ο συνοδός κάνει νόημα όχι)
Aρα μας κοροϊδεύουν οι πρέσβεις!
(Ο συνοδός νεύει ναι)
Α! Σαν Έλληνας έκανε νεύμα αυτός! 1εν μπορεί να είναι
Πέρσες! Έλληνες Είναι. Είναι από δω! Από τους δυο αυτούς
ευνούχους τον έναν τον ξέρω, είναι ο Κλεισθένης, ο γιος
του Σιβύρτα!
Βρε συ βρε κώλε αναμμένε βρε μαϊμού με γένια, γιατί μας
ήρθες παριστάνοντας τον ευνούχο;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Κάθισε κάτω. Σώπα. Τον Οφθαλμό του Βασιλιά τον καλεί η
Βουλή στο Πρυτανείο.
(Ο Ψευδαρτάβας αποχωρεί τον συνοδεύουν)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Βρε κρέμασμα θέλουν! Εγώ στραγγίζω και γι’ αυτούς η πόρτα
πάντα ανοιχτή να μπαίνουν για τραπέζωμα! Θα τους κάνω εγώ
χουνέρι μεγάλο. Θα τρομάξουν. Ο Αμφίθεός μου που είναι;
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
1ίπλα σου είμαι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τσάκω αυτό το δεκαχίλιαρο Αμφίθεε. Και τράβα γραμμή και
κάνε ειρήνη με τη Σπάρτη. Μόνο για μένα και για τα παιδιά
μου και για τη φιλενάδα μου. Έλα.
Και στέλνετε εσείς πρεσβείες και να χάσκετε.
(Ο Αμφίθεος ξεγλιστρά και φεύγει... για τη Σπάρτη)
ΚΗΡΥΚΑΣ
Να έρθει ο Θέωρος που πήγε στο Σιτάλκη.
ΘΕIΡΟΣ
Εδώ είμαι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Aλλον πάλι φαφλατά κάλεσε ο κήρυκας!
ΘΕIΡΟΣ
1εν θα έμενα πολύ καιρό στη Θράκη...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αν δεν σε καλοπλήρωναν μα το 1ία!
ΘΕIΡΟΣ
Αν δεν χιόνιζε και σκέπαζε τη Θράκη και πάγωσε το κρύο
και τους ποταμούς...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θα ’ταν τότε που ο Θέογνης εδώ ανέβασε το έργο του.
ΘΕIΡΟΣ
Όλο τον καιρό με το Σιτάλκη τα ’πινα! Μα πολύ φιλαθηναίος
είναι, καταπληκτικά, και σας αγαπάει στ’ αλήθεια και το
’γραψε και στα ντουβάρια του «ωραίοι κώλοι οι Αθηναίοι».
Κι ο γιος του, που τον κάναμε επίτιμο δημότη, του
σηκώθηκε να φάει σαλάμι απατουρνιώτικο και κόλλαγε στον
πατέρα του να βοηθήσει την καινούργια του πατρίδα...
Κι ορκίστηκε ο πατέρας του να βοηθήσει με τόσο στρατό,
που οι Αθηναίοι θα πουν «πω πω ακρίδες σύννεφο
πλάκωσαν»!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Να πέθαινα κακήν κακώς και ένα μόνο αν πίστευα. Εκτός
απ’ τις ακρίδες.
ΘΕIΡΟΣ
Και σας έστειλε το πιο πολεμικό δείγμα της Θράκης! Να
το!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Φως φανάρι όπως βλέπω!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Να ’ρθουν οι Θράκες που έφερε ο Θέωρος.
(Προχωρούν μεγαλόσωμοι και άγριοι, κακοντυμένοι άντρες)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αμάν! Τι είναι ρε αυτό το κακό!
ΘΕIΡΟΣ
Στρατός Οδομάντων!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι Οδομάντων ρε! Πες μας τι είναι. Ποιος τους ξετρίχωσε
έτσι;
ΘΕIΡΟΣ
Αυτοί με δυο καφετιά τη μέρα σου την πλιατσικολογούν
ολόκληρη τη Βοιωτία!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1υο καφετιά σ’ αυτούς τους αποτριχωμένους; Πως θα το
ανέχονταν οι κωπηλάτες το υπό; Οι σωτήρες της πατρίδας;
(Μερικοί Οδόμαντοι πλησίασαν το ικαιόπολη και του πήραν απ’ το
σακίδιό του σκόρδα)
Αχ ο δύστυχος! Αχ καταστρέφομαι! Μου τα φάγαν τα σκόρδα
οι Οδόμαντοι! Τα σκόρδα μου ρε σεις!
ΘΕIΡΟΣ
Ε! καβγατζή! Μην τους πας κόντρα... Είναι σκορδωμένοι!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θα τ’ ανεχθείτε εσείς, οι πρυτάνεις, να πάσχω εγώ στην
πατρίδα μου τέτοια από βαρβάτους τέτοιους;
Αρνούμαι στη Συνέλευση ν’ αποφασίσει πληρωμή με μαζώματα
τέτοια!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Η Συνεδρίαση λύεται. Να φύγουν οι Θράκες να έρθουν
μεθαύριο.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ ο καημένος, τη σκορδαλιά μου την ξάφρισαν!
(Ο κόσμος φεύγει, ο ικαιόπολης βγαίνει. Φτάνει ο Αμφίθεος τρέχοντας,
κρατάει τρία δοχεία)
Α! Ο Αμφίθεος όμως! Που πήγε στη Σπάρτη για σπονδές! Και
επέστρεψε! Χαίρε Αμφίθεε!
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Πρώτα να σταματήσω να τρέχω και το χαίρε μετά.
Πρέπει να γλιτώσω απ’ τους Αχαρνιώτες! Με τρέχουν.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι συμβαίνει;
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Έτρεχα εγώ, ερχόμουν, ειρήνη σου έφερνα μα με μυρίστηκαν
κάτι γέροι Αχαρνιώτες κούτσουρα και στριμμένοι,
κακόβραστα στειλιάρια, Μαραθωνομάχοι
Και με πήραν ξοπίσω και φώναζαν «βρε κάθαρμα φέρνεις
σπονδές ειρήνης Ενώ μας τα κατάκοψαν τ’ αμπέλια μας
αυτοί;
Και μάζευαν πέτρες στις ποδιές τους και έριχναν και
έφευγα εγώ και πίσω αυτοί. Με ξεφώνιζαν όλοι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Άσε τους να ξεφωνίζουν. Τις σπονδές τις έφερες;
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Και βέβαια τις έφερα. Τριών ειδών γεύμα. Αυτές
πενταετείς! Πάρε δοκίμασε.
( ίνει στη συνέχεια ένα - ένα τα δοχεία στο ικαιόπολη κι αυτός τα
δοκιμάζει)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Α! πα πα!
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Τι είναι;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν μ’ αρέσουν, μου μυρίζουν.
Καραβίλα βρωμούν και καραβοστοκάρισμα.
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
1οκίμασε τούτες τις δεκαετείς.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κι αυτές συζητήσεις και χασομέρια μυρίζουν. Ξινοπρεσβύλα
συμμάχων!
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Είναι κι αυτές οι τριανταχρονίτικες, άντε! Και κατά γην
και κατά θάλασσαν.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
I! Γλεντοκόπια αυτές! Αυτές μοσχοβολούν αμβροσία και
νέκταρ! 1εν έχουν φροντίδα «τροφή για τρεις μέρες» αλλά
«τράβα όπου θέλεις, έτσι σου λένε. Τις δέχομαι αυτές και
τις γιορτάζω και κρασοκοπανώ και χαιρετάτε μου τον
πλάτανο οι Αχαρνιώτες. Από πόλεμο τώρα και μπερδέματα
ξένοιαστος τραβώ να γιορτάσω τα αγροτικά 1ιονύσια.
ΑΜΦΙΘΕΟΣ
Κι εγώ μη με εύρουν οι Αχαρνιώτες θα φύγω.
(Ο Αμφίθεος φεύγει, ο ικαιόπολης προχωρεί στην άκρη της σκηνής,
μπαίνει σε παρακείμενο σπίτι – είναι τάχα το σπίτι του στο ύπαιθρο.
Από την άλλη μεριά μπαίνει ο Χορός. Γέροντες Αχαρνιώτες)
ΧΟΡΟΣ
Ξοπίσω. Κυνηγάτε τον – ρωτάτε όποιον βλέπετε. Πρέπει να
τον πιάσουμε για το καλό της πόλης. Όποιος ξέρει να το
πει. Που πήγε καταχώθηκε αυτός που ήρθε με σπονδές –
χάθηκε πάει άφαντος, και τα χρονάκια μας το φταιν. Στα
νιάτα μου και κάρβουνα φορτωμένος έτρεχα – πίσω απ’ τον
Φαϋλο, δεν θα μου ξέφευγε αν ήμουν νιος το κάθαρμα –
που φτιάχνει τις σπονδές. Θα τον πρόφταινα βαρβάτα.
Τώρα όμως έφυγε – δεν βαστούν τα κότσια μου. Τα πόδια μου
βαραίνουν σαν του γέρου Λαοκρατείδη. Όμως στο ξοπίσω του.
1εν πρέπει να χαρεί που ξέφυγε τους γέρους Αχαρνιώτες! Αχ
θεοί και 1ία μας, αχ μεγαλοδύναμε, αυτός με τους εχθρούς
μας έκανε ειρήνη κι ας τα σπαρτά μας ρήμαξαν! Αμ δεν θα
σταματήσω πριν μπω στο κορμί τους αγκάθι σουβλερό να
πονέσουν βαθιά να μην ξανάρθουν να πατήσουν τ’ αμπέλια
μας.
Μα πρέπει να ψάχνω να τον τρέχω παντού από τόπο σε τόπο –
ως να τον βρω. 1εν θα χορτάσω να τον χώνω στις πέτρες.
(Ο ικαιόπολης βγαίνει ιεροτελεστικά απ’ το σπίτι. Τον συνοδεύουν μια
δούλα, η κόρη του κι ένας δούλος. Ο Χορός στην άλλη άκρη)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ιερή Σιγή! Σωπάστε!
ΧΟΡΟΣ
Τ’ ακούσατε; Σιωπή ! Ιερή σιγή κηρύττει. Να τος ο που
ζητούμε!
Στην άκρη όμως όλοι μας! Βγαίνει για θυσία.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ιερή Σιγή κρατήστε. Να προχωρήσει πιο μπροστά η κόρη με
το κάνιστρο. Ο Ξανθίας το φαλλό να τον κρατάει ορθό.
Απίθωσε κι εσύ κόρη μου το ταψί. Να αρχίσουμε τώρα.
ΚΟΡΗ
Μάνα δώσε μου την κουτάλα ν’ αλείψω το χυλό στη φέτα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Καλά είναι έτσι, άντε. 1έσποτα 1ιόνυσε σε σένα τη χαρίζω
τούτη τη γιορτή εγώ και οι δούλοι μου, να γιορτάσουμε με
τέχνη τα αγροτικά 1ιονύσια μια που ο πόλεμος νισάφι και
την τριαντάχρονη καλά να τη χουφτώσουμε.
Έλα θυγατέρα μου. Φέρε το πανέρι όμορφα προσεκτικά, με
όψη σοβαρή σαν σε πικρόχορτο στο στόμα. Καλότυχος όποιος
σ’ το κάνει και κάνει μαζί σου γατάκια ν’ αμολούν σαν και
σένα πορδές τα χαράματα.
Προχώρα, προχώρα και κοίτα μη βάλουν στα χρυσάφια σου
χέρι.
Κι εσύ Ξανθία πρόσεχε, κράτα το φαλλό ορθό, πίσω απ’ την
κόρη κράτα τον κι εγώ θ’ ακολουθώ να λέω το τραγούδι.
Κι εσύ γυναίκα ανέβα στη στέγη και κοίτα μας. Αρχίζουμε.
Φαλή, του Βάκχου φίλε, συντραγουδιστή,
μοιχέ και νυχτοπερπατιάρη
και αγριοκυνηγιάρη,
έξι χρόνια πρόσμενα
να σε γιορτάσω στο χωριό μου
με σπονδές χαρούμενος!
Τέρμα πια τα δύσκολα
και Λάμαχοι και μάχες!
Αχ Φαλή, θεέ, τη γλύκα θα μου ήταν
να ’βρισκα στο δρόμο μου ξυλοκλέφτρα ροδαλή
τη Θράκα του Στρυμόδωρου, την παχουλή,
να την πιάσω απ’ τη μέση,
να την πάρω να την κάτσω
να την καταξεκουκιάσω
αχ Φαλή Φαλή μου!
Μαζί μου αν έρθεις να συμπιείς ένα κιούπι ειρήνης ως το
πρωί θα καταπιείς
και η ασπίδα στο καρφί θα μένει κρεμασμένη...
(Καθώς η πομπή προχωρεί, τη διακόπτει ο Χορός)
ΧΟΡΟΣ
Αυτός είναι! Αυτός ! Αυτός !
Χτύπα Χτύπα Χτύπα Χτύπα. Βάρα τον τον μιαρό. Μην του
χαρίζεις. Χτύπα τον.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ηρακλή μου τι είναι αυτό; Τη χύτρα θα μου σπάσετε!
ΧΟΡΟΣ
Την κεφάλα σου θα σπάσουμε τη μιαρή.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Για ποια αιτία γερονταχαρνιώτες;
ΧΟΡΟΣ
Ρωτάς γιατί ξεδιάντροπε και σκατοβρμωμερέ προδότη της
πατρίδας που έκανες με τους εχθρούς μονάχος σου ειρήνη;
Τολμάς να μας κοιτάς;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν ξέρετε όμως το γιατί. Ακούστε να σας πω.
ΧΟΡΟΣ
Εσένα βρε ν’ ακούσουμε; Βρε θα σε σκοτώσουμε. Στις πέτρες
θα σε χώσουμε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μη προτού μ’ ακούσετε. Κρατηθείτε λίγο.
ΧΟΡΟΣ
1εν θα κρατηθώ και μη μου λες κουβέντα. Σε μίσησα πιο κι
απ’ τον Κλέωνα ακόμα – που θα τον κόψω κομμάτια στους
Ιππείς να τα δώσω στα παπούτσια τους σόλες.
1εν θα κάτσω να μου λες πως έκανες σπονδές με τους
εχθρούς τους Λάκωνες. Λιώμα θα σε κάνω.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Βρε άντε με τους Λάκωνες! Για τις σπονδές μου να σας πω,
αν τις έκανα καλά.
ΧΟΡΟΣ
Πως καλά, που έκανες ειρήνη με αυτούς που μήδε πίστη και
βωμός μήδ’ όρκος τους απόμεινε;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ξέρω για τους Λάκωνες που είμαστε στα μαχαίρια, πως δεν
φταίνε σ’ όλα μόνο αυτοί.
ΧΟΡΟΣ
Όχι σε όλα κάθαρμα; Τολμάς, το λες ξεκάθαρα και θες και
υποστήριξη;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όχι σε όλα. Όχι. Κι αν κάνω και σας πω, θα δείξω πως
ακόμα και αδικούνται σε πολλά.
ΧΟΡΟΣ
Μα είναι τρομερό! Μας αναστατώνεις αν τολμήσεις να μας
πεις υπέρ των πολέμων!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αν είναι άδικα όσα πω και αντειπεί ο κόσμος εγώ τον βάζω
το λαιμό μου σε τάκο πάνω και μιλώ.
ΧΟΡΟΣ
Τις πετράρες πατριώτες! Τι τις καμαρώνουμε; 1εν του
ανοίγουμε πληγές με τούτες κατακόκκινες;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποιο μαύρο βρε δαυλί σας καταμαύρισε; Την αλήθεια
Αχαρνιώτες δεν θα την ακούσετε;
ΧΟΡΟΣ
1εν θα την ακούσουμε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θα κακοπάθω άρα.
ΧΟΡΟΣ
Να χαθώ αν σ’ ακούσω.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Να μη χαθείτε Αχαρνιώτες.
ΧΟΡΟΣ
Τώρα θα πεθάνεις. Ξέρε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κι εγώ γερά θα σας δαγκώσω. Γι’ αντίποινα κι εγώ, των
φίλων σας τους φίλτατους θα τους αντισκοτώσω – όμηρους
τους έχω. Μαχαίρι στο λαιμό.
(Ο ικαιόπολης μπαίνει στο σπίτι γρήγορα και βγαίνει με ένα
σκεπασμένο κοφίνι)
ΧΟΡΟΣ
Τι μας απειλεί τους Αχαρνιώτες, πατριώτες; Μήπως κάποιο
μας παιδί το έκρυψε στο κοφίνι; Γι’ αυτό
τσαμπουκαλίζεται;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Χτυπάτε με αν θέλετε! Εγώ θα το σκοτώσω! Γρήγορα θα μάθω
ποιος νοιάζεται τα κάρβουνα.
ΧΟΡΟΣ
Iι ! Χαθήκαμε! Πατριώτη μας έχει στο κοφίνι σκεπασμένο!
Μην κάνεις ό,τι σκέφτεσαι! Μην τον πειράξεις ! Μη!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θα τον σκοτώσω και φωνάζετε εσείς! 1εν θα σας ακούσω.
ΧΟΡΟΣ
Θα σκοτώσεις άνθρωπο δικό μας καρβουνιάρη;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Το είπα, δεν τ’ ακούσατε.
ΧΟΡΟΣ
Πες μας τώρα ό,τι θέλεις για τους Σπαρτιάτες. Πες πως
είναι φίλοι. Το κοφινάκι μας αυτό δεν θα το προδώσουμε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τις πέτρες κάτω. Πρώτα αυτό.
ΧΟΡΟΣ
Τις αφήνουμε, δες. Κι εσύ το ξίφος πέτα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μήπως κρατάτε κι άλλες στα ρούχα σας κρυμμένες;
ΧΟΡΟΣ
Έπεσαν όλες. 1εν βλέπεις πως κουνιόμαστε; Άσε την
πρόφαση, πέτα το ξίφος. 1ες εμάς τα ρούχα μας ανάλαφρα
που είναι.
(Ο Χορός κάνει κινήσεις να δείξει τα ρούχα του ανάλαφρα)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θα σκούζετε όλοι σας και λίγο ακόμα της Πάρνηθας άνθρακες
τέζα θα ήταν. Κι η αμυαλιά σας θα έφταιγε. Το κοφίνι απ’
το φόβο του τινάχτηκε απόλυσε μαυρόσκονη, σουπιά!
Τρομερό η καρβουνόσκονη να μοιάζει με άνθρωπο που
χτυπιέται και φωνάζει και δεν θέλει λέξη ν’ ακούσει για
δίκαιο, ενώ δέχομαι εγώ να μιλήσω για Λάκωνες με το λαιμό
για σφαγή επάνω στον τάκο.
Κι όμως την αγαπάω τη ζωούλα μου εγώ.
ΧΟΡΟΣ
Βγάλε τον τάκο και πες ό,τι έχεις. Τι το κρατάς τόσο
σπουδαίο; Θέλω να μάθω πολύ ό,τι σκέφτεσαι. Κι αφού τον
όρο τον έβαλες μόνος σου φέρε τον τάκο έξω και μίλα.
(Ο ικαιόπολης μπαίνει και βγάζει έξω τον τάκο)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Να κοιτάξτε. Ο τάκος αυτός κι εγώ που θα πω, μικρός
τοσοδούλης. 1εν με μέλει, μα το 1ία, δεν θα πάρω
προφυλάξεις. Θα τα πω όσα πιστεύω για τους Σπαρτιάτες.
Όμως σας φοβούμαι, γιατί τους ξέρω τους χωριάτες. Ξέρω
πόσο χαίρονται όταν τους παινεύει τους ίδιους και την
πόλη τους, δίκαια ή άδικα, ο όποιος φαφλατάς. Τις
κοροϊδίες δεν θα τις πιάνουν. Και ξέρω για τους γέρους
πως τίποτα δεν θέλουν παρά μονάχα ψήφο να ρίξουν να
δαγκώσουν και δεν ξεχνώ τι έπαθε ο ίδιος απ’ τον Κλέωνα
με τον Χορό μου πέρσι. Με έσυρε στη Βουλή, με κατηγόρησε.
Είπε τα χίλια ψέματα. Με έλουσε στις βρισιές με ξέπλυνε,
που λίγο ακόμα θα την πάθαινα καταβρωμισμένος. Γι’ αυτό,
τώρα, πριν σας τα πω αφήστε με να ντυθώ φτωχός και
τρισάθλιος όσο πιο πολύ.
ΧΟΡΟΣ
Τι τα κυκλοφέρνει έτσι και πονηρεύεσαι; Πάρε και φόρα
μαλλούρα αν θέλεις, σαν του Ιερώνυμου σκυλομαυρότριχη
σκεπάστρα – κι άρχισε μετά τις πονηριές του Σίσυφου. Η
δίκη αυτή προφάσεις δεν παίρνει.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ώρα είναι άρα γερή καρδιά να κάνω. Πρέπει να πάω να βρω
τον Ευριπίδη.
(Ο ικαιόπολης πηγαίνει στο διπλανό σπίτι, που υποτίθεται είναι του
Ευριπίδη)
Παιδί! Ε, παιδί!
ΚΗΦΙΣΟΦIΝΤΑΣ
Ποιος είναι;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μέσα είναι ο Ευριπίδης ;
ΚΗΦΙΣΟΦIΝΤΑΣ
Και είναι και δεν είναι, αν καταλαβαίνεις.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πως είναι και δεν είναι; Μπορεί;
ΚΗΦΙΣΟΦIΝΤΑΣ
Έτσι ακριβώς γέροντα.
Ο νους του έξω τριγυρνά, μαζεύει στιχουργάκια – δεν είναι
άρα μέσα, ο ίδιος όμως μέσα και ξαπλωτός ανάσκελα. Γράφει
τραγωδίες.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ Ευριπίδη, τρισμακάριστε άνθρωπε! Τι σοφά ξέρει να
απαντάει ο δούλος σου. Φώναξέ τον να βγει.
ΚΗΦΙΣΟΦIΝΤΑΣ
Αδύνατον.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κι εγώ δεν θα φύγω. Θα χτυπήσω την πόρτα. Ευριπίδηηη!
Ευριπιδάκιιι! Άνοιξε αν άνοιξες κάποτε σε κάποιον! Είμαι
ο 1ικαιόπολης, ο Χαλανδριώτης.
(Ακούγεται η φωνή του Ευριπίδη από μέσα)
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
1εν ευκαιρώ.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γλίστρα κατά δω με το μηχάνημα.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
1εν μπορώ.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πρέπει.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Καλά. Θα γλιστρήσω. 1εν θα κατέβω όμως, δεν έχω καιρό.
(«Γλιστράει» το μηχάνημα. Πάνω του είναι ο Ευριπίδης)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Α! Ευριπίδη! Τι βλέπω ρε;
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Τι φωνάζεις;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γράφεις ανάσκελα ενώ μπορείς μπρούμυτα; ΓΙ’ αυτό τους
στραβώνεις τους στίχους σου ρε; Και τι φοράς τέτοια
απομεινάρια τραγωδίας κουρέλια επάνω σου; Γι’ αυτό
παρασταίνεις όλο φτωχούς; Σε παρακαλώ Ευριπίδη, σε
ικετεύω. 1ώσε μου κουρέλι από παλιά τραγωδία σου! Πρέπει
να λογοδοτήσω στο Χορό για καλά και να πω ρητορείες. Αν
αποτύχω με περιμένει ο θάνατος.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Τι κουρέλια λες; Εκείνο που φορούσε ο γεροδύστυχος
Οινέας;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όχι του Οινέα. Άλλου αθλιότερου.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Του Φοίνικα του αόμματου;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ούτε. Ούτε του Φοίνικα. Κάποιος άλλος ήταν κι απ’ το
Φοίνικα πιο κάτω.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Ποιανού κουρέλια μου ζητάς τώρα; Μήπως λες του Φιλοκτήτη
του ρακένδυτου;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όχι. Του αλλουνού. Του πολύ πιο ρακένδυτου.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Θέλεις τα βρωμοκούρελα του κουτσού Βελλερεφόντη;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όχι. Ένας άλλος. Κουτσός κι εκείνος ήταν και ζητιάνος και
φλύαρος ακράτητος.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Α ! Ξέρω ποιον λες! Τον Τήλεφο απ’ τη Μυσία!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ναι! Ναι. Τον Τήλεφο ! Αυτόν! Αυτουνού τα κουρέλια δώσε
μου σε
παρακαλώ.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Έλα Κηφισοφώντα. 1ως του τα κουρέλια του Τήλεφου. Τα έχω
πάνω απ’ τα κουρέλια του Θυέστη και κάτω απ’ της Ινώς.
(Ο Κηφισοφώντας τα φέρνει, τα δίνει)
ΚΗΦΙΣΟΦIΝΤΑΣ
Να τα. Αυτά είναι. Πάρτα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1ία που βλέπεις από πάνω και μέσα στα πάντα! Κάνε με να
μοιάσω με τον πιο τρισάθλιο! Κι αφού μου δώρισες Ευριπίδη
μου αυτά δώσε μου και τα άλλα που ταιριάζουν μ’ αυτά.
1ώσε μου το σκουφάκι που φορούν στη Μυσία. Πρέπει να
δείξω πάμφτωχος σήμερα. Να είμαι αυτός αλλά άλλος να
δείχνω. Οι θεατές να με ξέρουν ποιος είμαι αλλά οι άντρες
του Χορού να χάσκουν ολόγυρα. Να τους κουφάνω στα έξυπνα.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Θα σ’ τα δώσω. Μηχανεύεται ο νους σου γερά.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Να ευτυχίσεις Ευριπίδη! Και στον Τήλεφο να δώσουν οι θεοί
όσα σκέφτομαι.
(Ο ικαιόπολης φόρεσε τα κουρέλια και το σκούφο του Τήλεφου, που του
έφερε ο Κηφισοφώντας)
Εντάξει είμαι, να. Γέμισα κιόλας ατράνταχτα λόγια.
Χρειάζομαι όμως και ραβδάκι ζητιάνου.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Πάρε και φύγε. Φύγε Φύγε απ’ τις σκάλες.
(Του δίνει ραβδί, αλλά ο ικαιόπολης δεν φεύγει)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ ψυχή μου, βλέπεις πως διώχνομαι κι ας έχω ανάγκη
σύνεργα κι άλλα. Ταπεινώσου ψυχή μου, σκύψε, ζητιάνεψε.
Ευριπιδάκι μου, σε παρακαλώ, δώς μου ένα καταμαυρισμένο
πλεκτό σκέπασμα λύχνου.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Τι ανάγκη το έχεις τέτοιο ψαθί;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όχι ανάγκη. Όμως το θέλω.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Κολλιτσίδα μου έγινες. Φύγε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ να ευτυχίσεις, μακάρι, όπως η μάνα σου.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Φύγε τώρα. Πήρες.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μια κούπα τουλάχιστο με σπασμένα τα χείλη.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Παρ’ την και χάσου. 1εν αντέχεσαι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ, μα το 1ία ! Ξέρεις πόσο με λυπείς! Ευριπιδάκι μου
καλό, τούτο μόνο. Ένα. 1ώσε μου μια χυτρίτσα στουπωμένη
με σφουγγάρι.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Βρε άνθρωπέ μου! Θα μου πάρεις όλες τις τραγωδίες σιγά
σιγά. Πάρε τη χυτρίτσα και φύγε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Φεύγω Ευριπιδάκι μου, αχ όμως, πως! Αν δεν έχω ένα ακόμα
που χρειάζομαι χάθηκα αχ Ευριπιδάκι γλυκό μου δώς μου να
πάρω ακόμα και τούτο και φεύγω Ευριπίδη μου δεν
ξανάρχομαι άλλο. Βάλε στο ζεμπίλι μου λίγα λαχανόφυλλα.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Με κατάστρεψες! Αμάν! Όλες μου τις τραγωδίες τις
κατάκλεψες.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όχι ακόμα. Φεύγω όμως, φεύγω, βάρος έγινα. 1εν
καταλαβαίνω πως με μισούν οι άρχοντες. Αχ ο δύστυχος αχ
χάθηκα. Το κυριότερο ξέχασα. Ευριπιδάκι μου, γλύκα μου
και καμάρι μου κακήν κακώς να πάθω αν σου ζητήσω και
άλλο. Μόνο αυτό. Μόνο το ένα. Αυτό μόνο. Αυτό… 1ώσε λίγες
λαχανίδες, κληρονομιά της μάνας σου.
ΕΥΡΙΠΙ1ΗΣ
Με βρίζει ο ξεδιάντροπος! Κλείσ’ του την πόρτα.
(Του κλείνουν την πόρτα, ο ικαιόπολης φεύγει αργά, κοντοστέκεται
δίβουλος)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ ψυχή μου ! Χωρίς λαχανίδες τώρα θα παζαρέψεις τη ζωή
σου. Ξέρεις τι αγώνα έχεις να κάνεις – αφού για
Σπαρτιάτες θα πεις στους εχθρούς τους… Έλα ψυχή μου.
Τράβα ντουγρού. Πάλι διστάζεις. 1εν κατάπιες ψυχή μου
Ευριπίδη ολόκληρο; Έτσι μπράβο! Πήγαινε. Πήγαινε καρδιά
μου. Τράβα και βάλε το κεφάλι στον τάκο. Και πες ό,τι
έχεις. Τόλμα. Εμπρός, ατρόμητη. Μπράβο!
(Ο ικαιόπολης πλησιάζει προς το Χορό)
ΧΟΡΟΣ
Τι θα κάνεις; Τι θα πεις; Σίδερο είσαι, άφοβος, βάζεις
το λαιμό σου στο μαχαίρι μονάχος ! Ένας και θα πείς τα
ενάντια σε όλους; Άντρας είσαι. 1εν φοβάσαι. Έλα άντε
αφού το θέλεις, μίλησε και πες.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ Αθηναίοι μη με στραβοκοιτάτε που με βλέπετε φτωχό και
να θέλω να πω σε κρασοπαράσταση μπροστά σας για την πόλη.
Όμως και η κωμωδία το ξέρει το δίκαιο. Θαρρετά θα τα πω
τα πικρά αλλά δίκαια. 1εν θα με ψέξει τώρα ο Κλέωνας ότι
την εκθέτω την πόλη σε ξένους μπροστά! Εμείς κι εμείς
είμαστε – τα Λήναια γιορτάζουμε – δεν υπάρχουν ξένοι,
ούτε σταλμένοι τους φόρους τους έφεραν ούτε σύμμαχοι
είναι.
Εμείς οι ίδιοι είμαστε, σιτάρι καθαρό – κι οι μέτοικοι
είναι του σταριού μας τα άγανα. Εγώ τους Σπαρτιάτες τους
μισώ για καλά και μακάρι ο Ποσειδώνας του Ταινάρου να
κάνει σεισμό και να ρίξει τα σπίτια τους. Κι εμένα τα
αμπέλια μου αυτοί τα ξερίζωσαν.
Αφού όμως μεταξύ μας λέμε κι ακούμε τι τα φορτώνουμε όλα
στους Λάκωνες; Αφού κι από μας, δεν λέω η πόλη – να το
θυμάστε αυτό – δεν λέω η πόλη – αλλά κάποια ανθρωπάκια
μοχθηρά και βλαμμένα, ξενοφερμένα και άτιμα, χλεύαζαν
τους Μεγαριώτες «πουκαμίσα μεγαριώτικη» κι όπου έβλεπαν
αγγούρι ή σκόρδο και αλάτι λαγό ή γουρουνόπουλο
«Μεγαρίτικα» τα έλεγαν κι αμέσως τα σούφρωναν!
Κι αυτά, έστω, ήταν τα μεταξύ μας ασήμαντα. Αλλά κάποιοι
τσόγλανοι, άλλοι, πιωμένοι, πηγαίνοντας στα Μέγαρα
άρπαξαν τη Σιμαίθα την πρώτη πουτάνα τους και τότε οι
Μεγαριώτες απ’ το κακό τους παπαρούνιασαν και αντίκλεψαν
κι αυτοί δυο πορνίδια της Ασπασίας για αντίπραξη. Έτσι
άρχισε ο πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες. Για τρεις
παλιοεταίρες.
Και τότε ο Περικλής ο μέγας κι ατάραχος άστραψε και
βρόντησε κόκκινος οργή και την Ελλάδα ταρακούναγε κι
έβγαζε νόμους ρυθμικούς όπως τα συνθήματα «έξω
Μεγαριώτες απ’ τη γη και τα παζάρια μας» «έξω Μεγαριώτες
απ’ τη γη μας και τη θάλασσα». Τότε και οι Μεγαριώτες απ’
το «έξω» σφιγμένοι ζητούσαν απ’ τους Λάκωνες να αλλάξουν
το ψήφισμα για τις πόρνες που έκαναν και το ζητούσαν
συχνά αλλά εμείς πεισματαρνιόμασταν. Και βρόνταγαν
ασπίδες… Κι αν κάποιος πει δεν έπρεπε… όμως να πει τι
έπρεπε.
Αν π.χ. ένας Σπαρτιάτης έβγαινε στη θάλασσα στ’ ανοιχτά
με καράβι κι έκλεβε απ’ τη Σέριφο ένα σκυλάκι, ας πούμε,
θα καθόσασταν εσείς στα σπίτια σας; Αμ δε! Τριακόσια
πλοία θ’ αρματώνατε αμέσως πι και φι θα γέμιζε η πόλη
στρατιωτών φωνές και βήματα και θα φωνάζατε για
τριήραρχους και για μισθοδοσίες, να χρυσωθούν της
Παλλάδας τα αγάλματα και θα βογγούσαν στις Στοές τα
πηγαδάκια, το στάρι θα ζυγιάζονταν, ασκιά θα αγοράζατε
και στάμνες και σκαρμούς και σκόρδα και ελιές, σαρδέλες
και κρεμμύδια και αυλητρίδες θα μαζεύατε και στέφανα και
θα φουσκάλιαζαν τα χέρια σας, στους ταρσανάδες θα
πελέκαγαν κουπιά θα μπήγονταν καβίδες στους σκαρμούς και
φλογέρες θ’ αντηχούσαν και νταούλια και σφυρίγματα.
Έτσι θα κάνατε. Το ξέρω. Ο Τήλεφος αλλιώς να κάνει;
Άρα μυαλό δεν έχουμε.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α΄
Έτσι ρε μούτρο βρωμισμένο; Άνθρωπος αδέκαρος και βγάζεις
τέτοια γλώσσα; Και συκοφάντης να’ταν ένας έπρεπε να τον
έβριζες;
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β΄
Μα τον Ποσειδώνα, δίκαια λέει όσα λέει. Ούτε ένα ψέμα.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α΄
Και δίκαια να είναι, έπρεπε να τα έλεγε; 1εν θα
προφτάσει να χαρεί αφού τα είπε. 1ες...
(Κάνει να χτυπήσει τον ικαιόπολη)
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β΄
Ε! Συ ! Τι κάνεις; Μην τον χτυπάς, την έβαψες.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α΄
Λάμαχε αστραπομάτη Λάμαχε, βοήθα λοφιοκέφαλε, έλα. Αχ
Λάμαχε, φίλε κι ομόφυλε, ή όποιος στρατηγός, ταξίαρχος ή
άλλος ή άντρας τειχομάχος, ας έρθει να βοηθήσει! Εγώ
είμαι πιασμένος για γερά!
(Βγαίνει ο Λάμαχος από «διπλανό» σπίτι)
ΛΑΜΑΧΟΣ
Ποιος φωνάζει πόλεμο; Που να βοηθήσω; Που να ρίξω την
αντάρα και την ταραχή; Τη Γοργόνα στην ασπίδα μου ποιος
την κέντρισε;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ Λάμαχε ήρωα λοφίων και λόχων!
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α΄
Λάμαχε, αυτός! Αυτός την πόλη όλη από ώρα την κακολογεί.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Τολμάς εσύ ένας κουρελής να λες τέτοιες κακολογίες;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Λάμαχε ήρωα! Συμπάθα με που είμαι φτωχός κι όμως άνοιξα
το στόμα μου!
ΛΑΜΑΧΟΣ
Τι είπες για μας, πες.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν ξέρω ακόμα. Ο φόβος των όπλων με ζάλισε. Σε ικετεύω.
Πάρε τη Γοργόνα από μπρος μου.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Να. Την πήρα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Άσε την κάτω ανάποδα.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Την άφησα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1ώσε μου και το φτερό του κράνους.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Να και το φτερό.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κράτα μου τώρα το κεφάλι να ξεράσω. Τα λοφία μου φέρνουν
εμετό.
(Ο ικαιόπολης με το φτερό γαργαλάει το λαιμό του)
ΛΑΜΑΧΟΣ
Ε, τι; Γαργαλάς το λαιμό με το φτερό μου για ξέρασμα; Το
φτερό είναι...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποιου πουλιού είναι; Φαφλατοφτέρουγο είναι;
ΛΑΜΑΧΟΣ
Α! Θα πεθάνεις!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Να μην πεθάνω, Λάμαχε, δεν έχεις τη δύναμη. Αν έχεις και
μπορείς γιατί δεν με ξύρισες; Τα σύνεργα τα έχεις.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Έτσι μιλά στο στρατηγό ένας φτωχός απένταρος;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Εγώ φτωχός κι απένταρος;
ΛΑΜΑΧΟΣ
Τι είσαι δα;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι; Πολίτης σπουδαίος όχι σπουδάχρηστος. Κι απ’ την αρχή
του πολέμου έως και τώρα είμαι οπλοκρατών κι όχι
μισθοκρατών.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Εμένα με εξέλεξαν.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τρεις κι ο κούκος σε εξέλεξαν. Κάτι τέτοια με φουρκίζουν
κι έκλεισα ειρήνη. Που βλέπω ασπρομάλληδες στη γραμμή
των πρόσω και νέοι σαν κι εσένα σαν χέλια ξεγλιστρούν,
άλλοι στη Θράκη απεσταλμένοι, σπουδαιογελοίοι, με παχυλή
αντιμισθία, πανουργοσωματέμποροι, άλλοι στο
1οντροχάρητα, άλλοι στους Χάονες, και άλλοι στην Καμαρίλα
και στη Γέλα και στην Καταγέλα.
ΛΑΜΑΧΟΣ
1ιότι τους εξέλεξαν. Γι’ αυτό.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γιατί συνέχεια να πληρώνεστε εσείς κι από τούτους
κανένας; Πες την αλήθεια Καρβουνοσκονάδη μέχρι τώρα π’
άσπρισες πήγες ποτέ επιτροπή; Να τος! Όχι λέει. Κι όμως
είναι εργατικός και είναι μυαλωμένος. Και οι άλλοι; Ο
1ράκυλος, ο Ευφορίδης, ο Πρινίδης; Είδε κανείς σας τα
Εκβάτανα ή τους Χάονες; Να! Όχι λένε. Όμως ο Λάμαχος κι
ο Κλεφτοκοίσυρας πηγαίνουν κι ας είναι όλο «τράκα και
αγύριστα» και σαν σκατόνερα στο δρόμο παραμερνούν όσοι
τους βλέπουν.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ 1ημοκρατία. Αντέχονται τέτοια λόγια;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν θ’ αντέχονταν αν δεν τα τσέπωνε ο Λάμαχος.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Εγώ πάντα θα τα βάζω με τους Πελοποννήσιους και πάντοτε
θα τους χτυπώ όσο μπορώ ενάντια και κατά γη και κατά
θάλασσα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κι εγώ διακηρύσσω στους Πελοποννήσιους όλους και στους
Μεγαριώτες και στους Βοιωτούς, να έρχονται σε μένα να
πωλούν και ν’ αγοράζουν. Στο Λάμαχο όμως μη.
(Λάμαχος και ικαιόπολης μπαίνουν στα σπίτια τους)
ΧΟΡΟΣ
Νικά ο 1ικαιόπολης στα λόγια – και του κόσμου τη γνώμη
για σπονδές την αλλάζει. Ας αλλάξουμε όμως κι εμείς τρόπο
και ας πούμε τον ύμνο.
Από τότε που διδάσκει κωμωδία ο δάσκαλος ποτέ δεν μας
έβαλε να βγούμε να πούμε τι μάστορας άξιος είναι. Αλλά
αφού οι εχθροί του σκορπούν κατηγόριες στους πολίτες
μπροστά, που ακούν και πιστεύουν, πρέπει κι αυτός να τα
πει τα λογάκια του στους Αθηναίους που, φαίνεται,
αλλάζουνε γνώμη.
Λέει λοιπόν ο ποιητής ότι πολλά σας ωφέλησε. Ότι τα
μάτια σας άνοιξε. Να μην τα πιστεύετε τα λόγια των ξένων.
Μήτε τις κολακείες που σας χύνουν να γλείφετε. Μήτε να
στέκεστε ν’ ακούτε χαυνόμυαλα.
Πιο πριν οι πρέσβεις που στέλναν οι πόλεις σας λέγαν
«ιοστέφανους» και σας τουμπάριζαν
και μόλις ακούγατε στεφάνια και τέτοια τη βρίσκατε
κουρνιάζοντας σαν κότες
κι όποιος την έλεγε την Αθήνα «λαμπρόλουστη»
του τα δίνατε όλα
λες και σας έδινε τζάμπα σαρδέλες.
Με τέτοια που έκανε πολύ σας ωφέλησε και έδειξε σ’ όλους
της δημοκρατίας τον τρόπο.
Και τώρα αυτοί που σας φέρνουν τους φόρους θα ’ρθουν
καψωμένοι να δουν τον ποιητή μας τον άριστο,
που για να πει τα σωστά το κεφάλι του το ’βαλε επάνω στον
τάκο
και τόσο της τόλμης του η δόξα φτερούγισε που κι ο Μέγας
Βασιλιάς της Περσίας τους πρέσβεις της Σπάρτης
ανακρίνοντας τους ρώτησε ποιοι είναι στα καράβια
γερότεροι και ποιους κακολογά ο ποιητής μας περισσότερο,
γιατί αυτοί – όπως είπε – με τέτοιο συμβουλάτορα θα
γίνουν καλύτεροι και πιο πολλές στον πόλεμο νίκες θα
έχουν.
Γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες ειρήνη ζητούν και να πάρουν
την Αίγινα
όχι πως τους κόφτει το νησί, τι το θέλουν, αλλά τον
ποιητή μας να πάρουν ζητούν,
όμως μην τους τον δώσετε γιατί αυτός θα χτυπά τα όσα για
χτύπημα είναι.
Και λέει θα σας μάθει πολλά και καλά για να είστε
ευδαίμονες – αλλά μη καλοπιάνοντας, μη υποσχόμενος
παροχές και μισθούς, μη ξεγελώντας σας με πανουργίες κι
απάτες αλλά τα σωστά δασκαλεύοντας.
Προς τούτο ο Κλέων και χέρι ας βάλει και τα πάντα ας
κάνει
αφού το σωστό και το δίκαιο θα έχω
και ποτέ για την πόλη μην πιαστώ σαν κι αυτόν δειλός και
κουμάσι.
Έλα Μούσα, Έλα, λαμπρή και ανάβοντας και γερή Αχαρνιώτικη
όπως πηδούν απ’ τα κάρβουνα σπίθες που αγέρας τις τρέφει
και έτοιμα δίπλα τα ψαράκια για ψήσιμο
και άλλοι θασιώτικη σάλτσα χτυπούν
και ετοιμάζουν φρατζόλες,
έτσι γερή και πηδηχτή και χωριάτα, έλα,
συμπατριώτισσα Μούσα.
Την κακίζουμε την πόλη εμείς οι παλιότεροι
δεν μας φέρνεστε αντάξια των όσων προσφέραμε
που γέροντες είμαστε, αλλά σε δίκες μας σέρνετε
και μας αφήνετε μόνους – παίγνια να ’μαστε σε
μαθητευόμενους ρήτορες,
χωρίς να μπορούμε,
και όπως κωφοί και χαλασμένες φλογέρες και μόνο το ραβδί
μας θεός μας προστάτης.
Και στο βήμα σερνόμαστε να πάρουμε λόγο μουρμουριστά και
ανήμποροι
και μετά μας σηκώνουν και ρωτούν κοροϊδεύοντας
και μας ταράζουν και μας ταρακουνούν και μας κατακόβουν.
Και ο γέροντας κάτω απ’ τα χρόνια του κλαίει και
πληρώνει το πρόστιμο και ύστερα φεύγει και μουρμουρίζει
δακρύζοντας
«το κομπόδεμα που είχα να πληρώσω τον τάφο μου, μου το
πήραν για πρόστιμο τώρα και φεύγω».
Πως να ανεχτώ να σακατέψεις σε δίκη άνθρωπο γέροντα
που έπαθε πολλά και ιδρώτα ποτάμι για την πόλη του έχυσε
παλεύοντας γερά στο Μαραθώνα;
Τότε εκεί τους εχθρούς κυνηγούσαμε και τώρα μας κυνηγούν
οι κακοί και οι άδικοι και μας βάζουν στο χέρι.
Ποιος Μαρψίας θ’ αντειπεί σ’ ό,τι λέω;
1εν είναι δίκαιο άνθρωπο γέρο, σαν τον Θουκυδίδη,
να τον μπλέκει σε δίκες του Κηφισόδημου ο γιος ο φαφλατάς
και αδίστακτος και να ρίχνεται εξόριστος στης Σκυθίας τα
άβατα!
Λυπήθηκα, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα, που είδα τοξότη
να ταρακουνάει γέροντα, που ποτέ, μα τη 1ήμητρα, καμιά
προσβολή δεν θ’ ανεχόταν νέος και μέχρι και δέκα
τέτοιους θα νίκαγε και χιλιάδες τοξότες θα προγκούσε
φωνάζοντας και στις σαγίτες του θα έβαζε τη γενιά τους
ολόκληρη.
Αφού όμως τους γέροντες δεν τους αφήνετε ούτε καν για
ξαπόσταμα,
πάρτε απόφαση και χωρίστε τις δίκες και να ενάγει το
γέροντα γέρος φαφούτης και το νέο .. ο φαρδόκωλος γιος
του Κλεινία.
Και στο εξής πια, στις δίκες, γέρος να σέρνει γέροντα
και νέος το νέο και να παθαίνει ο αρνούμενος.
(Βγαίνει ο ικαιόπολης με σχοινί και πασσάλους. Βάζει ένα γύρο
ορόσημα)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Της αγοράς μου τα σύνορα είναι αυτά. Εδώ Πελοποννήσιοι
και Βοιωτοί και Μεγαριώτες μπορούν να πωλούν και ν’
αγοράζουν μαζί μου. Με το Λάμαχο μη. Και γι’ αγορανόμους
βάζω τούτους τους βούρδουλες τους τρεις που κρατάω. Τα
σύνορά μου τούτα συκοφάντης μην πατήσει μήτε καταδότης
άλλος. Τώρα θα πάω να φέρω τη Στήλη που πάνω της έγραψα
την ειρήνη που έκανα, να τη στήσω να φαίνεται.
(Μπαίνει μέσα. Έρχεται ένας Μεγαριώτης φορτωμένος μαζί του δυο μικρά
κοριτσάκια)
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Αγουρά τσ’ Αθήνας γειά σου. Σ’ τσ’ Μεγαριώτες είσ’
ουραία. Σαν τη μάνα σι πουθούσα μα του 1ία. Αχ κόρις μου
κακόμοιρις δύστυχου πατέρα. Αχ να ’ταν να βρούμι μπουκιά
ψουμί. Αχ! Ακούστι να πω κι να πει η κοιλιά σας. Απ’ την
πείνα γουργούρημα ή πούλημα θέλει;
ΚΟΡΕΣ
Πούλημα. Πούλημα!
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Κι εγώ του ίδιου λέου – μα ποιος να τα χαράμιζε τζιάμπα
τα λιφτά του;
Α! Σκαρφίστηκα μεγαριώτικη κουμπίνα! Θα σας έχω τάχα
γρούνια κι θα σας πουλώ! Βάλτι τα γρουνόποδα να φαίνιστι
απού σόι γιατί αν ξαναγυρίστι απούλητις στο σπίτι άγρια
λόρδα θα σας κόψει. Βάλτι κι αυτές τις γουρνομύτες κι
άντι μπάτι στου σακί κι να σκούζιτι κι να γρούζιτι σαν να
κόβουν το λιμό σας στη Μυστήρια γιουρτή. Εγώ θα γκαρίξου
να βγει ο 1ικαιόπουλης. 1ικαιόπουληηη! Θέλεις ν’
αγουράσεις γρούνιες;
(Βγαίνει ο ικαιόπολης)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μπα! Μεγαριώτης είναι!
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Γι’ αλισβιρίσι ήρθαμαν!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πως τα περνάτε;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Γουργουρίζουμι δίπλα στου τζιάκι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Iραίο είναι το τζάκι, μα το 1ία, αν έχει δίπλα αυλητρίδα.
Τι άλλο κάνετε τώρα οι Μεγαριώτες;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Τέτοια κάνουμι. Όταν ξεκίναγα να’ρθου για εμπόριο οι
αρχηγοί μας κάναν λαοσύναξη πώς να χαθούμι γρήγουρα όλοι
μας για πάντα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κι αμέσως να γλιτώσετε όλοι απ’ τους σωτήρες!
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Αμάν;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι άλλο στα Μέγαρα; Πόσο πάει το στάρι;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Στα ύψη πάει. Σαν τους θεούς.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Έφερες αλάτι;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
1εν μας τις κρατάτι σεις τις αλυκές;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ούτε σκόρδα;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Τι σκόρδα λες; Όταν έρχιστι ισείς δεν μας τα ξιριζώνιτι
με τα παλούκια σαν πουντίκαροι;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι φέρνεις τότε;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Γουρουνίτσις για Μυστήρια.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Καλά είναι. Για να δω.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Πρώτου πράμα είνι. Κοίτα τις αν θελς. Παχουλές κι ουραίις
ουραίις.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Α! Τι πράγμα είναι αυτό;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Γουρουνίτσα, μα του 1ία!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μπα! Γουρουνίτσα από πού;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Απ’ τα Μέγαρα. 1εν είνι;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν μου φαίνεται.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Για κοίτα, δεν πιστεύει! Μα είνι τρουμερό! 1εν είνι λέει
γουρούνις!
Θελς να πάμι στοίχημα ότι αυτό ιδώ του πράμα είνι
γουρουνάκι, όπως το λέτι σεις;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ανθρωπίσιο είναι όμως.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Ε, μα του 1ιοκλή! 1ικό μου είνι, πώς να είνι; Θες ν’
ακούσεις τη φωνή τους;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ναι. Να την ακούσω.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Έλα γουρουνίτσα μ’ γρύλισι στα γρήγουρα. 1εν γρυλίζς;
Ψόψους θα σ’ εύρει αν σουπαίνς. Θα σας πάου πάλι πίσου,
μα τουν Ερμή!
ΚΟΡΗ
Γκόι Γκόι!
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
1εν είνι γουρουνίτσα;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τώρα έτσι φαίνεται. Αν όμως ταϊστεί να μεγαλώσει θα γίνει
κορίτσαρος.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Η μάνα της ουλόιδια. Σι πέντι χρόνια του πουλύ.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν είναι όμως ακόμα για θυσία.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Αμάν; Γιατί δεν είνι;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν έχει ουρά.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Μικρούλα είνι ακόμη. Αν όμως τρανέψ’ θα την έχει κι
μεγάλη κι μαύρη κι παχειά. Μα αν τη θέλεις για θριφτάρι
αυτή η γουρουνίτσα, τούτη, είνι η καλή.
(Του δείχνει την άλλη κόρη του)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Α! Ολόιδια είναι με την άλλη!
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Ίδια μάνα είχαν και πατέρα. Κι αν παχύνει ένα κι ένα θα
είνι για την Αφρουδίτη.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Στην Αφροδίτη όμως δεν προσφέρουν γουρουνίτσα.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Στην Αφρουδίτη δεν προυσφέρουν; Στη μόνη που προυσφέρουν
ίσια ίσια! Κι αυτών των γουρουνιών του κρέας του
καλύτερου άμα περαστεί στη σούβλα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τρων χωρίς τη μάνα τους ;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Κι χουρίς πατέρα τρων, μα τουν Ποσειδώνα!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Και τι το τρων καλύτερα;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Ούλα. Κι ό,τι δώεις. Ρώτα τες κι μόνος σου.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γουρουνίτσα. Γουρουνίτσα...
ΚΟΡΗ
Κόι. Κόι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θα ’τρωγες αγγουράκια;
ΚΟΡΗ
Κόι, Κόι, Κόι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Συκάκια Φιβαλιώτικα;
ΚΟΡΗ
Κόι Κόι...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Η άλλη θα τα ’τρωγε;
ΚΟΡΗ
Κόι Κόι Κόι...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Α! Πιο λαίμαργα φωνάζουν για τα συκαλάκια. Ας φέρει
κάποιος από μέσα, θα τα φαν;
(Ένας δούλος φέρνει, τα δίνει)
Α! πα πα ! Ανοιγόκλειμα μασέλας Ηρακλή μου! Από πού είναι
οι γουρουνίτσες; Τραγασαίες είναι;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
1εν τα έφαγαν ούλα αυτές. Ένα σούφρωσα κι ιγώ.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Καλές οι γουρουνίτσες, μα το 1ία, μου αρέσουν. Πόσο τις
πουλάς;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Τη μια για πλέτρα σκόρδα θα σ’ την έδινα. Την άλλη για
γαβάθ’ αλάτι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Περίμενε. Θα σου τις πάρω.
(Ο ικαιόπολης μπαίνει μέσα να πάρει σκόρδα και αλάτι)
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Έτσι μπράβου, Ερμή πραγματευτή μου! Έτσι να πουλήσω αχ
κι τη γυναίκα μου… Κι τη μάνα μου την ίδια.
(Έρχεται ένας συκοφάντης)
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ε! Συ! Από πού είσαι;
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Γουρουνίτσις πουλώ, απ’ τα Μέγαρα είμι.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Και σένα κι αυτές σας καρφώνω! Εχθροί μας!
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Πάλι στα ίδια φτάσαμε... Στα πρώτα τα τιρτίπια.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Κλαίγοντας θα πας στα Μέγαρα. Άσε το σακί.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
1ικαιόπουληηηηη! Ρουφιανεύουμι!
(Βγαίνει ο ικαιόπολης με σκόρδα και αλάτι)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Από ποιον, ποιος είναι ο ρουφιάνος; Α! Εσείς οι
αγορανόμοι μου, δεν τον πετάτε έξω το ρουφιάνο; Βρε συ,
χωρίς φανάρι τι φανερώνεις;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Να μην τους φανερώσω τους εχθρούς;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τρέξε τσακίσου αλλού να φανερώσεις πριν κλάψεις εδώ.
(Ο συκοφάντης φεύγει)
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Βρε τι κακό τούτου στην Αθήνα!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Εντάξει Μεγαριώτη. Για τις γουρουνίτσες που μου έδωσες
πάρε την πλέχτρα σκόρδα πάρε και τ’ αλάτι. Και να’σαι
καλά.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Το καλά δεν το ’χουμε στα μέρη μας.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Παραπανίσιο το είπα. Στο κεφάλι μου να πέσει.
ΜΕΓΑΡΙIΤΗΣ
Γουρουνίτσις μου, άντε, χουρίς τουν πατέρα σας! Κι αν
κάποιους σας δίνει τώρα αλάτι, να του βάζτι στου ψουμί
σας νούστιμου να γίνιτι..
(Φεύγει ο Μεγαριωτης. Ο ικαιόπολης μπαίνει μέσα κρατώντας το σακί με
τις γουρουνίτσες)
ΧΟΡΟΣ
Ευτυχισμένος άνθρωπος! Είδες τι κατάφερε που έκανε
ειρήνη; Θα κάθεται χαίροντας στον πάγκο του τωρα κι αν
κάποιος Κτησίας συκοφάντης σιμώσει θα λιώσει στα κλάματα.
Κανένας τρακαδόρος δεν θα σε γελάσει. Ο Πρέπης, τη
φαρδοκωλιά του δεν θα σ’ την κουνά μήδ’ ο
Κλεώνυμος καβγά θα κάνει. Θα περπατάς κομψά και δεν θα σε
τραβάει σε δίκες ο Υπέρβολος.
Ούτε θα σου κολλά στο δρόμο ο Κρατίνος με τα μαλλιά τα
λιγδωμένα, ούτε ο Αρτέμωνας που γράφει στο γόνατο
τραγούδια και οι μασχάλες του βρωμούν τραγίλα και
απλυσιά.
Κι ούτε θα κοροϊδεύει ο Παύσων ο πεινάλας ούτε και ο
Λυσίστρατος ο τριγυρατζής του Χολαργού το αίσχος, ο
βουτηγμένος στη χολή που κρυώνει και πεινά τριάντα μέρες
κάθε μήνα.
(Έρχεται ένας Βοιωτός με το δούλο του. Είναι φορτωμένος. Πίσω τους
ακολουθούν άλλοι με φλογέρες)
ΒΟΙIΤΟΣ
Αχ Ηρακλή, τα πουδάρα μου κάλιασαν! Άσε τη ρίγανη κάτου
Ισμενία. Κι εσείς φλουγιρτζήδις που ήρθαταν πίσου μου
φυσάτι τις φλουγέρις δυο μέτρα παρακεί.
(Βγαίνει ο ικαιόπολης)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πάψετε βρε πανάθεμα! Πούθε ξεφυτρώσατε και ζουζουνίζετε
στην πόρτα μου; Κακήν κακώς θα πάθετε με τούτες τις
μουτσούνες.
ΒΟΙIΤΟΣ
Να χαρείς, μα τουν Ιόλαου, φίλε. Μι πήραν το κατόπ’ απ’
τη Θήβα ως ιδώ και μ’ την ξιλουλούδιασαν τη ρίγανη
φυσώντας. Αν θέλεις ν’ αγουράεις απ’ όσα φέρνου, πάρι. Κι
πιτούμενα κι ζα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γεια σου Βοιωτέ μπομποτοφάγε. Τι καλούδια φέρνεις;
ΒΟΙIΤΟΣ
Όσα έχ’ η Βοιωτία γινικώς. Ρίγανη, ψαθί, φλισκούνι,
φιτιλάκι, πάπιες, πιρδικούλις, κίσσες και τροχίλους...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Σαν πουλιών φουρτούνα όρμησες στην αγορά!
ΒΟΙIΤΟΣ
Έχου κι αλιπούδις κι χίνις κι λαγούς κι βίδρις κι
κουνάβια κι νυφίτσις κι σκαντζουχοιρούλια. Κι χέλια
Κουπαϊδας έχου...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
I! Που φέρνεις την πιο ωραία νοστιμιά! 1ώσε μου να την
προσφωνήσω τη χελάρα.
ΒΟΙIΤΟΣ
Η πιο τρανή απ’ τις πινήντα κόρις τα’ Κουπαϊδας βγες έξου
να σι δει ου ξένους να χαρεί.
(Ο Βοιωτός από ένα σκεπασμένο κοφίνι βγάζει ένα χέλι)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
I καλή μου και από πάντα λαχτάρα της κωμωδίας ποθητή, του
Μόρυχου χελάρα αγαπημένη! Βγάλτε τη σχάρα, βγάλτε το
φυσητήρι. Κοιτάξετε παιδιά την καλύτερη χελάρα. Έξι
χρόνια καψούρα για να’ρθει. Χαιρετήστε την παιδιά. Και
για χάρη της εγώ στα κάρβουνα κουμάντο. Αχ μήτε και
νεκρός να σε στερηθώ χελάρα μου βρασμένη με παντζάρια.
ΒΟΙIΤΟΣ
Τι θα μου δώεις να σ’ τη δώσου;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1ικαίωμα αγοράς θα μου τη δώσεις. Τι άλλο πουλάς;
ΒΟΙIΤΟΣ
Ούλα τα πουλώ.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πόσο τα πουλάς; Ή είδος με είδος;
ΒΟΙIΤΟΣ
Ό,τι έχτι στην Αθήνα κι δεν έχουμι στη Θήβα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θέλεις ν’ ανταλλάξεις με σαρδέλες ή κανάτια;
ΒΟΙIΤΟΣ
Σαρδέλις κι κανάτια έχουμι κι εμείς. Κάτι να μην το
’χουμι να σας πιρισσεύει.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ξέρω. Ξέρω. Πάρε έναν συκοφάντη. 1έσε τον όπως τα
κανάτια.
ΒΟΙIΤΟΣ
Ναι, μα του θιό! Κέρδος θα’χα να’πιρνα μαϊμού να στάζ’
φαρμάκι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Να ένας. Έρχεται. Ο Νίκαρχος ο σπιούνος.
ΒΟΙIΤΟΣ
Μικρούτσικος στου μπόι...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Σπιουνοβρωμιά μεγάλη όμως.
(Φτάνει ο Νίκαρχος και κοιτάει ερευνητικά)
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Ποιανού είναι αυτά τα πράγματα;
ΒΟΙIΤΟΣ
Απ’ τη Θήβα, δικάμ’. Κι του ουρκίζουμι.
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Ε, λοιπόν, εγώ τα καταγράφω εχθρικά.
ΒΟΙIΤΟΣ
Τι κακό σου ’καναν τα άκακα πιτούμενα κι τα πουλεμάς;
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Σας καταγγέλνω εχθρούς κι εσένα μαζί.
ΒΟΙIΤΟΣ
Τι αδικήθηκες;
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Θα το πω να τ’ ακούσουν οι παρόντες. Φέρνεις φιτίλια απ’
τους εχθρούς.
ΒΟΙIΤΟΣ
Εχθρός... για τα φιτίλια;
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Μπορεί και ναύσταθμο να κάψει ένα φιτιλάκι!
ΒΟΙIΤΟΣ
Του ναύσταθμου; Του φυτιλάκι;
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Ναι.
ΒΟΙIΤΟΣ
Πως;
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Μπορεί ένας Βοιωτός να πιάσει μια βρωμούσα και να της
δέσει ένα φιτίλι και ύστερα να τ’ ανάψει και όταν θα
φυσήξει αέρας δυνατός να το πάρει να το πάει και στο
ναύσταθμο να φτάσει… Κι ένα καράβι αν αρπάξει όλα θ’
ανάψουν σαν λαμπάδες!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Βρε κακόχρονο να ’χεις βρε! Με μια βρωμούσα με φιτίλι,
θα λαμπαδιάσει ο ναύσταθμος;
(Ο ικαιόπολης τον χτυπά, τον σπρώχνει)
ΝΙΚΑΡΧΟΣ
Μάρτυρες σας βάζω, με χτυπάει!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κλείστε του το στόμα, δώστε μου μια ψάθα να τον τυλίξω
σαν κανάτι μη μου σπάσει και ραγίσει στη μεταφορά.
(Φέρνουν ψάθα και σχοινί. Ο ικαιόπολης τυλίγει στην ψάθα το Νίκαρχο
και τον δένει)
ΧΟΡΟΣ
1έσε τον σφίξε το αγαπητέ μου γύρω γύρω το ψαθί, δέσε το
σφίξε το μη ραγίσει στη μεταφορά.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Για τα καλά θα το νοιαστώ γιατί είναι κούφιο και βροντά
σαν να ’ναι ραγισμένο και το μισούν κι οι θεοί.
ΧΟΡΟΣ
Τι θα το κάνει;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θα το έχει για όλα. 1οχείο κακών τρίφτη δικών για
ρουφιανιές φανάρι και γουδί γι’ ανακάτεμα εις πάσαν
περίπτωσιν.
ΧΟΡΟΣ
Τι πίστη να έχεις, να έχεις στο σπίτι σου τέτοιο αγγείο
που αγγίζοντας τρίζει;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γερό είναι φίλε μου ποτέ δε θα σπάσει αν απ’ τα πόδια
κατακέφαλα κρέμεται.
ΧΟΡΟΣ
Άντε τώρα έτοιμο.
ΒΟΙIΤΟΣ
Τώρα να το μάσω.
ΧΟΡΟΣ
Μάζεψέ το, φόρτωσέ το όπου θέλεις πήγαινέ το. 1είχνε τον
παντού σ’ όλους το σπιούνο.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τον έδεσα γερά τώρα τον κακόχρονο. Άντε τώρα Βοιωτέ,
φόρτωσε τον και πάρ’ τον.
ΒΟΙIΤΟΣ
Σκύψι να στουν βάλου στουν ώμου Ισμενάκου.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Στον ώμο και τα μάτια σου! Σκάρτο το φορτίο, μα αν
βγάλεις κέρδος θα ’σαι ο πρώτος που θα ’χεις καλό από
τέτοιο σπιούνο.
(Φεύγει ο Βοιωτός με τον υπηρέτη του φορτωμένο. Έρχεται υπηρέτης του
Λάμαχου)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
1ικαιόποληηη!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι είναι και με φωνάζεις;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Τι; Ζητάει ο Λάμαχος μ’ αυτό το καφετί να του δώσεις
κίχλες για τη γιορτή το κρασιού και χέλι Κωπαϊδας.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποιος Λάμαχος ζητάει χέλι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ο τρομερός ο ανίκητος. Που κραδαίνει Γοργόνα. Και
ανεμίζουν στο κράνος του τρία λοφία!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Και τη ασπίδα να δώσει δεν έχει κίχλες και χέλι να πεις.
Ας πάει κουνώντας τα λοφία του, να βολευτεί με παστόψαρα.
Κι αν βάλει τσιριξιές καλώ τους αγορανόμους. Τσίχλες
και κοτσύφια και τα πάντα τα παίρνω ο ίδιος να τα φάω στο
σπίτι μου.
(Ο ικαιόπολης μπαίνει μέσα φορτωμένος. Ο υπηρέτης του Λάμαχου
φεύγει)
ΧΟΡΟΣ
Είδατε, είδατε εσείς οι πολίτες, ο φρόνιμος άντρας ο
έξυπνος πως κάνει σπονδές κι αγορές και παζάρια να
γεμίσει το σπίτι του και να ’χει να τρώει;
Τα αγαθά από μόνα τους γι’ αυτόν συμμαζεύονται. Ποτέ τον
πόλεμο δεν θα βάλω στο σπίτι μου ούτε το τραγούδι του
Αρμόδιου θα πει δίπλα στο τραπέζι μου φίλος μεθυσμένος
που έρχεται όλο και τα κάνει ανάστα και τα σπρώχνει και
τα σπάζει και όλο τσακώνεται κι ας οι άλλοι του λεν «πιες
το και φρόνιμα. Πιες το σαν φίλος». Αυτός πιο πολύ μας τα
καίει τ’ αμπέλια μας και το κρασί μας το χύνει.
Έφυγε τρέχοντας, πέταξε – πήγε για δείπνο και όλος
καμάρι και στην πόρτα του σκόρπισε φτερά για σημάδι. Της
γλυκιάς Αφροδίτης και των φίλων της Χάρης Ειρήνη
συντρόφισσα, τι όμορφη είσαι και όμως το ξέχναγα!
Πώς να μας έπαιρνε να μας έσμιγε ο έρωτας όπως αυτός ο
ζωγραφιστός με το στεφάνι.
Ή με νομίζεις γέρο κι ανίκανο; Αν όμως σε πάρω, τρία
μπορώ ακόμα νομίζω, αυλάκι αμπέλι μεγάλο να σύρω και
δίπλα να βάλω νέες συκούλες και μια κληματαριά και
λιόδεντρα γύρω να’χουμε λάδι να αλειβόμαστε κάθε
πρωτομηνιά.
(Βγαίνει ο κήρυκας του ικαιόπολη)
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ακούστε ο λαός! Στο πανηγύρι του κρασιού με το βάρεμα της
σάλπιγγας – όπως τα πάτρια – θ’ αρχίσει να πίνει ο
καθένας τον καύκο του και όποιος τον πιεί πρώτος θα πάρει
το ασκί του Κτησιφώντα βραβείο του.
(Βγαίνει ο ικαιόπολης)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ε! Παιδιά και γυναίκες, δεν ακούσατε; Τι κάνετε, εμπρός,
δεν ακούτε τον κήρυκα; Βράζετε. Ψήνετε. Στρίβετε τις
σούβλες. Βγάλτε τους ψημένους λαγούς. Φέρτε μου σούβλες
να περάσω τις τσίχλες. Πλέξτε στεφάνια.
ΧΟΡΟΣ
Ζήτω σου για το μυαλό σου, ζήτω για το φαγητό σου άνθρωπε
δαιμόνιε!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι θα πεις όταν δεις και τις τσίχλες ψημένες;
ΧΟΡΟΣ
Εύγε σου! Καλά το λες – αυτό είναι που να ’ναι!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Φρόντιζε, φύσα τη φωτιά...
ΧΟΡΟΣ
Άκουσες πως έμπειρα όμορφα και νόστιμα δείπνο ετοιμάζει;
(Έρχεται ένας γεωργός ανήσυχος)
ΓΕIΡΓΟΣ
Αχ ο δύστυχος, αχ!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ηρακλή μου, ποιος είναι τούτος !
ΓΕIΡΓΟΣ
Άνθρωπος δυστυχισμένος...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κρατήσου όπως είσαι.
ΓΕIΡΓΟΣ
Αχ αγαπητέ μου, μόνο εσύ έχεις ειρήνη... Αχ δώσ’ μου κι
εμένα, πεντάχρονη έστω.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι έπαθες;
ΓΕIΡΓΟΣ
Κομμάτια και σκόρπισα. Μου πήραν τα βόδια.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποιοι; Από πού;
ΓΕIΡΓΟΣ
Απ’ τη Φυλή. Βοιωτοί!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ βρε τρισδύστυχε, και δεν φορείς μαύρα;
ΓΕIΡΓΟΣ
Μου τα πήραν, μα το 1ία, αυτά που με έτρεψαν, που μου
έδιναν τα πάντα, με τις σβουνιές τους μαζί.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Και τι θέλεις τώρα;
ΓΕIΡΓΟΣ
Έπαθαν τα μάτια μου να κλαίω, δεν βλέπω... Άλειψε
λιγουλάκι ειρήνη στα μάτια μου.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ε, πονηρέ! 1εν είμαι γιατρός του 1ημοσίου!
ΓΕIΡΓΟΣ
Μια στάλα μονάχα, στάξε μια στάλα σ’ αυτό το κουτάκι.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μήτε σταλιά μηδέ μυρουδιά. Το κλάμα αλλού.
ΓΕIΡΓΟΣ
Αχ βόδια μου και χωραφάκια μου...
(Φεύγει ο γεωργός)
ΧΟΡΟΣ
Βρήκε γλύκα στις σπονδές του. 1εν θα δώσει φαίνεται, μηδέ
σταλιά σε άλλον.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ρίχνε μέλι στα λουκάνικα, ψήνε τις σουπιές...
ΧΟΡΟΣ
Ακούς γλυκοπροστάγματα, ακούς;
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ξηροψήστε μου τα χέλια...
ΧΟΡΟΣ
Θα μας πεθάνεις από την πείνα εμένα και τους γειτόνους με
αυτήν την κνίσα και τα λόγια που μας λες.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ψήστε τα κι αλείψτε το μέλι να ξανθήνουν.
(Καθώς ο ικαιόπολης μπαίνει μέσα, φτάνει ένας παράνυμφος και πίσω
του μια γυναίκα)
ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ
1ικαιόποληηη! 1ικαιόποληηη! Στάσου!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποιος είναι αυτός; Ποιος;
ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ
Νιόγαμπρος κάποιος σου στέλνει για κέρασμα τούτο το
κρέας!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Όποιος και να ’ναι, πολύ καλά έκανε.
ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ
Για το κρέας που σου στέλνει ζητά να του χύσεις σ’ αυτό
το ποτήρι μια στάλα ειρήνη… να μη στρατευθεί και πάει
στον πόλεμο.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πάρ’ το. Πάρ’ το το κρέας του. Μη. 1εν έχει ειρήνη. Και
για δέκα χιλιάδες, δράμι δεν δίνω.
Πάρτε τώρα τις σπονδές, φέρτε τις κανάτες, θέλω κρασί για
τη γιορτή.
ΧΟΡΟΣ
Τι είναι όμως! Α! Φτάνει ένας αγριομάτης, αυτός, σαν να
’ρχεται να πει κακό!
(Έρχεται ένας αγγελιαφόρος, χτυπά την πόρτα του Λάμαχου. Αυτός απαντά
από μέσα, μετά βγαίνει)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α΄
Αχ αχ βάσανα και μάχη και Λαμάχοι!
ΛΑΜΑΧΟΣ
«Ποιος χτυπά στα χαλκοστόλιστα δώματα;»
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α΄
1ιαταγή των εννιά στρατηγών να πάρεις τα λοφία και τους
λόχους και γρήγορα να πας και να κάτσεις στο χιόνι, να
φυλάς τα περάσματα. Στη γιορτή του κρασιού ρίχτηκαν πάνω
Βοιωτοί κλεφταράδες! Έτσι μας είπαν.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ στρατηγοί! Κεφάλια πολλά, γεμάτο κανένα. Ούτε γιορτή
σ’ αφήνουν να κάνεις.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
I στρατέ, Λαμαχοπολεμικέ!
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ ο κακότυχος! Με περιπαίζεις κι εσύ!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Θέλεις να πολεμήσεις με τετράφτερο Γηριόνη;
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ τι αγγελία μου ανάγγειλε ο κήρυκας!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ και μένα, τι τρέχει κάποιος να μου πει.
(Φτάνει και δεύτερος αγγελιοφόρος)
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Β΄
1ικαιόπολη...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι είναι;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ Β΄
Γρήγορα για το δείπνο… Πάρε το καλάθι σου γεμάτο και τον
καύκο, ο ιερέας του 1ιόνυσου σε προσκαλεί… Γρήγορα όμως
γρήγορα, καθυστερεί το δείπνο εξαιτίας σου, τα άλλα όλα
είναι έτοιμα. Τραπέζια κι ανάκλιντρα, στεφάνια, μαξιλάρια
και στρώματα κι αρώματα και μεζελίκια και αυλητρίδες, και
ψωμιά και πίτες και σουσαμοκούλουρα και γλυκά και το
«λεβέντη μου Αρμόδιε» απ’ τα παλιά τραγούδια!
Γρήγορα, όμως, γρήγορα!
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ ο κακοδύστυχος εγώ!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ που σε δυστύχεψε η τεράστια Γοργόνα! Τώρα εντολές.
Ετοιμάστε το δείπνο.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Παιδί μου φέρε μου έξω το γυλιό.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Φέρε μου παιδί το καλάθι τα καλούδια.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Φέρε μου να’χω αλάτι και ρίγανη, φέρε κρεμμύδια.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Μου βρωμούν τα κρεμμύδια, σαρδέλες, εμένα.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Παστόψαρα λίγα, τυλιγμένα σε φύλλα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Εμένα φρεσκόψαρα, θα τα ψήσω εκεί.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Φέρε τα φτερά του κράνους.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τα πιτσούνια και τις κίχλες φέρε μου.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Τι ωραία κάτασπρα στρουθοκαμηλοφτέρουγα!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τι καλά ξανθοψημένο αυτό το πιτσουνάκι!
ΛΑΜΑΧΟΣ
Πάψε να περιπαίζεις τα όπλα μου.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πάψε να στραβοκοιτάς τις κίχλες μου.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Φέρε το κουτί με τα τρία μου λοφία.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1ώσε μου την πιατέλα με τον ψητό λαγό.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ τριχοφάγος μου το ’φαγε το λοφίο.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Το στιφάδο θα το φάω πριν απ’ το δείπνο.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Βρε άνθρωπέ μου μη μου μιλάς.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν μιλώ μαζί σου, μιλώ με το παιδί. Θέλεις να πάμε
στοίχημα, παιδί, κι ο Λάμαχος να κρίνει τι είναι
νοστιμότερο οι ακρίδες ή οι τσίχλες;
ΛΑΜΑΧΟΣ
Πω πω ξεδιαντροπιά!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ασύγκριτες οι ακρίδες, λέει.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Ξεκρέμασε το δόρυ μου και φέρ’ το.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Βγάλε και φέρε το κοκορέτσι παιδί μου.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Πιάσε να το σύρω απ’ τη θέση του.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πιάσε τη σούβλα να το βγάλω.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Φέρε της ασπίδας μου το τρίποδο.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Φέρε της γυναίκας μου τα ξεροτήγανα.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Μα αυτό είναι κοροϊδία.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ γλυκά που είναι.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Στάξε μου λάδι στης ασπίδας το χάλκωμα. Βλέπω ένα γέροντα
να τον δικάζουν για δειλό.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Στάξε μου εδώ το μέλι. Κάποιος γέρος ολοφάνερα λέει στο
Λάμαχο το Γοργάσου «άντε»
ΛΑΜΑΧΟΣ
Φέρε παιδί μου το θώρακα τον πολεμικό.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Τον πότηρα τον καλό να μου φέρει ένας.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Α! Μ’ αυτόν θα ’μαι αχτύπητος στη μάχη.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Πρώτος θα βγω στο γλέντι μ’ αυτόν.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Βάλε στην ασπίδα τα λουριά.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Γέμα το καλάθι μου μεζέδες.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Παίρνω το γυλιό και φεύγω.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Το ρούχο μου φορώ και πάω.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Σήκωσε την ασπίδα παιδί μου προχώρα. Α! πα πα! Χειμέρια
τα πράγματα!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Κράτα μου το καλάθι, παιδί μου, πα πα! Γλεντζέδικα τα
πράγματα!
(Φεύγουν και οι δυο προς αντίθετες κατευθύνσεις)
ΧΟΡΟΣ
Στο καλό και με τύχη στον ανόμοιό σας δρόμο. Εσύ μες στο
κρύο σκοπός θα φυλάς κι αυτός θα πίνει φορώντας στεφάνι
και θα κοιμάται αγκαλιά με παιδούλα γλυκιά παιχνιδιάρα.
Τον Αντίμαχο, της Πιτσιλούς, τον τέτοιο, που φτιάχνει
τραγούδια, με δυο λόγια να πω, να τον κάψει ο 1ίας
γιατί μ’ έδιωξε το δύστυχο στα Λήναια άδειπνο.
Αχ να τον δω να ζητά καλαμάρι κι αυτό στο τραπέζι ψημένο
να κείται λαχτάρα, προσμένοντας, έτοιμο, κι όπως αυτός
χέρι θ’ απλώνει σκύλος να μπει να τ’ αρπάξει να φύγει.
Κι εκτός απ’ αυτό να πάθει και άλλο και να ’ναι και
νύχτα. Να γυρίζει από ιππασία στο σπίτι με σύγκρυο και
κάποιος πιωμένος τρελός να του σπάσει γερά την κεφάλα –
και ψάχνοντας πέτρα μες στο σκοτάδι να χουφτιάσει φρέσκια
σκατούλα κι αντί για το σκνίπα – καθώς θα τη ρίχνει – να
του φύγει αυτή στου Κρατίνου τη μούρη.
(Φτάνει αναστατωμένος ο υπηρέτης του Λάμαχου)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ε! 1ούλοι! Στου Λάμαχου το σπίτι όσοι! Νερό! Βάλτε νερό
να ζεσταθεί στο τσουκάλι. Κηρόπανα ετοιμάστε και φασκιές.
Λιγδόμαλλα να βάλετε στο κότσι του αφέντη. Πληγώθηκε ο
άνθρωπος, πηδώντας χαντάκι! Σε πάσσαλο έτυχε, το πόδι
στραμπούληξε και πέφτοντας ύστερα ήταν οι πέτρες και το
κεφάλι του το’σπασε και πέφτοντας του ’φυγε η Γοργώ της
ασπίδας και το λοφίο του κράνους και μέσα στις πέτρες
κατρακυλώντας τσακίστηκε και το είδε και έκλαιγε «ω
ένδοξο λοφίο για τελευταία φορά σε βλέπω τώρα! Χάνω το
φως μου! 1εν είμαι άλλο».
Τόσα είπε κι έπεσε μετά στο χαντάκι. Και σηκώθηκε πάλι
να κυνηγήσει ληστές, και κυνηγώντας πληγώθηκε. Να όμως!
Έφτασε. Ανοίξτε την πόρτα!
(Μπαίνει ο Λάμαχος)
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ Αχ! Τρομερά και σουγλερά έπαθα ο άμοιρος! 1όρυ εχθρού
με χτύπησε. Χάνομαι! Και πιο πολύ με σουγλίζει αν με δει
ο 1ικαιόπολης τώρα χτυπημένο και βάλει τα γέλια και
γελάει την τύχη μου.
(Μπαίνει ο ικαιόπολης απ’ την άλλη πλευρά, αγκαλιά με δυο μικρούλες
«μεθυσμένος»)
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ Αχαχ! Φιλήστε με γλύκες μου. Σκαστά, ρουφηχτά.
Ξεσηκώστε με. Πρώτος τον καύκο τον άδειασα!
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ συμφορά μαύρη και πάθημα. Iι Iι τραύματα σφάζοντα!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Χε Χε! Χαίρε Λαμαχολογούλι!
ΛΑΜΑΧΟΣ
Ο δύστυχος αχ...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ αχ με ρουφάς...
ΛΑΜΑΧΟΣ
Ο φριχτόμοιρος αχ...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Αχ δαγκωνίτσες...
ΛΑΜΑΧΟΣ
Αχ ο δύστυχος, βαριά την πλήρωσα την μάχη!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ποιος μου πλήρωσε το κρασί στη γιορτή;
ΛΑΜΑΧΟΣ
Απόλλωνα Παιάνα. Αχ...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
1εν είναι σήμερα Παιώνια!
ΛΑΜΑΧΟΣ
Το πόδι μου αχ το πόδι μου πιάστε το. Κρατάτε με φίλοι
μου.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Σφίχτε με κι οι δυο σας !
ΛΑΜΑΧΟΣ
Ζαλίζομαι απ’ την πέτρα που με χτύπησε. Σβήνω και
χάνομαι...
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ξάπλωμα θέλω ! Χάνομαι.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Στο ιατρείο να με πάτε. Στα χέρια των γιατρών!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Στους κριτές να με πάτε στον αρχηγό. Το βραβείο μου θέλω.
ΛΑΜΑΧΟΣ
Λόγχη μου έμπηξε κάποιος. Το κόκκαλο πέρασε.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ο καύκος μου άδειος! Τήνελλα καλλίνικος...
ΧΟΡΟΣ
Τήνελλα γέρο! Πρώτος! Καλλίνοκος!
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Ανέρωτο γεμάτος καύκος. Μονορούφι άσπρος πάτος!
ΧΟΡΟΣ
Τήνελλα τώρα γέρο κοτσονάτε. Πάρε το δώρο σου τώρα,
προχώρα.
1ΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Από πίσω μου όλοι μαζί τραγουδώντας. Τήνελλα καλλίνικος.
(Παίρνει το δώρο του ένα ασκί κρασί)
ΧΟΡΟΣ
Όλοι ξοπίσω σου υμνώντας. Τήνελλα Καλλίνικος. Το γεμάτο
εσύ και τη χάρη σου.